Η είδηση παρουσιάζει όντως ξεχωριστό ενδιαφέρον. Σε μια συναυλία στο Ηρώδειο προσεχώς (24 Σεπτεμβρίου) θα συνυπάρξουν ως συνθέτες ο δικός μας Μίκης Θεοδωράκης και ο Σεβ. Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίων (Αλφέγιεφ), πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων της Ρωσικής Εκκλησίας. Στη συναυλία θα ερμηνευθούν το Άξιον εστι του Θεοδωράκη και αποσπάσματα θρησκευτικών έργων του Μητροπολίτου Ιλαρίωνα.

Καταγράφω, λοιπόν, εδώ τις αυθόρμητες σκέψεις που μου προκάλεσε η είδηση αυτής της καλλιτεχνικής συνύπαρξης. Ο Μίκης Θεοδωράκης νομίζω πως εξακολουθεί να είναι ένας αριστερός, ο οποίος ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ζωής του το πέρασε ως στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, του Κόμματος δηλ. που ήταν σταθερά προσανατολισμένο στη Σοβιετική Ρωσία του υπαρκτού (και εν πολλοίς άθεου) Σοσιαλισμού. Οι σχέσεις του Θεοδωράκη με την Σοβιετική Ρωσία υπήρξαν στενές και καλλιτεχνικά για πολλά χρόνια. Και ας θυμηθούμε πως απ’ αυτή τη Σοβιετική Ρωσία τιμήθηκε ο Μίκης Θεοδωράκης με το Βραβείο Λένιν (1983) για τους αγώνες του για την ειρήνη.

Ο Μητροπολίτης Ιλαρίων ανήκει στην μετασοβιετική γενιά, αφού ουσιαστικά εμφανίζεται στο εκκλησιαστικό προσκήνιο όταν έχει πέσει ο κομμουνισμός και διαδραματίζει σιγά-σιγά ενεργό ρόλο στην νέα ρωσική εκκλησιαστική πραγματικότητα, με αποκορύφωμα την θέση που κατέχει σήμερα, και την οποία του εμπιστεύτηκε ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος, μια θέση ισχυρή και με διεθνή απήχηση, που προωθεί συστηματικά την πολιτική Πούτιν για Ρωσία «πάση τη κτίσει». Και τι προσφορότερο από την ανέγερση ενός ρωσικού ναού στον τετραπέρατο κόσμο – στα πιο απίθανα σημεία – που σημαίνει ρωσικό έδαφος και – κατά κανόνα – ηχηρή ρωσική παρουσία. Έτσι, το ενδιαφέρον είναι εδώ πως στη συναυλία της 24ης Σεπτεμβρίου θα συνυπάρξουν η σοβιετική και η μετασοβιετική ρωσία, που σημαίνει πτώση του όποιου τείχους, στο όνομα (;) της τέχνης.

Ο Μίκης Θεοδωράκης μάλλον δεν θεωρεί πια πως «η θρησκεία είναι όπιο του λαού» και ο Μητροπολίτης Ιλαρίων τείνει χείρα φιλίας στον πάλαι ποτέ εκπρόσωπο του καθεστώτος που πολέμησε τη Ρωσική Εκκλησία. Άλλωστε, όπως σημειώνεται στο σχετικό δελτίο τύπου για τη συναυλία «οι δύο συνθέτες έχουν επιλέξει αυτά τα βαθιά ουμανιστικά έργα, όπου η τέχνη εκφράζει τη θρησκευτική εσωτερική πνευματικότητα. Δύο χώρες, δύο πολιτισμοί θα εκπροσωπούνται σε αυτή τη συναυλία στην οποία θα εκτελέσουν διακεκριμένοι παγκοσμίως γνωστοί καλλιτέχνες». Άρα η συνύπαρξη αυτή αποτελεί μια …βουτιά (κατάδυση, αν προτιμάτε) στον ουμανισμό και τη θρησκευτικότητα συνάμα, και ταυτόχρονα διάλογο των δύο πολιτισμών (ελληνικού και ρωσικού).

Πάντως το αθηναϊκό κοινό έχει πάρει τον τελευταίο καιρό αρκετές …δόσεις του συνθέτη Αλφέγιεφ, αφού την Κυριακή 10 Απριλίου 2011 πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μια συναυλία με έργα αποκλειστικά του Σεβ. Ιλαρίωνα, ενώ στις 12 Δεκεμβρίου 2012 παρουσιάστηκε πάλι στο Μέγαρο (την δε επομένη 13/12 και στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης) το Ορατόριο των Χριστουγέννων, σε μουσική του Μητροπολίτου Ιλαρίωνα, με αφορμή, μάλιστα, την παρουσίαση του βιβλίου του Πατριάρχη Μόσχας και πάσης Ρωσίας κ. Κυρίλλου «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ -Τα δικαιώματα του ανθρώπου και η αξία του προσώπου» (μτφ. στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εν πλω).

Ο συνδυασμός της παρουσίασης του βιβλίου του Ρώσου Πατριάρχη με τη συναυλία του Σεβ. Ιλαρίωνα δεν συγκαλύπτει, νομίζουμε, αλλά αντιθέτως αναδεικνύει την ρωσική διείσδυση στα καθ’ ημάς μέσω πολιτισμού, γεγονός κατά πάντα θεμιτόν. Άρα, στη συνείδηση των Ελλαδιτών φιλομούσων ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ έχει καταστεί φορέας πολιτισμού και ως εκ τούτου το δελτίο τύπου για τη συναυλία της 24ης Σεπτεμβρίου μας πληροφορεί πως «ο Μητροπολίτης Ιλαρίων Αλφέγιεφ, είναι ο ευρύτερα παρουσιαζόμενος από όλους τους εν ζωή Ρώσους συνθέτες» και αλλού «ένας εκ των σημαντικότερων σύγχρονων Ρώσων συνθετών». Ας με συγχωρέσει ο Σεβασμιώτατος αλλά στους μουσικολογικούς κύκλους διεθνώς δεν επικρατεί αυτή η άποψη. Φίλοι μουσικολόγοι από την Ελλάδα, μάλιστα, μου τηλεφώνησαν ζητώντας πληροφορίες από εμένα – που κατ’ αυτούς ξέρω και τα «εκκλησιαστικά» – γι’ αυτόν τον Δεσπότη – συνθέτη που κάνει τόσο θόρυβο, ενώ μουσικά δεν είναι καθόλου γνωστός.

Ο Μητροπολίτης Ιλαρίων έχει γράψει μέχρι τώρα μόνο επτά έργα, από τα οποία τα πέντε είναι θρησκευτικά και είναι αυτά που παίζονται {τα «Τέσσερα ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα» για φωνή και πιάνο (1984) και το έργο «Memento» για συμφωνική ορχήστρα (2007), δεν έχουν τύχει ευρύτερης δημοσιότητος}. Άρα, ο Μητροπολίτης Ιλαρίων γράφει – και αυτό είναι καθ’ όλα νόμιμο – θρησκευτικές συνθέσεις, σύμφωνα με την πολυφωνική δυτική μουσική παράδοση της Ρωσικής Εκκλησίας, μέσα στην οποία ανδρώθηκε. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν τον καθιστά συνθέτη – στην λόγια εκδοχή που γνωρίζουμε – αφού αυτό απαιτεί άλλου είδους διεργασία και σοβαρή θητεία στη μουσική δωματίου που είναι εντελώς απούσα από την μικρή εργογραφία του Σεβασμιωτάτου.

Αφήνω δε το γεγονός πως οι συνθέσεις του δεν έχουν καμία σχέση με τη ρωσική μουσική πρωτοπορία του 20ου αιώνα, όπως αυτή διαμορφώθηκε από συνθέτες του διαμετρήματος του Σοστακόβιτς ή του Σνίτκε, που σημαίνει πως πρόκειται για μια παρωχημένη μουσική φόρμα, που δεν εισφέρει τίποτα στη σύγχρονη μουσική γλώσσα του 21ου αιώνα. Επομένως, και λυπούμαι που το λέω, η συνθετική δεξιότητα του Σεβ. Ιλαρίωνα είναι πιο πολύ μια επικοινωνιακή υπόθεση παρά μια απτή πραγματικότητα με ουσία και αλήθεια.

Αλλά και οι θρησκευτικές του συνθέσεις ακόμα, που εκθειάζονται από κάποιους, δεν μπορούν καν να συγκριθούν ούτε ως προς τη φόρμα ούτε ως προς την πνευματικότητα με τις ανάλογες του μεγάλου Εσθονού Άρβο Παρτ ή του Άγγλου Τζων Τάβενερ, πράγμα που σημαίνει ότι έχει πολύ δρόμο ακόμα για να βρει τη μουσική του γλώσσα.