Πολλοί αναλυτές έχουν υποστηρίξει ότι η τραγωδία της πρώην Γιουγκοσλαβίας άρχισε στο Κοσσυφοπέδιο και θα τελειώσει στο Κοσσυφοπέδιο. Ισως να έχει περισσότερο δίκιο ο βρετανός ιστορικός Τίμοθι Γκάρτον As, ο οποίος υποστήριξε σε πρόσφατο άρθρο του ότι η τραγωδία άρχισε στο Βελιγράδι, με την κυνική εκμετάλλευση από τον Μιλόσεβιτς του θέματος του Κοσσυφοπεδίου, και ίσως εκεί να παιχτεί και η τελευταία πράξη. Αν το καθεστώς Μιλόσεβιτς καταφέρνει να επιβιώνει μετά από χιλιάδες βομβαρδισμούς που ισοπέδωσαν τη Γιουγκοσλαβία, αυτό οφείλεται πρωτίστως στις επιλογές του ΝΑΤΟ, το οποίο μοιάζει να έχει αναθέσει την επιχείρηση σε «αυτόματο πιλότο», μετατρέποντας έτσι το πρόβλημα του Κοσσυφοπεδίου σε επικίνδυνη σύγκρουση στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.


Το ΝΑΤΟ επέλεξε να παρέμβει στρατιωτικά στο ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου έχοντας, σύμφωνα με τον Γενικό του Γραμματέα Χαβιέρ Σολάνα, τρία μεγάλα όπλα: «ενότητα πνεύματος, σαφείς στόχους και ορθή στρατηγική». Η ενότητα παραμένει και σήμερα αδιαμφισβήτητη. Οσο για τους στόχους και τη στρατηγική της Συμμαχίας στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου, η έκθεση του προέδρου της Στρατιωτικής Επιτροπής της Συμμαχίας στρατηγού Κλάους Νάουμαν που δημοσίευσε το «Βήμα της Κυριακής» (9 Μαΐου 1999) ήταν εξαιρετικά διαφωτιστική. Μετά από 50 και πλέον ημέρες αεροπορικών βομβαρδισμών η πιο σύγχρονη στρατηγική μηχανή δεν έχει καταφέρει να εξουδετερώσει στρατιωτικά τη Γιουγκοσλαβία, μια χώρα η οποία υφίσταται επί οκτώ χρόνια τις συνέπειες διαδοχικών πολέμων και ενός παρατεταμένου καθεστώτος διεθνών κυρώσεων εις βάρος της.


Είναι πλέον προφανές ότι έγινε κακός υπολογισμός της αντοχής του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στους νατοϊκούς βομβαρδισμούς.


Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αποτελεσματικότητα που είχαν οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ το 1995 κατά σερβοβοσνιακών στόχων. Μόνο που τότε ο Μιλόσεβιτς έβλεπε μάλλον θετικά τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς, οι οποίοι όχι μόνο περιόριζαν την αυτόνομη δράση των Κάρατζιτς και Μλάντιτς αλλά του έδιναν και την ευκαιρία να αναδειχθεί σε προνομιακό συνομιλητή της Ουάσιγκτον.


Μια άλλη ουσιαστική διαφορά σε σχέση με την κρίση στην Βοσνία είναι ότι τότε, το 1995, όταν κρίθηκαν απαραίτητοι οι βομβαρδισμοί, το ΝΑΤΟ λειτούργησε ως εντολοδόχος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Σήμερα στην περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου το ΝΑΤΟ επέλεξε να διαχειριστεί την κρίση έξω από το νομιμοποιητικό πλαίσιο του ΟΗΕ γιατί οι ΗΠΑ, η μοναδική υπερδύναμη, θεωρούν ότι δεν έχουν ανάγκη τον ΟΗΕ και δεν θέλουν να εξαρτώνται από το βέτο της Ρωσίας και της Κίνας.


Ολοι θα συμφωνήσουμε ότι ο ΟΗΕ, αυτό το ταλαιπωρημένο από τον Ψυχρό Πόλεμο κανονιστικό οικοδόμημα, έχει ανάγκη ενός «λίφτινγκ», ενός εκσυγχρονισμού που θα λαμβάνει υπόψη του τα νέα διεθνή δεδομένα. Ολοι όμως θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την πρωταρχική ευθύνη του Συμβουλίου Ασφαλείας για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφαλείας.


Ο τρόπος που επέλεξε το ΝΑΤΟ για να διαχειριστεί την κρίση έχει «φοβίσει» τη Ρωσία κι έχει «απομονώσει» την Κίνα, που φαίνεται να εκμεταλλεύθηκε κατά τον καλύτερο τρόπο το θανάσιμο «λάθος» της Συμμαχίας, τη στιγμή μάλιστα που εκκρεμεί η αίτησή της για συμμετοχή στον Διεθνή Οργανισμό Εμπορίου.


Η πρόσφατη επιτυχής προσπάθεια της αμερικανικής ηγεσίας να εμπλέξει και τη Ρωσία στο διπλωματικό παιχνίδι μέσα από την αποδοχή ενός ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας για την κρίση στο Κοσσυφοπέδιο, αν και κινδύνευσε σοβαρά να δυναμιτιστεί από τους βομβαρδισμούς στην κινεζική πρεσβεία, θα πρέπει να έχει συνέχεια, ιδίως αυτές τις ημέρες όπου παρατηρείται κάποια κινητικότητα στους κόλπους της σερβικής αντιπολίτευσης (Ζόραν Τζίντζιτς) και διαφαίνεται όλο και πιο έντονη μια τάση συμβιβασμού από την πλευρά του Μιλόσεβιτς.


Οσον αφορά το νέο αναπροσαρμοσμένο σχέδιο για την ανάπτυξη χερσαίων δυνάμεων στο Κοσσυφοπέδιο που φαίνεται να προωθεί το ΝΑΤΟ, η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει τελικά εκείνους που υποστήριζαν από την πρώτη κιόλας φάση των βομβαρδισμών ότι τα σχέδια για στρατιωτική κατανίκηση της Σερβίας με μόνη τη χρήση αεροπορίας θα αποδειχθούν ατελέσφορα.


Ο κ. Σωτήρης Ντάλης είναι διεθνολόγος, επιστημονικός συνεργάτης του Τομέα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών.