Στην περίοδο της έντονης ανησυχίας των πολιτών για ζητήματα που βρίσκονται στην επικαιρότητα και αφορούν την οικονομία,την ανεργία,την εξωτερική πολιτική,το προσφυγικό και την τραγική κατάσταση στις δομές υγείας και πρόνοιας, έρχεται να προστεθεί το μόνιμο πρόβλημα της παιδείας.

Πρέπει να τονιστεί ότι ο χώρος της εκπαίδευσης ή της παιδείας όπως συνηθίζεται να αποκαλείται – αν και παιδεία είναι κάτι ευρύτερο από τις συμβατικές υποχρεώσεις της Πολιτείας για τη μετάδοση της γνώσης –υπήρξε διαχρονικά πεδίο αντιπαράθεσης τόσο για ρυθμιστικά όσο και για ιδεολογικά θέματα.Οι παθογένειες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος ταλαιπωρούν μαθητές,φοιτητές,γονείς και εκπαιδευτικούς την ίδια στιγμή που οι πολιτικές δυνάμεις αδυνατούν να βρουν ένα μίνιμουμ εθνικής συνεννόησης έστω σε κάποια βασικά προβλήματα που άπτονται στις αρμοδιότητες του Υπουργείου Παιδείας,Έρευνας και Θρησκευμάτων.

Κάθε συζήτηση με αντικείμενο κάθε φύσεως κοινωνικό θέμα συνήθως καταλήγει με την «πολυφορεμένη φράση» «όλα είναι θέμα παιδείας» παραπέμποντας στην ουσία στο σύστημα εκπαίδευσης της χώρας.Η παιδεία βεβαίως δεν είναι μόνο το σύστημα εκπαίδευσης,αλλά και η οικογένεια,τα κοινωνικά ερεθίσματα,τα μέσα ενημέρωσης και οτιδήποτε άλλο επηρεάζει την ψυχοσύνθεση και τη μόρφωση των ανθρώπων.Βεβαίως το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην αντιμετώπιση των προβλημάτων εστιάζεται στην κρατική ευθύνη και στις παρεμβάσεις που μπορούν να γίνουν από την Πολιτεία προς τη σωστή κατεύθυνση.

Εξετάζοντας τη σημερινή πραγματικότητα και ερευνώντας την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μπορούμε να προσχωρήσουμε σε μια σειρά παρατηρήσεων και προτάσεων στις οποίες είναι εύκολο να συμφωνήσουμε όλοι αλλά δυστυχώς αδυνατούμε να τις μετουσιώσουμε σε απτά αποτελέσματα.Κανονικά οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός καλού δημόσιου σχολείου για όλους ανεξαιρέτως, πρέπει να αποτελεί φιλοδοξία κάθε νέας κυβέρνησης που δυστυχώς αρκείται συνήθως σε βαρύγδουπες δηλώσεις και αλαλούμ νομοσχεδίων που το ένα αναιρεί το άλλο και δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.

Πρωταρχικά, το σχολείο από το νηπιαγωγείο έως και το λύκειο οφείλει και μπορεί να δώσει στα παιδιά και τους νέους τα βασικά εργαλεία που θα επιτρέψουν την εν συνεχεία διεύρυνση του πεδίου γνώσεων και του πνευματικού ορίζοντα, της κριτικής σκέψης, της ορθολογικής προσέγγισης, της ανάπτυξης της φαντασίας, της δημιουργικότητας, και των καινοτόμων ιδεών.Τη στιγμή όμως που το σύστημα βασίζεται στην αυστηρή μετάδοση πληροφοριών, την αποστήθιση βιβλίων και τη στείρα μεταφορά γνώσεων από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού έως και την τελευταία τάξη του Λυκείου – που μετατρέπεται σε ένα σκληρό εξεταστικό κέντρο – τότε το επίπεδο της ελληνικής παιδείας δεν είναι εφικτό να βελτιωθεί.Σε γενικότερο επίπεδο λοιπόν χρειάζεται η φιλοσοφία της μάθησης να αλλάξει και να προσπαθήσουμε να έρθουμε πιο κοντά σε άλλα συστήματα παιδείας, χωρίς απλώς να προσπαθήσουμε να αντιγράψουμε ξένα μοντέλα,αλλά να προσαρμόσουμε στο δικό μας σύστημα νέες πιο σύγχρονες και πιο φιλελεύθερες μεθόδους.

Εξετάζοντας τα πιο εξειδικευμένα ζητήματα των ελληνικών σχολείων πρέπει να επισημανθούν επιγραμματικά ορισμένες βασικές προϋποθέσεις: Πρώτη προϋπόθεση είναι η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών πέραν του πανεπιστημίου όχι μόνο σε γνωστικό επίπεδο.Αυτή η προϋπόθεση σε συνδυασμό με την απομάκρυνση από τη λογική του ενός βιβλίου,της αυστηρής οριοθέτησης της ύλης και της εξειδικευμένης μεταλαμπάδευσης γνώσεων μπορεί να οδηγήσει σε ένα πιο λειτουργικό και πιο ανθρωπιστικό μοντέλο παιδείας.

Δεύτερον οι χώροι στους οποίους γίνεται η διδασκαλία πρέπει να είναι ασφαλείς, λειτουργικοί,πιο σύγχρονοι και να δημιουργούν θετική προδιάθεση.Αυτή η προϋπόθεση φαντάζει ουτοπική δεδομένης της οικονομικής συγκυρίας της χώρας και της κατάστασης της πλειοψηφίας των σημερινών κτηριακών εγκαταστάσεων στην Ελλάδα, που σε πολλές περιπτώσεις θυμίζουν φυλακές ή αποθήκες.Τρίτον ιδιαίτερη έμφαση απαιτείται να δωθεί στην ποιότητα των σχολείων των φτωχών, υποβαθμισμένων και απομακρυσμένων περιοχών όπου συχνά επικρατεί στις οικογένειες λειτουργικός αναλφαβητισμός και ταυτόχρονα δεν υπάρχουν οι δυνατότητες για επιπλέον ερεθίσματα από άλλες δραστηριότητες ή ασχολίες.

Τέταρτον πρέπει να αναπτυχθούν προγράμματα παράλληλης στήριξης για παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες που μπορούν κάλλιστα να παρακολουθούν μια κανονική τάξη υποβοηθούμενα.Πέμπτον θέλοντας να συμβαδίζουμε με την εποχή και να εκμεταλλευτούμε τις ευκολίες που φέρνουν οι νέες τεχνολογίες, χρειάζεται να καθιερωθεί με μέτρο πάντοτε, η πραγματική χρησιμοποίηση των ευκαιριών που δίνει η τεχνολογία στην απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων. Έκτον – παρά τις πρόσφατες δηλώσεις Υπουργού – θα ήταν ιδιαίτερα θετική η επιστροφή στην ιδέα της ανάδειξης της αριστείας όχι μόνο ως ατομικής πρόκλησης, αλλά και ουσιαστικής συνεισφοράς στην κοινή προσπάθεια.

Σκεπτόμενοι βέβαια αναλυτικότερα το χώρο της Παιδείας μπορούμε να καταρτίσουμε χιλιάδες άλλες προτάσεις και παρατηρήσεις, μερικές εκ των οποίων είναι ιδιαίτερα απλό να εφαρμοστούν.Σε ρεαλιστικό όμως επίπεδο, αυτό που περιμένουμε όλοι οι Έλληνες είναι ότι κάποια στιγμή θα ξεκινήσει μία επί της ουσίας συζήτηση για τα ζητήματα αυτά και θα μπορέσουμε να γίνουμε υπερήφανοι για τα δημόσια σχολεία,παύοντας να θεωρούμε κάθε νέα εκπαιδευτική ιδέα και κάθε προοπτική εξέλιξης, όνειρα θερινής νυκτός. Ασφαλώς σε τέτοια λεπτά και αμφιλεγόμενα θέματα μαγικές και εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν.Χρειάζεται μεγάλη συζήτηση,αρκετός χρόνος,σημαντικές πρωτοβουλίες και αυξημένη πολιτική βούληση από τους κυβερνώντες για να επιτευχθεί ο εκσυχρονισμός και η βελτίωση της παιδείας στη χώρα μας.

Ο κ. Άγγελος Μπαγιάτης είναι φοιτητής Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης