Πολύ συχνά διατυπώνονται ερωτήματα σχετικά με το ρόλο των διανοούμενων στην κοινωνία. Δεν πρόκειται για ελληνικό φαινόμενο, ωστόσο στη χώρα μας, κυρίως λόγω της κρίσης και του πολιτικού εφησυχασμού από την πλειονότητα των πολιτών, ανάγεται σε μείζον ζήτημα. Βέβαια, όλοι αυτοί που εκφράζουν τέτοιες απορίες αισθάνονται μια βεβαιότητα ότι οι δημόσιες παρεμβάσεις των διανοούμενων είναι κάτι τόσο αναγκαίο σε περιόδους ενδοσκόπησης, που με τίποτα δεν πρέπει να το στερηθούμε.

Προσωπικά, δεν είμαι σίγουρος ότι όλοι συμμερίζονται αυτήν τη «βεβαιότητα». Η λέξη «διανοούμενος» είναι κατ’ εμέ ο όρος με τη μεγαλύτερη σημασιολογική ασάφεια που γνωρίζω. Για να μην πω ότι είναι και τελείως άχρηστος για την εποχή μας. Παρ’ ολ’ αυτά, αν προσπαθήσω σχηματικά να περιγράψω έναν κλασικό τύπο διανοούμενου, θα έλεγα ότι είναι άνθρωπος ρομαντικός, μόνιμα οργισμένος, απαισιόδοξος με έντονη δραματικότητα, πιστεύει ότι έχει γνώμη επί παντός επιστητού και είναι οραματιστής μιας ουτοπίας.

Απορρίπτει δίχως δεύτερη σκέψη την πραγματικότητα, γιατί τη θεωρεί πεζή και στοχάζεται σε έναν φαντασιακό τέλειο κόσμο τον οποίο περιγράφει με αοριστολογίες. Στο σημείο αυτό επισημαίνω ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε, φυσικά, ότι οι ουτοπικές ιδεολογίες ήταν αυτές που στο παρελθόν συνέβαλαν στο να αιματοκυλιστεί η ανθρωπότητα… Περνώντας στο σήμερα, βλέπουμε ότι οι πολίτες αδημονούν οι «διανοούμενοι» να αναλάβουν πλήρως την ευθύνη και ως αυθεντίες και γνώστες, να τους καθοδηγήσουν.

Να γίνουν οι ποιμένες του κοπαδιού και να βρουν το μίτο της απόδρασης από το λαβύρινθο της κρίσης. Δυστυχώς, όμως, οι «διανοούμενοι» έχουν να επιδείξουν μόνο ισχυρό δογματισμό, δεδομένες αλήθειες και καμία αυτοκριτική. Υπογράφουν μανιφέστα, υιοθετούν σωτηριολογική ρητορική, διακινούν ιδεολογικά λιπαρά, κραυγάζουν στα τηλεοπτικά επεισόδια, επιθυμούν να προβάλουν τη δημόσια εικόνα τους, να γίνουν «ξακουστοί». Θεωρώ ότι έχει έρθει η ώρα να ξεφύγουμε από τη λογική των πνευματικών ηγετών και των απλών ανθρώπων.

Πρέπει να εργαστούμε όλοι μαζί ως ενεργοί πολίτες και να δώσουμε λύσεις στα προβλήματά μας, τα οποία ήδη γνωρίζουμε και, μάλιστα, ξέρουμε πώς οδηγηθήκαμε σ’ αυτά. Δε χρειαζόμαστε κανέναν «διανοούμενο» να μας θυμίσει τον θουκυδίδειο Επιτάφιο («τον μηδέν τών δε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ αχρείον νομίζομεν»), δηλαδή τα αυτονόητα. Ότι δεν πρέπει να λειτουργούμε απλά ως φορείς δικαιωμάτων, αλλά ως φορείς μιας εύρωστης δημοκρατικής αρετής, για την οποία η συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα έχει εγγενή αξία.

Γι’ αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποπέσουμε στην εσφαλμένη αντίληψη ότι ο πολύπλοκος δημοκρατικός μηχανισμός υποκαθιστά τις πολιτικές αρετές. Ότι δηλαδή το άτομο δεν θα πρέπει να κάνει ιδιαίτερα πράγματα για τα κοινά, καθώς η αναγκαία δημοκρατική επαγρύπνηση βεβαιώνεται ήδη από τους δημοκρατικούς θεσμούς (πχ. ελευθερία του Τύπου, ανεξάρτητη Δικαιοσύνη). Διότι, παρά το γεγονός ότι η πολιτική νομιμότητα μπορεί να γίνεται αποδεκτή ως συνθήκη από τους πολίτες χωρίς ιδιαίτερες ενστάσεις, δεν είναι σίγουρο ότι η Δημοκρατία μπορεί να επιτευχθεί όταν οι πολίτες δεν έχουν καθόλου αρετές. Θέλω να πω ότι αν πάρουμε, για παράδειγμα, την ελευθερία του λόγου, δεν είναι μονάχα οι νόμιμες απαγορεύσεις, αλλά και η αυτολογοκρισία και η δημόσια αδιαφορία που μπορεί να αναστείλουν τον ελεύθερο λόγο!

Όπως γράφει και ο Skinner, «εάν επιθυμούμε να μεγιστοποιήσουμε την ατομική μας ελευθερία, δεν πρέπει να αποθέσουμε τις ελπίδες μας στους ηγεμόνες, αντ’ αυτού θα πρέπει εμείς οι ίδιοι να μπούμε στην πολιτική αρένα». *Ο Μπαξεβάνος Ιωάννης έχει σπουδάσει Φιλολογία στο ΑΠΘ και τώρα είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.