Μια πρόσφατη επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκόνου, ένα από τα παλαιότερα της χώρας στεγασμένο σε νεοκλασικό κτήριο του 1905, μου προξένησε αντίθετα συναισθήματα. Αφ’ ενός με χαροποίησε η ομορφιά των εκθεμάτων του (ιδιαίτερα η μοναδική συλλογή κυκλαδικών αγγείων από τη γεωμετρική εποχή έως τον 6ο αι. π.Χ.), αφ’ ετέρου με δυσανασχέτησε η θέα ενός υγρασιασμένου σε μεγάλη έκταση ντουβαριού με τον φουσκωμένο σοβά να χάσκει πάνω από τα κεφάλια των επισκεπτών!

Ανάλογη δυσαρέσκεια είχα αισθανθεί πριν από κάποια χρόνια στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κέρκυρας με τους πρασινισμένους απ’ την υγρασία τοίχους και τη χιλιοφθαρμένη μοκέτα μιας αίθουσας (ελπίζω στο μεταξύ να έχει το μουσείο σουλουπωθεί).

Δεν είναι οι φανταχτερές προθήκες ή οι μοντέρνοι φωτισμοί που θα συγκινήσουν τον επισκέπτη· είναι πάνω απ’ όλα η νοικοκυροσύνη. Ρομαντικοί καθώς είναι οι περισσότεροι λάτρεις των μουσείων συγκινούνται όταν αντικρίζουν σε μουσεία της Περιφέρειας ωραίες παλαιές ξύλινες προθήκες να φυλάσσουν τα πολύτιμα εκθέματα της περιοχής και χειρόγραφες καλλιγραφικές σημειώσεις να τα επεξηγούν (όπως στη Μύκονο). Δεν επιτρέπεται επομένως το αντίκρισμα ενός ατημέλητου τοίχου ν’ ασκημίζει την όλη εικόνα.

Η Δρ Αλεξάνδρα Ροζοκόκη είναι Διευθύνουσα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής και Λατινικής Γραμματείας στην Ακαδημία Αθηνών