Σ’ ένα κρεβάτι, στη μονάδα ημερήσιας θεραπείας ενός μεγάλου νοσοκομείου, ένας νεαρός (είναι-δεν είναι εικοσιπέντε χρόνων) δέχεται τη φροντίδα μιας νοσοκόμας. Βρίσκεται εκεί για την προγραμματισμένη θεραπεία στην αρρώστια του. Πριν έξι μήνες έχασε τη μητέρα του απ’ την ίδια αρρώστια. Το ίδιο και τον πατέρα του, πριν δύο χρόνια… Βρίσκει τη δύναμη και χαμογελάει, εκπέμποντας μια υποψία αισιοδοξίας. Έχει στο πρόσωπο μια φανερή, ανυπόκριτη έκφραση ευγνωμοσύνης. Για τη ζωή, που του χαρίζει ακόμα την ελπίδα να παλεύει…

Λίγο πιο δίπλα, σε ένα άλλο κρεβάτι, βρίσκεται μια νέα κοπέλα. Καθισμένη στο πλάι της να τη φροντίζει, η μητέρα της. Είχε κι εκείνη αρρωστήσει παλιότερα. Και πέρυσι έχασε την άλλη κόρη της. Τώρα, τρέμει γι’ αυτήν που της απόμεινε…

Μερικά χιλιόμετρα πιο νότια, στο γκρίζο κτίριο μιας δημόσιας υπηρεσίας κάποιας χρεοκοπημένης χώρας, ένας –όχι και τόσο νέος, πια- άντρας φυσάει και ξεφυσάει καθώς τρέχει από γραφείο σε γραφείο. Πρέπει να βιαστεί, να προλάβει το κακό! Πρέπει να τους μιλήσει, να τους κάνει να καταλάβουν το λάθος τους, να τους πείσει πριν να ‘ναι αργά. Στην ανάγκη, ακόμα και να τους απειλήσει!

Η πληροφορία για την επικείμενη συμφορά προέρχεται από άκρως αξιόπιστη πηγή και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: το «σύστημα» προωθεί κάποιον άλλον για προϊστάμενο! Θα πρέπει αυτός τώρα να τους σταματήσει με κάθε μέσο. Έστω κι αν χρειαστεί να καταφύγει σε παρακάλια, σε εκβιασμούς, ακόμα και σε δολοπλοκίες… Κι ας πάει στο διάολο το έλκος του, η πίεσή του, η ίδια η ζωή του! (Τι αξία θα έχει, άλλωστε, αν δεν πάρει αυτός τη θέση;)

Η τραγικότητα της ανθρώπινης ζωής, τελικά, πουθενά δεν φανερώνεται τόσο μεγαλόπρεπη όσο στην ειρωνεία των αντιθέσεών της. Μια ειρωνεία, μάλιστα, που συχνά παίρνει τη μορφή άγριου σαρκασμού, όταν θύτης μαζί και θύμα των αντιθέσεων τυχαίνει να είναι στην εξέλιξη της ζωής του ο ίδιος άνθρωπος.

Παγκόσμιο μνημείο μιας τέτοιας ακραίας αμφιθυμίας της μοίρας αποτελεί, αναμφίβολα, η περίπτωση του Αριστοτέλη Ωνάση. Μα κι όλοι εμείς οι κοινοί θνητοί, με τις μικρές-μικρούτσικες φιλοδοξίες, τις μικρές-μικρούτσικες κακίες, τις μικρές-μικρούτσικες αλαζονείες, τα μικρά-μικρούτσικα οράματα, τη μικρή-μικρούτσικη θέαση του νοήματος της ζωής, κλεισμένοι στα μικρά-μικρούτσικα καβούκια της απέραντης φιλαυτίας μας, αρνούμενοι να υπερβούμε το αυτοκαταστροφικό «Εγώ» που πονηρά μας εμφύτευσε ο Δημιουργός για να δει αν είμαστε άξιοι να το δρασκελίσουμε, αναλώνουμε τις λίγες μέρες αυτογνωσίας που μας χαρίστηκαν σε αναρίθμητες ματαιότητες κι ατέλειωτες ευτέλειες.

Ξεχνώντας πάντα να αναπέμψουμε ένα πολλοστημόριο, έστω, από το οφειλόμενο «ευχαριστώ» για ό,τι μας δόθηκε, γκρινιάζοντας νυχθημερόν για όσα κατά τη γνώμη μας αξίζαμε και δεν μας παραχωρήθηκαν… Ως κάτοχος μερικών ανούσιων διαπιστευτηρίων οιονεί «γνώσης», ομολογώ πως ποτέ δεν έμαθα τίποτα πιο χρήσιμο και πιο αληθινό απ’ όσα μου δίδαξαν οι απλές, καθημερινές, ανθρώπινες σκηνές που μου μετέφεραν επισκέπτες στη μονάδα ημερήσιας θεραπείας κάποιου νοσοκομείου.

Και, από την άλλη μεριά, τίποτα δεν πρόβαλε ποτέ στη συνείδησή μου πιο απωθητικό, μα συνάμα και πιο τραγικό, απ’ τις μικρές, μικρούτσικες, αλαζονικές, εγωπαθείς συμπεριφορές ανθρώπων που πιστεύουν –φευ- πως ανήκουν στους εκλεκτούς που αυτοδίκαια απολαμβάνουν το προνόμιο της αθανασίας, διεκδικώντας, ως εκ τούτου, τα πάντα και μη οφείλοντας τίποτα! Και η θλίψη μεγαλώνει εκθετικά όταν ανάμεσα σ’ αυτούς τους κενόδοξους συναντά κανείς δασκάλους, παιδαγωγούς (και δη «ανώτατους»).

Γιατί είναι αυτοί που, ως μύστες που κατέχουν –υποτίθεται- τις υπέρτατες αλήθειες για το ουσιώδες της ζωής, οφείλουν πρώτοι απ’ όλους να διδάξουν την Σωκρατική ταπεινοφροσύνη και την ματαιότητα της επιδίωξης του ευτελούς. Και είναι εκείνοι, δυστυχώς, που σπανιότερα θυμούνται (ή κι ίσως καταδέχονται) να δώσουν ένα κάποιο παράδειγμα. Έτσι, «για ξεκάρφωμα», που λένε κι οι μαθητές μου!