«Το σχέδιο για την εθνική ανασυγκρότηση προϋποθέτει πλήρη επίγνωση της κατάστασης, όχι απλώς πληροφόρηση γύρω από την κατάσταση, κάτι παραπάνω από αυτό» ανέφερε ο Ευάγγελος Βενιζέλος μιλώνταςστην 5η Ετήσια Οικονομική Διάσκεψη της ΕΕΝΕ, με θέμα «Από την Ανάκαμψη στην Ταχύρρυθμη Ανάπτυξη. Στόχος: Hellas 2021» .
«Και βέβαια, προϋποθέτει πολύ μεγάλη ειλικρίνεια στον πολιτικό και κοινωνικό διάλογο, αποδοχή του εθνικού καθήκοντος αλήθειας, για το οποίο μιλάω ήδη πριν από τις εκλογές του 2009. Για να δούμε λοιπόν πού μπορεί να πάει η χώρα και πού πρέπει να πάει, πρέπει να έχουμε καταγράψει προηγουμένως, με πολύ μεγάλη ακρίβεια, το πού βρίσκεται η χώρα» υπογράμμισε ο κ. Βενιζέλος.
Παράλληλα στάθηκε στην πολιτική της υπερφορολόγησης και της υπερεπιβάρυνσης σε εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που επέλεξε η κυβέρνηση τα τρία τελευταία χρόνια καθώς και στο ψηλό δημοσιονομικό και αναπτυξιακό κόστος που είχε για τη χώρα η ρητορεία της για δήθεν «καθαρή εξόδο».
Επίσης ο Ευ. Βενιζέλος καταλόγισε την κυβέρνηση ότι το χειρότερο που έκανε είναι ότι πήγε από το ένα άκρο στο άλλο, ευνουχίζοντας τη χώρα, στη διαπραγμάτευση για το χρέος.
Αξιοσημείωτη ήταν και η η αναφορά του στην «τριπλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία» που πρέπει να προκύψει από τις επόμενες εκλογές. Ο κ. Βενιζέλος εστιάσε στην μη επίτευξη αυτοδυναμίας για το πρώτο κόμμα, καθώς σε αυτή την περίπτωση «δεν πρόκειται να συμπράξει στην διαχείριση των προβλημάτων της χώρας από την κυβέρνηση και μπορεί αυτή η κυβερνητική πλειοψηφία να βρεθεί εκτεθειμένη στις πιέσεις του βαθύτερου εαυτού της σε σχέση με τα άλλα μεγάλα θέματα που είναι τα ζητήματα τα πολιτειακά, τα συνταγματικά και του εκλογικού νόμου».
Ολόκληρη η ομιλία Ευ. Βενιζέλου
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την πρόσκληση. Ευχαριστώ την Ελληνική Ένωση Επιχειρηματιών, είναι η πέμπτη φορά που μετέχω σε αυτή την ετήσια οικονομική διάσκεψη και χαίρομαι επίσης γιατί ο τίτλος αυτής της ενότητας είναι «Σχέδιο για την Εθνική Ανασυγκρότηση: Η Ελλάδα μετά». Η Ελλάδα μετά είναι η έκφραση που χρησιμοποιούμε στον Κύκλο Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση και ήταν ο τίτλος δύο μεγάλων συνεδρίων που οργανώσαμε, το πρώτο πέρυσι τον Ιούνιο και το δεύτερο φέτος τον Ιούνιο, με τίτλο ακριβώς «Η Ελλάδα μετά». Σας ευχαριστώ, λοιπόν, διπλά.

Προκειμένου να διαμορφωθεί ένα σχέδιο για την εθνική ανασυγκρότηση, πρέπει να ξεφύγουμε από τις κοινοτοπίες, τις γενικότητες και τα εύκολα λόγια, γιατί όλοι λένε εδώ και πάρα πολύ καιρό ποιες είναι οι προϋποθέσεις ανάπτυξης και αναδεικνύουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Από το 2009 έχουν δημοσιευθεί δεκάδες μελετών, έγκυρων οργανισμών, που αναδεικνύουν τις προτεραιότητες, αλλά τίποτα δεν θα γίνει και τίποτα δεν θα μετατραπεί σε εφαρμοσμένη εθνική πολιτική, αν δεν έχουμε αίσθηση της πραγματικότητας. Το σχέδιο για την εθνική ανασυγκρότηση προϋποθέτει πλήρη επίγνωση της κατάστασης, όχι απλώς πληροφόρηση γύρω από την κατάσταση, κάτι παραπάνω από αυτό. Και βέβαια, προϋποθέτει πολύ μεγάλη ειλικρίνεια στον πολιτικό και κοινωνικό διάλογο, αποδοχή του εθνικού καθήκοντος αλήθειας, για το οποίο μιλάω ήδη πριν από τις εκλογές του 2009. Για να δούμε λοιπόν πού μπορεί να πάει η χώρα και πού πρέπει να πάει, πρέπει να έχουμε καταγράψει προηγουμένως, με πολύ μεγάλη ακρίβεια, το πού βρίσκεται η χώρα. Αν αυτό περιλαμβάνει ορισμένες δυσάρεστες επαναλήψεις, συγχωρέστε με, αλλά είναι απολύτως αναγκαίο για τη ροή των συλλογισμών μας. Γιατί χρειάζεται μία αποδεικτική διαδικασία για αυτά που λέμε.

Την τριετία 2015-2018, χάθηκε πολύτιμος εθνικός χρόνος γιατί προκλήθηκε μία δευτερογενής οικονομική κρίση. Εκεί που βρισκόμασταν λίγο πριν την έξοδο από το δεύτερο μνημόνιο, που θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2015, η χώρα εισήλθε σε μία δεύτερη φάση κρίσης. Στη συνέχεια έκανε μία μεγάλη στροφή περί τον άξονα, χωρίς όμως να μπορούμε να πούμε ότι τον Αύγουστο του 2018 η χώρα γυρίζει εκεί που ήταν το Δεκέμβριο του 2014. Η ζημία που προκλήθηκε είναι βαθιά, είναι μεγάλη και είναι διαρθρωτική.

Γιατί όταν λέμε χάθηκε πολύτιμος εθνικός χρόνος, εννοούμε ότι χάθηκε ανεπιστρεπτί η αναπτυξιακή δυναμική που υπήρχε για την περίοδο 2015-2017 και αυτή η απώλεια θα αναπαράγεται για πολλά χρόνια, εξ ού και ο υπολογισμός της βλάβης σε 200 περίπου δισεκατομμύρια, με αναπτυξιακούς όρους, γιατί φυσικά οι υπολογισμοί με δημοσιονομικούς ή χρηματοπιστωτικούς όρους είναι μικρότεροι.

Επιδεινώθηκε επιπλέον δραματικά η καμπύλη του δημοσίου χρέους. Εάν δούμε τη μελέτη βιωσιμότητος του χρέους που δημοσιοποίησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πριν τις εκλογές του 2015 και τη μελέτη που επικαιροποίησε την άνοιξη του 2016, βλέπουμε την πλήρη ανατροπή της καμπύλης. Εκεί που η προβολή έδινε το 2060 ένα χρέος περίπου στο 70% του ΑΕΠ και χρηματοδοτικές ανάγκες οι οποίες δεν ξεπερνούσαν το 10% του ΑΕΠ, είχαμε μία ανατροπή, η οποία οδηγούσε σε ένα χρέος περίπου στο 250% του ΑΕΠ και σε χρηματοδοτικές ανάγκες 60% του ΑΕΠ ετησίως. Και αυτό, παρότι θα μπορούσε να έχει αναδειχθεί η υβριδική κατάσταση του ελληνικού χρέους που είχε επιτευχθεί με την παρέμβαση του 2012. Δηλαδή να διεκδικηθεί η ορθή απεικόνιση του χρέους και να εξηγηθεί –και στις αγορές και στους επενδυτές και στους εταίρους– ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι μία ιδιόρρυθμη κατάσταση, πρόκειται για ένα χρέος που οφείλεται στους θεσμικούς πιστωτές, μόνο το 10% κινείται στην αγορά, ένα χρέος που έχει εξαιρετικά φιλικά επιτόκια, ένα χρέος το οποίο έχει πολύ μεγάλη μέση διάρκεια. Άρα, δεν είχε προβλήματα εξυπηρετησιμότητας το χρέος αυτό, είχε πολύ χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης και, ούτως ή άλλως, θα μπορούσε αυτό να βγει από τη δημόσια συζήτηση. Αντιθέτως τοποθετήθηκε με έναν τρόπο ανεπίγνωστο στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Ξαναέγινε πρόβλημα πολιτικά και ρητορικά και, εν τέλει, ξαναέγινε πρόβλημα και οικονομικά.

Επιβλήθηκαν, έτσι, τα τρία τελευταία χρόνια πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα που προκάλεσαν πολλαπλάσια αρνητικά αποτελέσματα επάνω σε μία κουρασμένη πραγματική οικονομία και πολύ περισσότερο επάνω σε μία κουρασμένη κοινωνία. Γιατί είναι άλλο να λαμβάνεις περιοριστικά δημοσιονομικά μέτρα με πρωτογενές έλλειμμα 10,5% του ΑΕΠ το 2010 και άλλο να λαμβάνεις περιοριστικά μέτρα το 2016 με πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο είχε καταγραφεί από το 2013, τουλάχιστον με όρους διαρθρωτικού πρωτογενούς πλεονάσματος. Αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, γιατί στο διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα η Ελλάδα ήταν πρώτη στον κόσμο, το 2014.

Έτσι, όπως ξέρετε, επιλέχθηκε την περίοδο αυτή η πολιτική της υπερφορολόγησης και της υπερεπιβάρυνσης σε εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, το δεύτερο είναι σημαντικότερο από το πρώτο. Εάν έπρεπε να ξεκινήσουμε από κάπου, πρέπει να ξεκινήσουμε από τη μείωση των εισφορών και όχι από τη μείωση των φόρων. Βεβαίως και η μείωση της φορολογίας είναι πάρα πολύ σημαντική, αλλά το προέχον και επείγον είναι η μείωση των κοινωνικών εισφορών. Οι επιλογές αυτές έγιναν προκειμένου να επιτυγχάνονται τα περιβόητα υπερπλεονάσματα, τα οποία είναι επιλογή της κυβέρνησης, υποτίθεται, παρότι έχουν τελικώς καταγραφεί στο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πρόγραμμα, με πολιτικό στόχο να υπάρχει ευχέρεια αναδιανομής του υποτιθέμενου πλεονάσματος του πλεονάσματος μέσω επιδοματικών πολιτικών αναπαραγωγής της μιζέριας. Πρόκειται για την πιο κραυγαλέα αντιαναπτυξιακή επιλογή.

Τέλος, επιλέχθηκε η ρητορεία της δήθεν «καθαρής εξόδου» με υψηλό δημοσιονομικό και αναπτυξιακό κόστος. Γιατί αυτό που γίνεται τώρα είναι η αφαίμαξη της ρευστότητας, προκειμένου να σχηματισθεί το αποθεματικό ασφάλειας, το cash buffer. Αυτό, όπως αντιλαμβάνεσθε, είναι ένα πρόσθετο βάρος, πέραν του ότι συνιστά και προληπτική επιβάρυνση του χρέους, αντί να έχουμε προληπτική πιστωτική γραμμή, και έχουμε και ένα σχήμα αυστηρής εποπτείας. Η ρητορεία είναι η άρνηση της αποδοχής της πολιτικής πιστωτικής γραμμής, ενώ αυτό που αποφασίσθηκε είναι προληπτική πιστωτική γραμμή με όλα τα κακά της, χωρίς τα καλά της.

Η κυβέρνηση το χειρότερο είναι ότι πήγε από το ένα άκρο στο άλλο, ευνουχίζοντας τη χώρα, στη διαπραγμάτευση για το χρέος. Σάλπισε ήδη από τον Ιούλιο του 2015 την υποχώρηση αυτή, η οποία έγινε δυσμενέστερη όλα τα επόμενα χρόνια. Όλες οι μεταγενέστερες αποφάσεις είναι η μία χειρότερη από την άλλη. Δηλαδή ήταν καλύτερη η απόφαση του Ιουλίου του 2015 και χειρότερες οι τρεις αλλεπάλληλες αποφάσεις του Eurogroup του 2016, 2017 και 2018. Η κυβέρνηση απεδέχθη την αντιστροφή των όρων, δηλαδή, πριν δούμε τα μέτρα για το χρέος και πριν δούμε την απεικόνισή του και τη δυναμική του, συμφωνήσαμε στα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, 3,5% μέχρι το 2022 και μετά κατά μέσο όρο 2,2% μέχρι το 2060 –προσέξτε– με πολύ χαμηλή μέση πρόβλεψη για τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης. Αυτός είναι ο εγκλωβισμός. Ο εγκλωβισμός δεν είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα καθεαυτά, είναι η σύνδεσή τους στις υποθέσεις της μελέτης βιωσιμότητας του χρέους και του μεσοπροθέσμου και μακροπροθέσμου δημοσιονομικού σχεδιασμού, με πάρα πολύ χαμηλή πρόγνωση για το ρυθμό της πραγματικής αύξησης του ΑΕΠ. Αυτό είναι το μεγάλο βάρος που καλείται να διαχειρισθεί η επόμενη κυβέρνηση ή μάλλον οι επόμενες κυβερνήσεις.

Πώς προκύπτει αυτή η πρόγνωση για μία μέση πραγματική αύξηση της τάξεως του 1-1,2% του ΑΕΠ; Προκύπτει, καταρχάς, από την κακή δημογραφική κατάσταση της χώρας και την ακόμη χειρότερη δημογραφική δυναμική της και, δεύτερον, από τις χρονοσειρές της πραγματικής ανάπτυξης τα τελευταία 45 χρόνια. Σου λέει, γιατί η Ελλάδα μετά την κρίση να μπορεί να εμφανίσει καλύτερες επιδόσεις από αυτές που εμφάνισε τα προηγούμενα 50 χρόνια; Άρα, η σύνδεση με έναν χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης είναι ο μακροχρόνιος εγκλωβισμός της χώρας. Δεν θέλω να κάνω εδώ ξανά τη σύγκριση με το τι έγινε το 2012, τα γνωρίζετε όλοι πάρα πολύ καλά τι έγινε και με το PSI και με το OSI και με τη διαμόρφωση αυτού του υβριδικού μεγέθους που λέγεται ελληνικό δημόσιο χρέος.

Τώρα, επάνω σε αυτά όλα έχουμε το πολιτικό σκηνικό. Η κυβέρνηση διανύει την τελευταία της φάση, προφανώς, εκ των πραγμάτων, θεσμικά την τελευταία της φάση και επιδίδεται στην επίμονη και συστηματική προσπάθεια μετακύλισης της ευθύνης για τη λήψη αντιδημοφιλών μέτρων στην επόμενη κυβέρνηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ιστορία της περικοπής των συντάξεων, της περικοπής της λεγόμενης προσωπικής διαφοράς για τους παλιούς συνταξιούχους που θα θίξει πρωτίστως τους συνταξιούχους του δημοσίου, αλλά και τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα, ιδίως αυτούς που έχουν μέσες συντάξεις. Τώρα, πλέον, υψηλές συντάξεις δεν υπάρχουν καθόλου. Αυτό είναι ένα μέτρο που δεν το ψήφισε η αντιπολίτευση, δεν το ψήφισε ούτε η Νέα Δημοκρατία, ούτε το Κίνημα Αλλαγής. Έχουμε καταθέσει και πρόταση νόμου και τροπολογία για την κατάργηση του μέτρου αυτού. Είναι λαϊκισμός αντιπολιτευτικός η επιδίωξη να τεθεί η κυβέρνηση προ των ευθυνών της; Τι κάνει άραγε η κυβέρνηση τώρα; Τι θέλει; Θέλει να καταργηθεί το μέτρο αυτό, άρα να καταργηθεί ο νόμος Κατρούγκαλου που η ίδια ψήφισε και να μην ισχύσει καθόλου και αν χρειαστεί να πάμε σε έναν νέο συνολικό σχεδιασμό για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος ή θέλει απλώς να αναβληθεί το μέτρο ώστε αυτό να πέσει στους ώμους και στην ευθύνη της επόμενης κυβέρνησης; Πρέπει να έχουμε μία απάντηση σε αυτό.

Η δική μου θέση είναι πάρα πολύ καθαρή. Το μέτρο αυτό της περικοπής των ονομαστικών συντάξεων δεν χρειάζεται και δεν χρειάζεται γιατί νομοθετήθηκε παράλληλα με ένα άλλο πολύ πιο βαρύ μέτρο που έχει πολύ μεγαλύτερη απόδοση δημοσιονομική που είναι το μεσοπρόθεσμο πάγωμα των συντάξεων. Από την ονομαστική περικοπή των συντάξεων υποτίθεται ότι το όφελος είναι 1,8 δις, ενώ από το πάγωμα των συντάξεων μέχρι και το 2022 το όφελος είναι 2,8 δις Ευρώ. Το μέτρο όμως δεν είναι δημοσιονομικό, το μέτρο είναι διαρθρωτικό και αφορά τη μακροπρόθεσμη προβολή της σχέσης που έχει η συνταξιοδοτική δαπάνη με το ΑΕΠ. Άρα, πρέπει να κινούμαστε μακροπροθέσμως με την προοπτική η δαπάνη μας, η συνταξιοδοτική, να συγκλίνει με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Αυτό είναι εφικτό, έστω και με χαμηλούς ρυθμούς ετήσιας ανάπτυξης, εάν έχουμε λίγο πιο μακρύ χρόνο παγώματος των συντάξεων, γιατί το μέτρο αυτό μπορεί σε μία μεσοπρόθεσμη βάση να προσφέρει αυτή τη σύγκλιση με τους μέσους όρους της Ευρωζώνης και να έχουμε ένα ορθολογικό ποσοστό του ΑΕΠ ως συνταξιοδοτική δαπάνη. Αυτό είναι εφικτό. Άλλωστε χρειάζεται να θεραπευτούν σημαντικές εσωτερικές αντιφάσεις και ανισότητες του νόμου αυτού –του νόμου Κατρούγκαλου όπως λέγεται– που αφορούν βεβαίως όχι τη συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη, αλλά τον επιμερισμό της, γιατί υπάρχει αναμφίβολα μία τάση να «καταδικάζεται» όποιος έχει πολλά ασφαλιστικά έτη και μέσες αποδοχές και αυτό αφορά φυσικά και τους αυτοαπασχολούμενους που έχουν εισοδήματα που από ένα σημείο και μετά δεν ασφαλίζονται, δηλαδή δεν σε τοποθετούν σε υψηλότερη ασφαλιστική κλάση. Αυτές είναι σημαντικές, ας το πούμε έτσι, εκκρεμότητες που πρέπει να τακτοποιηθούν για να έχουμε ένα λειτουργικό και θα έλεγα δελεαστικό για τον ασφαλισμένο, τον εργαζόμενο δηλαδή, ασφαλιστικό σύστημα που ευνοεί ένα μακρύ ασφαλιστικό βίο και δεν ευνοεί την εισφοροδιαφυγή και την μαύρη εργασία.

Άρα, προφανώς, εμείς δεν κάνουμε μία ρητορική επέμβαση σε σχέση με την κατάργηση της περικοπής, της ονομαστικής, των συντάξεων.

Πρέπει επιπλέον να πω ότι τα τελευταία τρία χρόνια διαμορφώθηκε επίσης και ένα αμήχανο τοπίο στο τραπεζικό σύστημα, με τις τράπεζες να αδυνατούν ακόμη να παίξουν το βασικό τους ρόλο, δηλαδή να δέχονται καταθέσεις από μία εθνική αποταμίευση η οποία εξακολουθεί να είναι αρνητική και να πωλούν δάνεια, καθώς η πιστωτική επέκταση εξακολουθεί να είναι και αυτή αρνητική. Όταν μιλάμε για πιστωτική επέκταση στην πραγματικότητα αναφερόμαστε σε αναδιαρθρώσεις και ανανεώσεις δανείων που τηρούνται ενήμερα και όχι σε πραγματική πιστωτική επέκταση. Αυτό δεν λέω ότι δεν είναι θεραπεύσιμο, είναι θεραπεύσιμο αρκεί να καταλάβουμε ότι η επέμβαση στο δημόσιο χρέος το 2012 επιτρέπει τώρα, μέσα από την αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος, παρά τα μεγάλα λάθη που έγιναν στην πολιτική των ανακεφαλαιοποιήσεων από το 2015 και μετά, να γίνει μία δραστική επέμβαση στο ιδιωτικό χρέος. Η επέμβαση στο ιδιωτικό χρέος επιτρέπεται λόγω της επέμβασης του 2012 στο δημόσιο χρέος. Γιατί μέσα από το μηχανισμό της ανακεφαλαιοποίησης οι τράπεζες έχουν αναλάβει τις ζημίες, έχουν προβλέψεις που φθάνουν περίπου στο 73% των μη εξυπηρετουμένων δανείων. Άρα μπορεί να υπάρχει μία σαρωτική επέμβαση που αφορά τουλάχιστον τα καταναλωτικά και στεγαστικά και τα μικρά επιχειρηματικά δάνεια και μία πιο δυναμική αντιμετώπιση των μεσαίων και μεγάλων επιχειρηματικών δανείων μέσα από την αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας.

Το πρόβλημα όμως της ελλιπούς χρηματοδότησης της ανάπτυξης που διαφαίνεται, γιατί η ανάπτυξη θα είναι δυστυχώς αναιμική και μη επαρκώς χρηματοδοτούμενη, είναι κάτι το οποίο συνιστά, κατά τη γνώμη μου, την πρώτη προτεραιότητα.

Η κυβέρνηση ακόμη και στην ύστατη αυτή φάση, λοιπόν, θέλει να δημιουργήσει συνθήκες ακραίας πόλωσης, κοινωνικού αυτοματισμού και εθνικού διχασμού. Με μικροκομματικές επιλογές πρωτίστως στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Θα μπορούσε να κινηθεί συναινετικά στο ζήτημα του ονόματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, θέλησε να δημιουργήσει μέτωπα και να κάνει εισοδισμό ,εσωτερική παρέμβαση στα κόμματα της αντιπολίτευσης. Και το συνεχίζει αυτό με την εργαλειακή αντιμετώπιση της δικαιοσύνης, το συνεχίζει με τις πιθανές αλλαγές στο Σύνταγμα και με τον ευτελισμό της αναθεωρητικής διαδικασίας, το συνεχίζει με τις επεμβάσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση, στα παιχνίδια με το εκλογικό σύστημα και τις εκλογικές περιφέρειες και ούτω καθεξής.

Απέναντι στην κατάσταση αυτή μπορεί και πρέπει να αντιταχθεί ένα εθνικό σχέδιο όχι απλώς ανάπτυξης, αλλά ανασυγκρότησης. Πρέπει όμως να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις, λίγες και μεγάλες προϋποθέσεις.

Πρώτη προϋπόθεση, η διεξαγωγή εκλογών και ο σχηματισμός μίας άλλης κυβέρνησης, ικανής να εμπνεύσει εσωτερική και διεθνή εμπιστοσύνη, όχι στη βάση της εσωτερικής λαϊκιστικής ρητορείας και του διεθνούς ενδοτισμού, αλλά στη βάση της ικανότητάς της να κινητοποιήσει όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου. Δημιουργικές δυνάμεις δεν είναι μόνον το επιχειρείν, δεν είναι μόνον οι παραγωγικές δυνάμεις, βρίσκονται στα πανεπιστήμια, στον πολιτισμό, στη νεολαία. Βρίσκονται παντού οι δυνάμεις αυτές και πρέπει να κινητοποιηθούν. Όλες οι δυνάμεις που έχουν ως στόχο την πρόοδο του τόπου, αντιλαμβάνονται την ανάγκη για ανταγωνιστική και ισότιμη Ελλάδα μέσα στην Ευρώπη.

Αλλά, αυτή η κυβέρνηση πρέπει να είναι κυβέρνηση στρατηγικής σταθερότητας και άρα τριπλής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Πρέπει να διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία στήριξης της κυβέρνησης, κοινοβουλευτική πλειοψηφία εκλογής του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας και, ει δυνατόν, κοινοβουλευτική πλειοψηφία άμεσης εφαρμογής ενός σύγχρονου, έντιμου και λειτουργικού εκλογικού συστήματος. Από την άποψη αυτή, η επιδίωξη μονοκομματικής κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι αναντίστοιχη προς την κρισιμότητα της εθνικής κατάστασης, αλλά και προς το μέγεθος της πλειοψηφίας που απαιτείται για να υπάρχει κυβερνητική και εθνική σταθερότητα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ηττηθεί στρατηγικά –το έχω πει πάρα πολλές φορές– αλλά η στρατηγική σταθερότητα της επόμενης ημέρας προϋποθέτει συμφωνία όλων των δυνάμεων, που είναι αναγκαίες, γύρω από ένα σχέδιο με εθνικές μεταρρυθμιστικές και, πραγματικά, προοδευτικές στοχεύσεις.

Δεύτερη προϋπόθεση, δυσκολότερη της πρώτης, είναι η ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, που πρέπει να αποκτήσει ξανά στόχο και προοπτική και να υιοθετήσει ένα μεταρρυθμιστικό πρόταγμα, προσέξτε, όχι γιατί αυτό είναι αξιακά σωστό, αλλά γιατί αυτό είναι οικονομικά συμφέρον. Και είναι οικονομικά συμφέρον για τα πιο παραγωγικά στρώματα και για τα πιο αδύναμα στρώματα. Αλλά για να γεφυρωθούν τα πιο παραγωγικά με τα πιο αδύναμα στρώματα και για να έχουμε εθνική πολιτική πρέπει να ανασυγκροτηθεί η αποδεκατισμένη μεσαία τάξη, που είναι ο πραγματικός κοινωνικός εχθρός της σημερινής κυβέρνησης.

Τρίτη προϋπόθεση είναι, όπως είπα, να επιτευχθεί αυτή η συμμαχία όλων των δημιουργικών δυνάμεων της χώρας. Είναι πολύ δυσκολότερο αυτό από το να συνάψεις μία πολιτική συμμαχία, γιατί δεν εκπροσωπούνται οι δημιουργικές δυνάμεις και χρειάζονται πρωτοβουλίες άλλου χαρακτήρα, πιο διορατικές, πιο θαρραλέες, όπου ο ρόλος του επιχειρείν είναι καθοριστικός και δεν αφορά αυτό τις νεοπελατειακές σχέσεις με την κυβέρνηση-η σημερινή κυβέρνηση αυτό το έχει ανυψώσει σε τέχνη περιωπής- ούτε τα κλασικά μέσα του κοινωνικού διαλόγου, συλλογικές συμβάσεις κ.λπ. Αυτό αφορά την κατανόηση ότι η εθνική και κοινωνική αλληλεγγύη είναι οικονομικά κρίσιμη και συμφέρουσα παράμετρος και ότι ο σεβασμός των θεσμών έχει πολύ μεγάλη σημασία. Αυτό περιλαμβάνει και τη δικαιοσύνη, γιατί τα παιχνίδια με τη δικαιοσύνη είναι τα κρίσιμα και στην προσέγγιση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας.

Εφόσον διαμορφωθούν αυτές οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις, όλες οι άλλες –δημοσιονομικές, φορολογικές, ασφαλιστικές, θεσμικές, διοικητικές, χωροταξικές, χρηματοπιστωτικές, χρηματοοικονομικές– είναι εφικτές. Προσέξτε, είναι εφικτή και η αλλαγή του δημοσιονομικού πλαισίου; Είναι επαναδιαπραγματεύσιμο το δημοσιονομικό πλαίσιο; Είναι, καταρχάς γιατί, όπως λέγαμε πάντα με τον Charles Dallara του IIF, όταν διαπραγματευόμασταν τα ζητήματα του χρέους και του μεγάλου κουρέματος, πάντα οι μελέτες βιωσιμότητος του χρέους είναι κάτι μεταξύ επιστήμης και τέχνης, έχουν ένα διαισθητικό στοιχείο. Όταν κάνεις πρόγνωση 45 ετών, όταν κάνεις πρόγνωση μέχρι το 2060, προφανώς οι υποθέσεις είναι εν πολλοίς αυθαίρετες. Άρα, οι δεκαετίες έχουν σημασία.

Λοιπόν, έχουμε μία δεκαετία μπροστά μας μέχρι το 2032, αλλά η βελτίωση του πλαισίου πρέπει να αρχίσει τώρα και πρέπει να αρχίσει από τον παρανομαστή, πρέπει να κοιτάξουμε ξανά το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. Δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε με την παραδοχή ότι, ούτως ή άλλως, θα έχουμε αναιμική ανάπτυξη και άρα, πάμε σε ένα σχήμα με αναιμική ανάπτυξη και μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα. Θα πρέπει να καταλάβουν και οι συνομιλητές μας, οι εταίροι μας, ότι υπάρχει μία άλλη προσέγγιση, μία προσέγγιση που υπακούει σε μία αναπτυξιακή λογική, όχι ρηματική αλλά οικονομική, πρακτική, και άρα μπορεί να γίνει αυτή η βελτίωση του πλαισίου μέσα στο οποίο κινούμαστε, γιατί, πράγματι, αυτό στηρίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη. Άρα, για αυτό απαιτείται εστίαση στις προτεραιότητες και καθαρός λόγος.

Για να κλείσω, μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί να υπάρξει «Ελλάδα μετά» και το έθνος μπορεί να αποκτήσει ένα εγερτήριο αφήγημα εν όψει της επετείου των 200 ετών από την Επανάσταση της Ανεξαρτησίας. Σας ευχαριστώ πολύ.-

***

Απ. Μαγγηριάδης (δημοσιογράφος): Απαντήσατε ήδη στις ερωτήσεις που ήθελα να κάνω . Μόνο μια ερώτηση για την τριπλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που είπατε ότι πρέπει να προκύψει από τις επόμενες εκλογές και λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα είπατε και προηγουμένως για το κλίμα έντασης και διχασμού που καλλιεργείται από την παρούσα κυβέρνηση, υπό ποιες προϋποθέσεις μπορείτε να δείτε αυτή την τριπλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία να πραγματώνεται τελικά στην επόμενη Βουλή; Ευχαριστώ.

Ευ. Βενιζέλος: Πρέπει οι προϋποθέσεις να είναι αριθμητικές. Δηλαδή πρέπει να υπάρχει στην επόμενη Βουλή ένας συσχετισμός δυνάμεων που διασφαλίζει αυτήν την τριπλή πλειοψηφία. Στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είναι το αντίστροφο, είναι να μην μπορεί να παρεμποδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ στην επόμενη περίοδο τον σχηματισμό κυβέρνησης, την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και μία συμφωνία για το εκλογικό σύστημα στην οποία θα μπορούσε να προσχωρήσει πιεζόμενος από τις καταστάσεις. Άρα λοιπόν πρέπει, από την άλλη οπτική γωνία, να υπάρχουν επαρκείς δυνάμεις στο Κοινοβούλιο που να μπορούν να διασφαλίσουν ένα κυβερνητικό πρόγραμμα σοβαρό, προοδευτικό πραγματικά, με εθνικά προτάγματα, μεταρρυθμιστικά προτάγματα, με ικανότητα συζήτησης και αλληλοκατανόησης με τους εταίρους, που να εμπνέει εμπιστοσύνη και στην κοινωνία και στις αγορές και στους συνομιλητές, που να μπορεί να διαχειριστεί με εθνική συνείδηση και ιστορική ας το πούμε γνώση, τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και να μπορεί να κάνει και όλα τα άλλα. Διότι, εάν υπάρξει μία αυτοδύναμη μονοκομματική πλειοψηφία, κανείς δεν πρόκειται να συμπράξει στην διαχείριση των προβλημάτων της χώρας από την κυβέρνηση και μπορεί αυτή η κυβερνητική πλειοψηφία να βρεθεί εκτεθειμένη στις πιέσεις του βαθύτερου εαυτού της σε σχέση με τα άλλα μεγάλα θέματα που είναι τα ζητήματα τα πολιτειακά, τα συνταγματικά και του εκλογικού νόμου.