Κύριο σύμπτωμα των δυτικών κοινωνιών του καιρού μας είναι μια καλπάζουσα πολύμορφη κρίση. Δεν είναι απλώς οι φόβοι και οι ανασφάλειες μπροστά στα νέα, άγνωστα ως τώρα δεδομένα. Είναι ένα χαώδες ηθικό έλλειμμα το οποίο σέρνει τον κόσμο σε μιαν επικίνδυνη συλλογική αδράνεια. Δεν μπορούμε δυστυχώς να πούμε ότι εμείς είμαστε η εξαίρεση. Σίγουρα όμως οι εσωτερικές αντοχές του Ελληνισμού που βασίζονται στην ορθόδοξη πολιτισμική του προϋπόθεση καθιστούν δυσχερέστερη εδώ την επικυριαρχία της εμπορευματικής λογικής που κατά τα λοιπά νοθεύει και ρημάζει τα πάντα.


Η ορθόδοξη παράδοση, όσο είναι ζωντανή, ζωογονεί το όλο ανοσοποιητικό σύστημα του λαού. Είναι η ελπίδα του, το φως του και το όραμά του. Εγγυάται την ιστορική και πνευματική του αυτογνωσία. Τελικά τη συνοχή και τη συνέχειά του. Η γονιμοποιός ζεύξη κλασικής σκέψης και χριστιανικής Αποκάλυψης γεννά την ανεκτίμητη «σταθερά» του Ελληνισμού, την Ορθοδοξία.


Οσοι γνωρίζουν ιστορία ­ δυστυχώς ουκ ολίγοι αγνοούν ­ ξέρουν πολύ καλά ότι η πίστη των Ορθοδόξων είναι μια υπαρξιακή βεβαιότητα. Την εμπεδώνουν όλες οι λειτουργίες του ανθρώπου. Της ψυχής του και του σώματός του. Βεβαιότητα, αλλά και υπαρξιακή ενότητα του ανθρώπου. Ψυχής, σώματος και εκφάνσεών τους, καρδιάς, νου, αισθημάτων, θελήσεων. Μέσα στην Εκκλησία η σχέση του πιστού με αυτήν είναι βιωματική και εμπειρική. Η λατρευτική ζωή είναι κομμάτι της όλης ζωής του ανθρώπου. Ο δυϊσμός πνευματικό ­ υλικό είναι αίρεση. Ο άνθρωπος ως εικόνα του Θεού είναι ενιαία, ασύγχυτη και αδιαίρετη. Ο Μπερντιάγεφ έγραψε: «Οταν αγωνίζεσαι για το ψωμί σου, το πρόβλημα είναι υλικό, αλλά όταν αγωνίζεσαι για το ψωμί του διπλανού σου, το πρόβλημα μεταβάλλεται αυτόχρημα σε πνευματικό». Εδώ μπαίνει το θέμα της αλληλοπεριχώρησης θεολογίας και πολιτικής. Ο πιστός, και πολύ περισσότερο ο εκκλησιαστικός ηγέτης, δεν μπορεί να αδιαφορήσει ενώπιον των ποικίλων δρωμένων σε μια κοινωνία που κυριαρχείται από δομές που πολλαπλασιάζουν την αδικία, την εκμετάλλευση, τη βία, την καταπάτηση της παγκόσμιας νομιμότητας σε διεθνή κλίμακα και τα άλλα υποπροϊόντα του κακού. Από ορθόδοξη άποψη ο Olivier Clement εύστοχα επισημαίνει ότι «η χριστιανική σωτηρία περιλαμβάνει την πολιτική και ταυτόχρονα την υπερβαίνει». Είναι σχεδόν απίστευτο αλλά την ίδια διάγνωση (επικριτικά βέβαια αυτός) έχει κάνει ο Μαρξ (στο «Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό ζήτημα», σ. 296): «… Το ελληνορθόδοξο θρήσκευμα ξεχωρίζει από όλους τους άλλους κλάδους της χριστιανικής πίστης, κυρίως χάρη στην ίδια αυτή εξίσωση κράτους ­ Εκκλησίας, πολιτικής και εκκλησιαστικής ζωής».


Οι σκέψεις που εξετέθησαν παραπάνω θα ήταν ανεπίκαιρες αν κατά τις μέρες αυτές δεν δημιουργούνταν, ως μη ώφειλε, ένας απροσδόκητος, ανεξήγητος και αδικαιολόγητος σάλος με σημείο αναφοράς δηλώσεις και κηρύγματα του Αρχιεπισκόπου.


Περί τίνος πρόκειται;


Ο Αρχιεπίσκοπος έχει άποψη, εκκλησιαστικού ταγού και ενεργού πολίτη. Ακούγεται, καθώς δεν ομιλεί πλέον στα όρια μιας επαρχίας, αλλά πανελληνίως. Και ο λόγος του βρίσκει απήχηση. Αυτό όλο κάποιους ξαφνιάζει (ευχάριστα), κάποιους ξενίζει (αμήχανα) και κάποιους ενοχλεί (περίεργα).


Οι κατήγοροι ποικίλλουν. Ορισμένοι δυστυχώς είναι και κυβερνητικά στελέχη. Αλλά οι κατηγορίες μπορούν να συνοψισθούν στις ακόλουθες:


Ο Αρχιεπίσκοπος «ασκεί πολιτική», για την ώρα εξωτερική. Τα κηρύγματά του είναι «εθνικιστικά και μισαλλόδοξα». Και κάποιος μάλιστα επικριτής του, αυτοσχολιαζόμενος μεν, υποδυόμενος δε τον… υπερπατριάρχη, ή έστω τον «γέροντα», δήλωσε ότι του «έστειλε μήνυμα να ασχολείται με τα πνευματικά»!


Οι επικρίσεις, οι καλόπιστες τουλάχιστον, αγνοούν την ιστορία της Εκκλησίας και του Ελληνισμού. Αγνοούν την ουσία του Λόγου του Θεού και της κοινωνικής του δυναμικής. Ο θείος λόγος έχει ως αντικείμενό του «τα καθόλου». Οπως η Ποίηση κατά τον Αριστοτέλη. Και όχι μόνο «τα καθ’ έκαστον». Υπ’ αυτήν την έννοια, είναι φυσικό και αυτονόητο με επίκεντρο τον όλο άνθρωπο και τα προβλήματά του ο αρχιεπισκοπικός λόγος να απηχεί ένα δυναμικό, ιστορικό και ρωμαλέο πνεύμα. Αυτό ενοχλεί. Ετσι όμως μπορεί να μεταδώσει το μήνυμα της χριστιανικής σωτηρίας στους ανθρώπους, «ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι». Για να έχει ζωή και περίσσεια ζωής ο κόσμος, «περί δογμάτων και πραγμάτων τον αγώνα ποιούμεθα» στην έκφραση του αγίου Γρηγορίου του θεολόγου.


Σε καμία από τις ως τώρα ομιλίες του Αρχιεπισκόπου δεν μπορεί να θεμελιωθεί η επίκριση ότι κάνει πολιτική. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι καθ’ οιονδήποτε τρόπο ο Χριστόδουλος παρεμβαίνει στην πολιτική καθημερινότητα, στα κατά τεκμήριον έργα των πολιτικών και των συλλογικών εκφράσεών τους. Φορέας ενός βαθύτατα οικουμενικού μηνύματος ζωής, η ελλαδική Εκκλησία δέεται και εργάζεται υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου και της αγάπης και της δικαιοσύνης σ’ αυτόν.


«Σόκαρε» όμως ο Αρχιεπίσκοπος διότι λαμβάνοντας το κλειδί της Παναγίας Σουμελά ευχήθηκε να ανοίξει με αυτό την ιστορική Μονή του Πόντου. Με μικρές δόσεις αγνωσίας και σκοπιμότητας η αναφορά αυτή εύκολα παραποιείται και μεταλλάσσεται σε μήνυμα εδαφικού επεκτατισμού κατά της Τουρκίας. Κανένας όμως τέτοιος υπαινιγμός δεν υπάρχει στον αρχιεπισκοπικό λόγο. Ορθά ο Χριστόδουλος απορρίπτει τον ανελλήνιστο, δουλοπρεπή και εθνικά ανάξιο όρο «χαμένες πατρίδες» αντί του ορθού «Πατρίδες» χωρίς επιθετικό προσδιορισμό, ή έστω «αλησμόνητες πατρίδες».


Από ‘κει και πέρα εθισμένοι σε ένα κλίμα εθνικής κακομοιριάς, χωρίς τόλμη και χωρίς φαντασία σε όλη αυτή τη θλιβερή «μετά Λωζάννην» περίοδο, παραλείπουμε να οργανώσουμε μιαν εθνική στρατηγική που θα υπεράσπιζε τα εκτός κρατικών συνόρων απαράγραπτα πνευματικά, και όχι μόνον, δικαιώματά μας.


Μια τέτοια στρατηγική, αν ποτέ αποφασιζόταν, θα ανεδείκνυε μερικά παγκοσμίως αποδεκτά αιτήματα, ανάμεσα στα οποία για παράδειγμα: α) Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, κέντρο του πνευματικού ηγέτη των 300 εκατομμυρίων Ορθοδόξων του κόσμου, δεν μπορεί να είναι σιδηροδέσμιο της εσωτερικής νομοθεσίας ενός αλλοδόξου και εν πολλοίς μισαλλοδόξου κράτους. Πρέπει να καταστεί υποκείμενο διεθνούς δικαίου. β) Τα χριστιανικά ιερά που επέζησαν της καταστροφικής μανίας Οθωμανών και Νεοτούρκων ανήκουν και πρέπει να αποδοθούν στον φυσικό και ιστορικό τους φορέα, το Πατριαρχείο. Ιδού λοιπόν ότι σ’ αυτή την περίπτωση και το status quo που αξιώνει απαραβίαστα τα σημερινά σύνορα είναι σεβαστό και το «κλειδί» ξεκλειδώνει τη Μονή του Ορους Μελά.


Οι κομματικοί σχηματισμοί και οι οργανώσεις τους έρχονται και παρέρχονται. Η Εκκλησία και οι ενορίες της μένουν εις τον αιώνα. Υπερβαίνουν τα εφήμερα του αιώνος τούτου και όπου είναι απαραίτητο τα συνθέτουν.


Η Ορθοδοξία έσωσε το Γένος μαχόμενη σε δίσεκτα χρόνια κατά του εκλατινισμού και του εξισλαμισμού του και έσπασε τα δεσμά «μιας ανυποφέρτου δουλείας» (Μηνιάτης). Κομίζει ες αεί στον κόσμο το μήνυμα της ζωής και της αναστάσιμης ελπίδας. Το κοινωνικό ιδεώδες της είναι μετακομμουνιστικό, μετασοσιαλιστικό και μετακαπιταλιστικό. Ενας σωστός αρχιεπίσκοπος δεν μπορεί να σιωπά. Οφείλει να ομιλεί αυτόν τον λόγο της αληθείας.


Αλλά όσοι θα εξακολουθήσουν τυχόν να ενοχλούνται, χρήσιμο είναι να γνωρίζουν ότι ο Χριστόδουλος δεν είναι μετακλητός. Και η φύση του λειτουργήματός του δεν υπόκειται στη συνήθη φθορά των πολιτικών. Δεν ψηφίζεται, δεν υπόσχεται για να θεωρηθεί ενδεχομένως αναξιόπιστος. Δεν έχει ούτε περίοδο χάριτος, ούτε αχαριστίας. Αρα οι ενοχλούμενοι πρέπει να αποφασίσουν ότι θα συμβιώνουν με εκείνον.


Βεβαίως, ο Αρχιεπίσκοπος οφείλει να ελέγχει και να επιβεβαιώνει αδιάκοπα μέσα του την αίσθηση του μέτρου και της λογικής. Και να ακούει τον σοφό Σειράχ (Η, 3) που συμβουλεύει:


«Μη διαμάχου μετά ανθρώπου γλωσσώδους και μη επιστοιβάσης επί το πυρ αυτού ξύλα». Μην πιάνεσαι με άνθρωπο αθυρόστομο και αυθάδη για να μη στοιβάζεις ξύλα με την απάντησή σου στη φωτιά των παθών που καίει μέσα του…


Ο κ. Στυλιανός Παπαθεμελής είναι βουλευτής και πρώην υπουργός.