Το δράμα του Νίκου Πλουμπίδη («Μπάρμπα»), ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ και καθοδηγητή του παράνομου μηχανισμού του κόμματος μετά τον Εμφύλιο (1949) και μέχρι την έλευση στην Ελλάδα του Νίκου Μπελογιάννη (1950), συμπυκνώνει τις τραγικές συνθήκες και τις οδυνηρές αντιφάσεις μιας εποχής που έφερε το βάρος της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος, του άκρατου αντικομμουνισμού και της μισαλλοδοξίας, των διώξεων και της ηθικής και φυσικής εξόντωσης των αριστερών και βεβαίως της δραστήριας ανάμειξης στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας του αμερικανικού παράγοντα που είχε μπει δυναμικά στο παιχνίδι παίρνοντας τη σκυτάλη από τους Βρετανούς.
Το μαρτύριο του Πλουμπίδη έχει ωστόσο και μια επιπλέον διάσταση: το γεγονός ότι οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα στιγματισμένος όχι μόνο από τους διώκτες του –καταδικάστηκε δις εις θάνατον για «κατασκοπεία» (ΑΝ 375) και για ανασύσταση του ΚΚΕ (ΑΝ 509) –αλλά και από την ηγεσία του κόμματος (ως «προβοκάτορας», «χαφιές» και «πράκτορας»), το οποίο τίμησε μέχρι την τελευταία στιγμή φωνάζοντας προτού πέσει νεκρός από τις σφαίρες: «Ζήτω το ΚΚΕ».

«ΠΟΤΕ μου ΔΕΝ υπήρξα προδότης»

Ο Νίκος Πλουμπίδης ή «Μπάρμπας», όπως τον αποκαλούσαν στο ΚΚΕ, εκτελέστηκε το Σάββατο 14 Αυγούστου 1954, στις 05.23 τα ξημερώματα, στο Δαφνί, στη θέση Αγία Μαρίνα, «εν τω συνήθη τόπω των εκτελέσεων», σε ηλικία 52 ετών, χωρίς να μεταλάβει και χωρίς να δεχθεί να του δέσουν τα μάτια. Η τελευταία του επιθυμία ήταν να πουν στο παιδί του, έξι ετών τότε, ότι ο πατέρας του ήταν ένας τίμιος αγωνιστής και ότι δεν φέρει κανένα βάρος στη συνείδησή του.
«Μη λυπάστε, εγώ τώρα θα ησυχάσω. Σας εύχομαι όλων ευτυχία. Ο θάνατος είναι μια αλλαγή της ύλης. Ετσι είναι» έγραφε στο υστερόγραφο του τελευταίου γράμματος προς τους αγαπημένους του, λίγες ώρες πριν από την εκτέλεσή του, όταν τον ξύπνησαν για να ετοιμαστεί. «Εκείνο που έχω να σας πω είναι ότι ΠΟΤΕ μου ΔΕΝ υπήρξα προδότης, όπως με αποκαλούν οι κατήγοροί μου. Πάντα υπηρέτησα πιστά την ιδεολογία μου πιστεύοντας ότι εξυπηρετώ τον λαό» έγραφε, δηλώνοντας ακόμα: «Συγχωρώ τους κατηγόρους μου για τις πίκρες που μου ‘δωσαν την ώρα που χρειαζόμουν συμπάθεια και κατανόηση».
Ηταν η ανθρώπινη διάσταση απέναντι στην ανελέητη επίθεση που είχε δεχθεί από τον Νίκο Ζαχαριάδη με άδικες και ανυπόστατες κατηγορίες, την ώρα που εκείνος έδινε με αξιοπρέπεια και μεγαλείο που συγκινούσε ακόμα και τους ορκισμένους εχθρούς του ΚΚΕ τη μάχη στο στρατοδικείο υπερασπιζόμενος τις αρχές και την ιδεολογία του, ακόμα και αυτή την ηγεσία που τον είχε αποκηρύξει, δίχως να την αμφισβητήσει ώστε να μη δώσει τη δυνατότητα στους διώκτες του να εκμεταλλευθούν μια δημόσια αντιδικία μαζί της.

Στο στόχαστρο του Ζαχαριάδη

Ο Πλουμπίδης, στέλεχος της παλαιάς φρουράς, βρισκόταν καιρό στο στόχαστρο του Ζαχαριάδη. Οταν στις 12 Μαρτίου 1952 έστειλε το γνωστό ανοιχτό γράμμα για να γλιτώσει τον Νίκο Μπελογιάννη από το εκτελεστικό απόσπασμα (εκτελέστηκε στις 30 Μαρτίου 1952 μαζί με τους Νίκο Καλούμενο, Δημήτρη Μπάτση και Ηλία Αργυριάδη), δηλώνοντας ότι εκείνος ήταν ο καθοδηγητής του παράνομου μηχανισμού και όχι ο Μπελογιάννης και ότι αν μετατρεπόταν η θανατική καταδίκη του τότε θα παραδινόταν στην Ασφάλεια, ο Ζαχαριάδης έσπευσε να χαρακτηρίσει το γράμμα πλαστό και κατασκευασμένο. Και όταν στις 25 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου ο «Μπάρμπας» έπεσε στα χέρια της Ασφάλειας, η ηγεσία του κόμματος τον αποκηρύττει και τον καταγγέλλει δημοσίως ως «από 27ετίας πράχτορα της Ασφάλειας μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ».
Για τον Πλουμπίδη όμως η στάση αυτή, όσο βαριά κι αν ήταν, συνιστούσε μια δικαιολογημένη προσπάθεια να προφυλαχθεί το κόμμα από έναν «υποτιθέμενο εχθρό» αν και βασιζόταν σε «λαθεμένες ενδείξεις» και «υποβολιμαίες πληροφορίες από εχθρούς του κόμματος για να το βλάψουν». Καρτερικά έκανε «σεβαστή» την κομματική θέση «οσοδήποτε οδυνηρή κι αν είναι», όπως έγραφε ο ίδιος, προκρίνοντας την ενότητα και την εμπιστοσύνη στην ηγεσία του κόμματος, το οποίο «όταν θα ελέγξει τα πράγματα θα αναγνωρίσει τα λάθη του και θα αποκαταστήσει την αλήθεια, ανεξάρτητα αν εγώ στο μεταξύ θα ‘χω πεθάνει κάτω από το στίγμα του προδότη».

Ο κομματικός ραδιοσταθμός αμφισβήτησε τον θάνατό του

«Τιμή μου εγώ έχω πάνω απ’ όλα την τιμή του κόμματος» έγραφε ο Πλουμπίδης, κάτι που έκανε πράξη κατά την ακροαματική διαδικασία στη δίκη του που ξεκίνησε στις 24 Ιουλίου 1953 και τελείωσε στις 3 Αυγούστου του ίδιου χρόνου. Παρά τη βεβαρημένη κατάσταση της υγείας του λόγω της φυματίωσης που τον ταλαιπωρούσε επί χρόνια, με συνεχείς αιμοπτύσεις και εμφανή ταλαιπωρία, δεν λύγισε ούτε στιγμή.
Οι συνεχείς διαρροές από την Ασφάλεια προς τον Τύπο της εποχής με κατευθυνόμενες πληροφορίες και κατασκευασμένες συνεντεύξεις και το όργιο προπαγάνδας που τέθηκε σε λειτουργία προκειμένου η Ασφάλεια να εκμεταλλευθεί στο έπακρο τη διάσταση του Ζαχαριάδη με το ηγετικό στέλεχος δεν πτόησαν τον αταλάντευτο κομμουνιστή Πλουμπίδη που μέχρι τέλους υπερασπίστηκε το ΚΚΕ και τον ηγέτη του, ο οποίος αμφισβήτησε ακόμα και την εκτέλεσή του: «Ο Πλουμπίδης δεν πέθανε, αλλά μεταφέρθηκε στην Αμερική, όπου γεμίζει τις μέρες και τις τσέπες του με το πικρό αντίτιμο της προδοσίας» μετέδιδε ο κομματικός ραδιοσταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» που εξέπεμπε από το Βουκουρέστι, όπου και η έδρα της εξόριστης καθοδήγησης του ΚΚΕ, παρότι δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες φωτογραφίες με τον εκτελεσθέντα.
Στις 25 Ιουλίου 1952, τέσσερις μήνες πριν από τη σύλληψη του Πλουμπίδη, το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚΕ τον είχε διαγράψει από μέλος του κόμματος καταγγέλλοντάς τον ως «χαφιέ, προβοκάτορα και προδότη» και είχε αναθέσει σε επιτροπή να συγκεντρώσουν περαιτέρω υλικό για τις «προβοκατόρικες μέθοδές του». Τον κατηγορούσε μάλιστα ότι «έστειλε τον Ν. Μπελογιάννη και δεκάδες άλλα στελέχη του ΚΚΕ στο εκτελεστικό απόσπασμα». Και συγκεκριμένα ότι «παρέδωσε τον Μπελογιάννη στην Ασφάλεια»: «Ο Μπελογιάννης, αν και ήταν προειδοποιημένος, δεν φυλάχτηκε απ’ την πλευρά του Πλουμπίδη και πιάστηκε» αποφαινόταν η ζαχαριαδική ηγεσία, κατηγορώντας επίσης ότι απέτρεψε την υποψηφιότητα Μπελογιάννη στον συνδυασμό της ΕΔΑ από κοινού με τον Μιχάλη Κύρκο (Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα) στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951, όταν είχε ήδη συλληφθεί προκειμένου να σωθεί από το εκτελεστικό απόσπασμα. Δύο χρόνια στοιχειοθετούσαν τις κατηγορίες εις βάρος του για να καταλήξουν στο ότι «ο Νίκος Πλουμπίδης ή Μπάρμπας είναι παλιός προβοκάτορας στο ΚΚΕ, ίσως ένας απ’ αυτούς που με τη δημιουργία της Αστυνομίας Πόλεων η αγγλική αστυνομική αποστολή κατάρτισε και έστειλε στο ΚΚΕ, της σειράς Μάθεση – Σιάντου – Βαφειάδη – Καραγιώργη», οι οποίοι επίσης είχαν κατηγορηθεί ως «πράκτορες».

Τον θεωρούσαν συνεργάτη του «ταξικού εχθρού»

Σε ένα κλίμα βαθιάς παρανομίας, με ισχυρά χτυπήματα της Ασφάλειας κατά του παράνομου δικτύου του ΚΚΕ, καθώς είχε κατορθώσει να διεισδύσει στις γραμμές του, ήταν μάλλον θέμα χρόνου η σύλληψη του Πλουμπίδη. Με τη χαφιεδολογία και την πρακτορολογία να οργιάζουν, ο Πλουμπίδης για τον Ζαχαριάδη και άλλα στελέχη της ηγεσίας, όπως ο Βασίλης Μπαρτζιώτας και ο Δημήτρης Βλαντάς, ήταν ο άνθρωπος της Ασφάλειας που είχε από παλιά «δημιουργήσει και καλλιεργήσει τη φήμη του «μάρτυρα-φυματικού» και του στυλοβάτη του ΚΚΕ».
Ο Πλουμπίδης δεν είχε γλιτώσει και από πιο άθλιες συκοφαντίες, όπως αυτά που του καταλόγιζε ο Μπαρτζιώτας εμφανίζοντάς τον ως «ανήθικο και έκφυλο» και «τύπο κουτσομπόλη που μιλάει για ερωτοδουλειές». Εν ολίγοις ήταν εδραιωμένη από καιρό στην ηγεσία του κόμματος η άποψη ότι ο Πλουμπίδης ήταν συνεργάτης του «ταξικού εχθρού». Ακόμα και το ότι έγινε μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος (από το 1938 έως το 1945) με πρόταση του επίσης χαρακτηρισμένου ως «προβοκάτορα» Γιώργη Σιάντου, που ουσιαστικά ηγείτο του κόμματος, καθώς ο Ζαχαριάδης ήταν στις φυλακές, ήταν αρκετή ένδειξη για τον τελευταίο ότι επρόκειτο για «πράκτορα».
Ποτέ άλλωστε δεν είχε ξεχάσει ότι Πλουμπίδης είχε πάρει αποστάσεις από το περίφημο γράμμα του 1940 (το είχε χαρακτηρίσει πλαστό, ενώ αργότερα αναγνώρισε το λάθος του) με το οποίο ο Ζαχαριάδης καλούσε να δώσουν όλοι τις δυνάμεις τους στον πόλεμο κατά του φασισμού που διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά. Τον κατηγορούσε δε ακόμα ότι αυτός πρόδωσε το παράνομο δίκτυο ασυρμάτων του ΚΚΕ που ανακαλύφθηκε από την Ασφάλεια τον Νοέμβριο του 1951 και ενώ ο Μπελογιάννης είχε ήδη συλληφθεί, κάτι που συνετέλεσε στο να «στοιχειοθετηθεί» εις βάρος του η κατηγορία της «κατασκοπείας» και να οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα παρά τις διεθνείς εκκλήσεις και πρωτοβουλίες για τη σωτηρία του.

«Εκαμε κακό από κουταμάρα»

Παρά τα όσα τού καταλόγιζε η ηγεσία, η σύλληψη του Πλουμπίδη ήταν προϊόν προδοσίας. Μετακινούμενος από σπίτι σε σπίτι και απομονωμένος από το ίδιο του το κόμμα μετά την ανακάλυψη των ασυρμάτων, ο Πλουμπίδης βρέθηκε τον μοιραίο Νοέμβριο του ’52 σε ένα σπίτι που κατά καιρούς χρησιμοποιούσε: το σπίτι της Ειρήνης Χάνου στην οδό Πρεβέζης 14 στον Κολωνό. «Σήμερα είναι Χριστούγεννα. Βρίσκομαι ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Λίγα λόγια για τη σύλληψή μου. Η σύλληψή μου οφείλεται σε χαφιεδισμό. Η Χάνου έκαμε κακό από κουταμάρα» θα γράψει ο Πλουμπίδης από τις φυλακές του σανατορίου της «Σωτηρίας», όπου κρατούνταν. Για τον κουνιάδο του Δημοσθένη Παπαχρίστου, στον οποίο απευθύνονταν οι επιστολές από τη «Σωτηρία» (δημοσιεύθηκαν το 1997), «η Χάνου ήταν ύποπτη και ίσως ήταν πράκτορας της Ασφάλειας». Για τον ίδιο σκοτεινός ήταν και ο ρόλος «μιας νοσοκόμας, φίλης της Χάνου». Σε κάθε περίπτωση, όπως πίστευε, «η σύλληψή του έγινε ύστερα από προδοσία», αν και «δεν είναι ξεκάθαρο ποιος ήταν ο προδότης και αν εισέπραξε αμοιβή για την προδοσία του».

Η κομματική καταδίκη και η μετά θάνατον αποκατάσταση

Εκτός από το ζήτημα της προδοσίας υπήρχε και το σκέλος της κομματικής καταδίκης, η διοχέτευση πληροφοριών προς τον Ζαχαριάδη από «χαφιέδες που ζουν μέσα στο κόμμα», ο οποίοι, όπως έγραφε ο Πλουμπίδης, «φορτώνουν σε μένα τις ζημιές που κάνουν αυτοί στο κόμμα». Ο ίδιος πίστευε ότι το ΠΓ «είχε τις λανθασμένες του ενδείξεις, έπαιρνε και τις καλά σερβιριζόμενες πληροφορίες, δεν ήταν κοντά να τις ελέγξει, ήρθε η σύλληψή μου και πάτησε την πεπονόφλουδα». Γνώριζε ότι κάποιοι έστελναν «στοιχεία» στον Ζαχαριάδη διαβάλλοντας ή αμφισβητώντας τον ρόλο του.

«Μερικοί, παρουσιαζόμενοι σαν εκπρόσωποι του κόμματος, άρχισαν να μιλούν για χαφιέ Πλουμπίδη και ανάμεσά τους οι Επονίτες» έγραφε. Μέσα σε αυτούς ήταν και ο Σταύρος Κασιμάτης, επικεφαλής του δεύτερου κομματικού κέντρου του εκτός νόμου ΚΚΕ που είχαν δημιουργήσει οι «νεολαίοι», ο οποίος κατηγορούσε τον Πλουμπίδη για παραβίαση των συνωμοτικών κανόνων, κάτι που οδηγούσε στην υποψία ότι ήταν χαφιές.
Αλλά και ο αναφερόμενος ως «Φ.» είχε πει στις εκλογές του 1951, όπως έγραφε σε ένα από τα γράμματά του ο Πλουμπίδης, ότι «ο Πλ. είναι χαφιές» (εικάζεται ότι πρόκειται για τον Κώστα Φιλίνη). Οι κατηγορίες αυτές είχαν φθάσει μέχρι και τον Μπελογιάννη, ο οποίος όμως ουδέποτε τις αποδέχθηκε. Αλλά και από το ΚΚΕ που εξέτασε στο πλαίσιο του δεύτερου τόμου του Δοκιμίου Ιστορίας του κόμματος το 2011 την υπόθεση Πλουμπίδη, αναφέρεται ότι στελέχη του κόμματος από την Ελλάδα διοχέτευαν πληροφορίες σχετικά με τον ρόλο του, κάτι στο οποίο πάντως βοηθούσε και η στάση του και συγκεκριμένα η παραβίαση του «κομματικού-καταστατικού πλαισίου».
Η αποκατάστασή του ήρθε μετά την αποκαθήλωση Ζαχαριάδη το 1956. Στο πόρισμα που συνέταξαν οι Μ. Βατουσιανός και Ν. Κωτούζας το 1957, προτείνονταν η ακύρωση της απόφασης διαγραφής του Πλουμπίδη και η αποκατάστασή του στο κόμμα και στην Κεντρική Επιτροπή, της οποίας ήταν μέλος, καθώς και «να παρθούν κομματικά και οργανωτικά μέτρα για τους Μπαρτζιώτα Β. και Βλαντά Δ. που μαζί με τον Ζαχαριάδη χρησιμοποίησαν αντικομματικά μέσα και απαράδεχτες μέθοδες για το ΚΚΕ για τη συκοφάντηση και εξόντωση του Νίκου Πλουμπίδη». Το 1958 η 9η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ αποκατέστησε τη μνήμη του θεωρώντας αστήρικτες και συκοφαντικές τις κατηγορίες που του είχαν αποδοθεί από το «ανώμαλο εσωκομματικό καθεστώς» που επικρατούσε, κάτι όμως που περιόριζε το πλαίσιο ερμηνείας των τραγικών αυτών γεγονότων, αφού όπως διαπίστωνε το 2011 το ΚΚΕ, η 9η Ολομέλεια «δεν ανέλυσε σωστά τη γενεσιουργό βάση», που δεν ήταν άλλη από την «ιδεολογικοπολιτική διαπάλη που διεξαγόταν στο ΚΚΕ μέσα στις σκληρότατες συνθήκες της παρανομίας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ