Σε ένα προηγούμενο άρθρο μου («Το Βήμα», 10/5/98) υποστήριξα πως ο διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας α) δεν οδηγεί στον διαχωρισμό Ορθοδοξίας και έθνους, άρα δεν αλλοιώνει την εθνική μας ταυτότητα, και β) είναι μια βασική προϋπόθεση για να λειτουργήσουν οι δύο αυτοί κεντρικοί θεσμοί και πιο αποτελεσματικά και πιο δημοκρατικά.


Στο σημερινό σύντομο σημείωμα θα προσπαθήσω να αναπτύξω το σημείο β, σε σχέση με τη σαφή πρόθεση του νέου Αρχιεπισκόπου να παίρνει συστηματικά και ex cathedra θέση στα «εθνικά» μας θέματα.


Οσο παραμένει ο μη διαχωρισμός κράτους – Εκκλησίας η τελευταία, ως διοικητική προέκταση της κρατικής γραφειοκρατίας, όχι μόνο χάνει ένα σημαντικό μέρος της αυτονομίας της, αλλά και αποκτά, λίγο-πολύ αυτόματα, τα φορμαλιστικά, επιμεριστικά / πελατειακά χαρακτηριστικά της άκρως διεφθαρμένης δημόσιας διοίκησης. Από την άλλη μεριά, και αυτή είναι η άλλη όψη του νομίσματος, η εκκλησιαστική ιεραρχία ­ ως αναπόσπαστο κομμάτι του κράτους ­ «νομιμοποιείται» να επεμβαίνει άμεσα, όχι μόνο στην εσωτερική αλλά και στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης. (Μερικοί συνταγματολόγοι υποστηρίζουν πως και με το σημερινό συνταγματικό καθεστώς δεν υπάρχει νομιμοποίηση, αφού οι διάφοροι κρατικοί «άρχοντες» έχουν περιορισμένες δικαιοδοσίες ως προς τα θέματα που μπορούν να σχολιάζουν. Αυτό μπορεί να είναι ή να μην είναι νομικά σωστό. Αυτό όμως που δεν μπορεί κανένας να αμφισβητήσει είναι πως ο μη διαχωρισμός νομιμοποιεί την πολιτικοποίηση του θρησκευτικού χώρου στα μάτια του κόσμου).


Από αυτή τη σκοπιά υπάρχει μια βασική αντίφαση στη στάση της κυβέρνησης. Από τη μια μεριά, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και κορυφαία στελέχη του ΠαΣοΚ διαμαρτύρονται για τους πύρινους και καθαρά πολιτικούς λόγους που ο κύριος Χριστόδουλος βγάζει από τον άμβωνα. Από την άλλη μεριά όμως, η κυβέρνηση αντιτάχθηκε στη μελλοντική αναθεώρηση του Συντάγματος σε ό,τι αφορά τον χωρισμό Εκκλησίας και κράτους ­ χωρισμός που είναι η βασική προϋπόθεση για να εκλείψει ή να περιθωριοποιηθεί το νοσηρό αντιδημοκρατικό φαινόμενο της πολιτικοποίησης του εκκλησιαστικού λειτουργήματος. Ο μη διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας όχι μόνο ενθαρρύνει αλλά και, σε ένα μεγάλο βαθμό, νομιμοποιεί παρεμβάσεις τύπου Χριστοδούλου. Και είναι ακριβώς επειδή το ισχύον συνταγματικό και νομικό πλαίσιο παρέχει αυτού του είδους τη νομιμοποίηση που εξηγεί γιατί οι αντιδημοκρατικές παρεμβάσεις του Αρχιεπισκόπου όχι μόνο θεωρούνται «φυσιολογικές» από τον απλό πολίτη, αλλά και αυξάνουν και τη δημοτικότητα του αρχηγού της Εκκλησίας μας.


Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί κάποιος πως για τη συμπεριφορά του κυρίου Χριστόδουλου φταίει λιγότερο το συνταγματικό / θεσμικό πλαίσιο και περισσότερο η «εκρηκτική» προσωπικότητα και οι εθνοκεντρικοί ακροδεξιοί προσανατολισμοί του Αρχιεπισκόπου. Ο λιγότερο ιδεολογικά προσανατολισμένος προκάτοχός του, κινούμενος στο ίδιο θεσμικό πλαίσιο, σεβάστηκε σε ένα μεγάλο βαθμό το ρητό «τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ!». Αυτό είναι βέβαια γεγονός. Από την άλλη μεριά, επί θητείας Σεραφείμ μικρός αριθμός μητροπολιτών κινητοποίησε και φανάτισε τον πληθυσμό της Βόρειας Ελλάδας δημιουργώντας μια κατάσταση μέσα στην οποία το στοιχείο της λογικής, «του ορθολογισμού», εξαφανίστηκε παντελώς από την εξωτερική μας πολιτική. Το αποτέλεσμα ήταν το σκοπιανό φιάσκο ­ δηλαδή η διεθνής απομόνωση της χώρας μας και η σταδιακή αλλά αναπόφευκτη αναγνώριση της γείτονος χώρας από τη διεθνή κοινότητα ως Δημοκρατία της Μακεδονίας.


Παρ’ όλο που η πρωταρχική ευθύνη για το φιάσκο ανήκει στις πολιτικές ηγεσίες, η ευθύνη της Εκκλησίας είναι σημαντική. Οι μητροπολίτες φανάτισαν τα πλήθη και οι πολιτικοί δεν είχαν το θάρρος να πάνε ενάντια στην πανάθλια πληροφορημένη «κοινή γνώμη».


Βέβαια, το Σκοπιανό είναι πια παρελθόν ­ το παιχνίδι χάθηκε τελειωτικά όταν ο τότε πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης δεν είχε το κουράγιο να δεχθεί τη λύση Πινέιρο, λύση στην οποία πίστευε και η οποία θα μας έβγαζε εγκαίρως από το αδιέξοδο. Μπροστά μας όμως έχουμε ακόμη πιο σοβαρά θέματα εξωτερικής πολιτικής, στα οποία ο νέος Αρχιεπίσκοπος έχει συγκεκριμένες απόψεις και, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν θα διστάσει καθόλου να συμπεριφερθεί «ως ταύρος εν υαλοπωλείω» ­ φανατίζοντας τον κόσμο με τα αναχρονιστικά, εξωπραγματικά αλυτρωτικά του παραληρήματα. Ετσι μπορεί ξανά να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο η άσκηση «ορθολογικής» εξωτερικής πολιτικής οποιασδήποτε κυβέρνησης θα καταστεί πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Και σε αυτή την περίπτωση δεν θα διακυβεύεται μόνο μια ονομασία, αλλά η φυσική επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού.


Συμπέρασμα: Οσο ο διαχωρισμός Εκκλησίας και κράτους δεν επιτευχθεί και στο συνταγματικό επίπεδο και στο επίπεδο των καθημερινών πρακτικών, οι παρεμβάσεις σε «ξένα χωράφια» και από τη μεριά των πολιτικών / κοσμικών και από τη μεριά των θρησκευτικών ελίτ δεν θα είναι μεν αναπόφευκτες, αλλά θα είναι πολύ πιθανές. Αυτού του είδους οι παρεμβάσεις δεν υπονομεύουν μόνο το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας, αλλά και δημιουργούν ­ στη σημερινή συγκυρία ­ εξαιρετικά επικίνδυνες καταστάσεις που μπορεί να βλάψουν ανεπανόρθωτα τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας και του έθνους.


Με κίνδυνο να χαρακτηριστώ για δεύτερη φορά «γραικύλος», επαναλαμβάνω πως ο χωρισμός Εκκλησίας και κράτους (όχι αυτός μεταξύ Ορθοδοξίας και έθνους) αποτελεί βασική προϋπόθεση για τον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας.


Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.