Με ατμόσφαιρα… «βρόμικου» 1989 οδηγούμαστε στις επόμενες εκλογές, είτε αυτές γίνουν πρόωρα μέσα στο 2018 είτε κάποια στιγμή μέσα στο 2019.

Τότε σχεδόν 30 χρόνια πριν, το προεκλογικό κλίμα στις αλλεπάλληλες εκλογικές μάχες είχε σφραγιστεί από τον αντίκτυπο του σκανδάλου Κοσκωτά, καθώς τόσο η ΝΔ του Κώστα Μητσοτάκη όσο και ο Συνασπισμός με επικεφαλής τους Φλωράκη και Κύρκο θεωρούσαν ότι γύρω από το αίτημα της «κάθαρσης» μπορούσε να αλλάξει ο πολιτικός συσχετισμός και κυρίως να μειωθεί η πολιτική επιρροή και η εκλογική δύναμη του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.

Σήμερα, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ επενδύουν κατεξοχήν στην αναζήτηση σκανδάλων σε βάρος αλλήλων, εκτιμώντας ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουν να βελτιώσουν την εκλογική τους επιρροή, δεδομένης της ιδιαίτερα απαξιωτικής εικόνας που έχει η κοινωνία για τη «διαπλοκή».

Δείχνουν μάλιστα να μην θυμούνται τη χαρακτηριστική αποστροφή του αείμνηστου Χαρίλαου Φλωράκη πως «όταν κατουράς στη θάλασσα, θα το βρεις στο αλάτι». Με αυτή τη φράση ο βετεράνος κομμουνιστής ηγέτης ήθελε να υπογραμμίσει ότι η σκανδαλολογία είναι πάντοτε ένα δίκοπο μαχαίρι, καθώς μπορεί να τη χρησιμοποιείς εναντίον των αντιπάλων σου αλλά και αυτοί εναντίον σου.

Από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να σταματήσουν να επαναφέρουν στο προσκήνιο των θέμα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της κ. Μαρέβας Μητσοτάκη, εκτιμώντας ότι με αυτό τον τρόπο φθείρουν την εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Στο ίδιο πλαίσιο, αναμένεται και νέος γύρος αποκαλύψεων στοιχείων από την υπόθεση Novartis και μάλιστα με ευθεία σύνδεση με στελέχη των τότε κυβερνήσεων που είναι και σήμερα στελέχη της ΝΔ παράλληλα με την προσπάθεια να αποδειχτεί ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επίσης είχε επαφές και επικοινωνία με τον Φρουζή και την Novartis.

Όμως, και η Νέα Δημοκρατία δείχνει να προκρίνει μια ανάλογη τακτική. Η συνεχιζόμενη για μέρες επίθεση στον πρωθυπουργό με αφορμή το δάνειο των αδελφών του που έτυχε ευνοϊκής ρύθμισης αλλά και το ζήτημα με την πλαστή φορολογική ενημερότητα του εξαδέλφου του πρωθυπουργού κ. Γιώργου Τσίπρα, αυτό ακριβώς υπογραμμίζουν.

Παράλληλα, αφήνουν να εννοηθεί ότι στο στόχαστρό τους είναι και οι «συγκυβερνώντες» ΑΝΕΛ υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν στοιχεία και για την ηγεσία του κυβερνητικού εταίρου.

Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προετοιμαζόμαστε για μια προεκλογική εκστρατεία που θα σφραγίζεται από συνεχείς ανταλλαγές κατηγοριών, από διαρκείς «αποκαλύψεις» και από συνεχές σφυροκόπημα των πολιτικών αντιπάλων ως προς ζητήματα διαπλοκής.

Ο πόλεμος ενάντια στο «παλαιό και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα»

Η κατάσταση αυτή αποτυπώνει τάσεις που είχαν καταγραφεί από καιρό. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήδη από την εποχή των μεγάλων αντιμνημονιακών κινητοποιήσεων είχε φτιάξει το «αφήγημα» ότι για την «ελληνική κρίση» ευθύνεται το «παλαιό και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα» και οι «διαπλεκόμενοι πολιτικοί».

Η απλουστευτική αυτή αφήγηση από τη μια ικανοποιούσε τις φωνές που αναζητούσαν ενόχους για την κατάσταση, από την άλλη επέτρεπε στο ΣΥΡΙΖΑ να προσπερνά εύκολα τα δικά του προγραμματικά κενά ως προς το πώς θα επέφερε την απαλλαγή από τα μνημόνια.

Σήμερα, που ο ΣΥΡΙΖΑ συμπληρώνει σχεδόν μια πλήρη κυβερνητική θητεία στην οποία όχι μόνο αποδέχτηκε τα μνημόνια ως μια αναπόδραστη πραγματικότητα αλλά και ψήφισε και εφάρμοσε πάρα πολλά μέτρα που μόνο ως νεοφιλελεύθερα μπορούν να χαρακτηριστούν, έχει πολύ μεγάλη ανάγκη να συντηρεί την εικόνα ότι «δεν είναι σαν τους άλλους». Αυτό σημαίνει ακόμη πιο επιθετική προσπάθεια να συντηρηθεί η εικόνα μιας «διαπλεκόμενης» και βουτηγμένης στα σκάνδαλα αντιπολίτευσης.

Από τη μεριά της η ΝΔ, έχει ακριβώς για αυτό το λόγο ένα παραπάνω κίνδυνο να επενδύσει στην προσπάθεια «αποδόμησης» της εικόνας εντιμότητας και ακεραιότητας που προσπαθεί να καλλιεργήσει για τον εαυτό του ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε τελική ανάλυση τρία χρόνια στην εξουσία αντικειμενικά διαμορφώνουν κάθε είδους «πειρασμούς» για ένα κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία, όποια και εάν ήταν η αφετηρία του.

Επιπλέον, οι διάφορες προσπάθειες της κυβέρνησης να προσεταιριστεί επιχειρηματίες ιδίως εάν επρόκειτο να επενδύσουν και στον χώρο των ΜΜΕ, επέτρεψε στην ΝΔ να κάνει λόγο για «νέα διαπλοκή».

Άλλωστε, ο χώρος της αριστεράς τις τελευταίες δεκαετίες δεν ήταν αλώβητος έναντι εκείνου του είδους «μικροδιαφθοράς» που συναντούσες στις διάφορες συναλλαγές με το δημόσιο ή στο χώρο των δημοσίων έργων.

Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κυβερνά μόνος του. Η διαδρομή των ΑΝΕΛ και της ηγεσίας του είναι διαφορετική και εύλογα μπορεί κανείς να υποθέσει ότι τα όσα κατά καιρούς καταμαρτυρούνται για «μνημονιακά» κόμματα επίσης επηρεάζουν και το χώρο της «αντιμνημονιακής δεξιάς», συμπεριλαμβανομένων των προνομιακών σχέσεων με επιχειρηματίες.

Η συνολικότερη αμηχανία

Όμως όλα αυτά αποτυπώνουν και μια βαθύτερη αμηχανία και ίσως και τις οδύνες μιας μετάβασης της πολιτική σκηνής σε μια νέα κατάσταση.

Είναι σαφές ότι πλέον τα πραγματικά περιθώρια άσκησης διαφορετικής πολιτικής έχουν σχεδόν εκμηδενιστεί. Η όποια κυβέρνηση έρθει στην εξουσία στις επόμενες εκλογές δεν θα κληθεί απλώς να τηρήσει κάποιους δημοσιονομικούς στόχους αλλά και ένα ολόκληρο συγκεκριμένο και δεσμευτικό φάσμα πολιτικών και μέτρων τα οποία έχουμε αποδεχτεί ότι θα εφαρμόσουμε απαρέγκλιτα καθώς επικρέμεται η δαμόκλειος σπάθη της αρνητικής αξιολόγησης στο πλαίσιο της «ενισχυμένης επιτήρησης».

Στην πραγματικότητα τα κόμματα για ελάχιστα θα μπορούν πραγματικά να διαφωνήσουν στο βαθμό που δέχονται ως αδιαπραγμάτευτο τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας.

Αυτό είναι λογικό να τα ωθεί προς την αντιπαράθεση σε ζητήματα ηθικής, διαφάνειας, αποφυγής της διαπλοκής της.

Με τη σειρά της βέβαια, έστω και αθέλητα, η επικέντρωση στα θέματα συντηρεί και ενισχύει την αντίληψη ότι δεν μπορούν να υπάρξουν πραγματικές διαφορές πολιτικές και ότι λίγο πολύ η μεταμνημονιακή «κανονικότητα» θα δομείται από τους διάφορους «αυτόματους πιλότους» στην οικονομική πολιτική που ήδη έχουν συναποφασιστεί με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ.

Εδώ ίσως βρίσκεται και η πιο κοντινή αναλογία με το 1989. Τότε επίσης το πολιτικό σύστημα ήταν σε μια διαδικασία μετάβασης. Οι μεγάλες διαιρετικές γραμμές και οι έντονες στρατηγικές πολώσεις υποχωρούσαν.

Η περίοδος εκείνη μας έδωσε την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Δικαστήριο, αλλά μας έδωσε και τη συγκυβέρνηση της δεξιάς με την αριστερά αλλά και την οικουμενική κυβέρνηση ως έμπρακτη απόδειξη ότι οι διαχωριστικές γραμμές είχαν αρχίσει να γίνονται πιο θολές.

Από το 1990 και μετά, όσες κραυγές και εάν ακούγονταν στις πολιτικές αντιπαραθέσεις, η αποδοχή της σημασίας της αγοράς, η προτεραιότητα του ιδιωτικού τομέα ως μοχλού ανάπτυξης, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός, η ανάγκη εκσυγχρονισμού των θεσμών, ήταν κοινός τόπος για την κεντροδεξιά, την κεντροαριστερά αλλά και μέρος της Αριστεράς.

Κατά τρόπο ανάλογο, η μετάβαση στην εναλλαγή ανάμεσα σε μια κεντροδεξιά την οποία εκπροσωπεί η ΝΔ και τη νέα κεντροαριστερά την οποία διεκδικεί ο ΣΥΡΙΖΑ, όπου και οι δύο θα μοιράζονταν την ίδια αποδοχή του «μνημονιακού κεκτημένου», περνάει μέσα από μια όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης που όμως όλο και περισσότερο θα εστιάζεται στα ζητήματα του ύφους και του ήθους της εξουσίας και όχι στην ουσία της ασκούμενης πολιτικής.