Λίγα χρόνια πριν την – επερχόμενη – άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος, μπροστά στον κίνδυνο προέλασης των Τούρκων, ξεκινάει ένα μακρύ ταξίδι στην ομόθρησκη Δύση, με σκοπό την αναζήτηση βοήθειας.

Είναι μια πολύ συγκινητική στιγμή καθώς είναι η πρώτη φορά που βυζαντινός αυτοκράτορας βγαίνει ο ίδιος από τα σύνορα της αυτοκρατορίας για μη πολεμικό σκοπό. Παντού (Βενετία, Ρώμη, Παρίσι, Λονδίνο) γίνεται δεκτός με τιμές και προ καλεί αισθήματα θαυμασμού και συμπάθειας. Το ταξίδι του όμως δεν έχει κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Το μόνο που αποκομίζει είναι δώρα και κενές υποσχέσεις.

Τότε, ο Μανουήλ αποφασίζει να παίξει, για μιαν ακόμη φορά, το διπλωματικό χαρτί της ένωσης των δύο εκκλησιών, μιας ένωσης που προϋποθέτει για την Ορθόδοξη Ανατολή: α) την αποδοχή του filioque β) την αναγνώριση των πρωτείων του πάπα.

Όταν όμως στέλνει αντιπροσώπους για συζητήσεις, ο πάπας Μαρτίνος Ε΄ δεν τους δέχεται, υποστηρίζοντας ό τι, τυπικά, η ένωση ήδη υφίσταται και ότι αυτό που μένει είναι η πανηγυρική επαναδιακήρυξή της στην Κωνσταντινούπολη. Πράγματι, έχουν ήδη υπάρξει, με διακύβευμα πάντα τις δύο παραπάνω προϋποθέσεις, αντίστοιχες συμφωνίες μεταξύ Ανατολικών και Δυτικών, οι οποίες όμως ποτέ δεν εφαρμόστηκαν από το λαό της Κωνσταντινούπολης ή/και των επαρχιών, και έτσι περιέπεσαν σε αδράνεια (π.χ. επί Μιχαήλ Η΄ ή επί Ανδρόνικου Γ΄).

Το θέμα μένει χωρίς εξέλιξη, ο Μανουήλ πεθαίνει, ως μοναχός, στη μονή του Παντοκράτορα. Οι ιστορικοί λένε ότι υπήρξε ένας από τους πιο συνετούς αυτοκράτορες του Βυζαντίου.

Ο διάδοχός του Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, βλέποντας πια τη συμφορά πιο κοντά παρά ποτέ, αρχίζει νέες διαπραγματεύσεις προκειμένου να εξασφαλιστεί, πάση θυσία, η αποστολή δυτικής βοήθειας κατά των Τούρκων.

Τελικά, τον Ιούλιο του 1437, προσκαλείται η ελληνική αντιπροσωπεία στη Φεράρα. Μας είναι πολύ γνωστά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν, μέσα σε εκρηκτική ατμόσφαιρα, στη σύνοδο, η οποία τελικά μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία (σύνοδος Φεράρας – Φλωρεντίας, 1438-1439), με την ελληνική πλευρά εξαρχής διχασμένη ανάμεσα σε ενωτικούς, με επικεφαλής τον αυτοκράτορα και το Βησσαρίωνα, και σε ανθενωτικούς, με επικεφαλής το Μάρκο Ευγενικό.

Μετά από κάθε συνεδρίαση ο Ιωάννης προσκαλεί τους ιεράρχες σε συσκέψεις και προσπαθεί να τους πείσει να συμφωνήσουν με την ένωση. Αφότου μάλιστα εξασφάλισε γραπτή διαβεβαίωση του πάπα για τη βοήθεια άρχισε να υπόσχεται, να απειλεί, να παραθέτει πλούσια γεύματα, και στο τέλος καταφέρνει να πετύχει ένα κείμενο όπως το ήθελαν οι Λατίνοι. Στις 5 Ιουλίου το κείμενο, με αναγνώριση του filioque και εισαγωγή του στο Σύμβολο της Πίστεως υπογράφεται και επίσημα, να και η αποδοχή των πρωτείων χρειάστηκε άλλες είκοσι μέρες επίπονων διεργασιών.

Όταν όμως οι σύνεδροι γυρίζουν στην Κων/πολη βρίσκουν το λαό ανάστατο, τους ανθενωτικούς να έχουν κυριαρχήσει και να έχουν πείσει λαό και κλήρο ότι οι σύνεδροι ήταν αιρετικοί και αρνησίθρησκοι.

Αλλά και κάποιοι από τους ιεράρχες, όταν γύρισαν έλεγαν: «πεπράκαμεν την πίστην ημών, αντηλλάξαμεν τη ασεβεία την ευσέβειαν…η δεξιά αύτη υπέγραψε, κοπείτω».

Στην ενθρόνιση του νέου, ενωτικού πατριάρχη, του Μητροφάνη, ο ναός ήταν σχεδόν άδειος, οι μητροπολίτες δεν ήθελαν να λειτουργήσουν μαζί του και ο λαός τον αποδοκίμαζε. Το 1443 οι τρεις ανατολικοί πατριάρχες αποκήρυξαν την ένωση και καθαίρεσαν το Μητροφάνη. Και οι άλλες εκκλησίες αποκήρυξαν την ένωση. Οι κληρικοί αρνούνταν να λειτουργήσουν μαζί με τους ενωτικούς κληρικούς.

Φυσικά η βοήθεια δεν ήρθε ποτέ. Όταν ο διάδοχος του Ιωάννη Η΄, Κωνσταντίνος ΙΒ΄ , ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, επικαλέστηκε τη σύνοδο απέναντι στο πάπα Νικόλαο Ε΄ εκείνος του είπε ότι οι Έλληνες αρνήθηκαν το λόγο που έδωσαν. Λίγο αργότερα οι ορδές των Τούρκων έμπαιναν στην Πόλη.

1. Βυζαντινή Ιστορία Β΄ Λυκείου

2. Ι. Αναστασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία.

3. Β.Κ.Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία.