Στην εκδήλωση για την 38η επέτειο της ιστορικής Διακήρυξης, ο Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος προέβη σε ομιλία, η οποία μοιραία απευθύνεται σε όλα τα μέλη και φίλους, στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Ως ένας εξ αυτών, διαισθάνομαι την ευθύνη της μικρότητάς μου, καθώς και τη βαθιά ανάγκη να εκφραστώ δημόσια και ξεκάθαρα. Άλλωστε ο συμπυκνωμένος χρόνος που διανύουμε και οι ιστορικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε απαιτούν καθαρές στάσεις και απόψεις.

Θεωρώ ότι η μακροσκελής τοποθέτηση του Προέδρου ενέχει τριών ειδών σφάλματα, τα οποία οφείλω να καταδείξω – αφενός γιατί σέβομαι απόλυτα το θεσμό που εκπροσωπεί, αφετέρου γιατί σέβομαι την υπόστασή μου ως ενεργός πολίτης.

1ο Σφάλμα: Διαδικαστικό Αναντίρρητα, το βασικό ζήτημα για το Κίνημα είναι ο επαναπροσδιορισμός της ιδεολογικοπολιτικής του βάσης.

Κάλλιστα θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει στον Πρόεδρο το δικαίωμα να διατυπώσει πρώτος τη άποψή του ως προς το τι είναι και τι πρεσβεύει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Όταν όμως, στο πλαίσιο της ίδιας ομιλίας, σπεύδει, εμμέσως πλην σαφώς, να «κλείσει» το διάλογο, εκμεταλλεύεται το δικαίωμα του αφέτη για να επιβάλλει την άποψή του – αυτό αποτελεί διαδικαστικό ατόπημα. Αποσαφηνίζει τι εννοεί χαρακτηρίζοντας το προσμενόμενο Συνέδριο «συντακτικό»: σκοπός της όλης διαδικασίας θα είναι απλώς και μόνο η «οργανωτική ανασυγκρότηση» (σελ. 13 στη δημοσιοποιημένη από το Γραφείο Τύπου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ομιλία του Προέδρου).

Υπονοεί προφανώς ότι η βασική συζήτηση για την ιδεολογική ταυτότητα και την πολιτική πρόταση του Κινήματος ολοκληρώνεται με τη χθεσινοβραδυνή τοποθέτησή του. Βεβαίως, οι θιασώτες αυτής της προσέγγισης θα απαντούσαν σε όλους αυτούς τους «περίεργους» που επιμένουν σε ένα Συνέδριο για όλους και για όλα ότι η ιδεολογική συζήτηση ολοκληρώθηκε εν μέσω καλοκαιρινής ραστώνης, μέσα από τις σύντομες τοποθετήσεις όσων τους έλαχε να κληρωθούν στην κατ’ όνομα «Συνδιάσκεψη» της 6ης Ιουλίου, ή μέσα από την πρωτοφανή διαδικασία διαδικτυακής και τηλεφωνικής συλλογής απόψεων.

Προφανώς αυτές οι ελαφρότητες απέχουν πολύ από τις λεκτικές αναφορές σε «ανοικτό κόμμα» που «αναβαθμίζει το ρόλο του μέλους». Επαναλαμβάνω: πράγματι, ο Πρόεδρος του Κινήματος μπορεί να έχει το δικαίωμα του αφέτη του ιδεολογικοπολιτικού επανακαθορισμού. Κανένας όμως δεν νομιμοποιείται να «τελειώσει» αυτήν τη συζήτηση, παρά μόνο το Συνέδριο!

2ο Σφάλμα: Ιστορικό Ο Πρόεδρος σπεύδει στην εισαγωγή του να μας προετοιμάσει, λέγοντας πως το σημαντικό για τη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη δεν είναι το πώς διατυπώθηκε, αλλά το πώς προσλήφθηκε από την ελληνική κοινωνία! (σελ. 2, στην ομιλία του Προέδρου) Διόλου τυχαία διατύπωση, καθώς αυτό που επιδιώκει είναι να δικαιολογήσει τις υποκειμενικές, εν πολλοίς αυθαίρετες εκτιμήσεις του περιεχομένου της Διακήρυξης, στις οποίες πρόκειται να προβεί στη συνέχεια. Προσπαθεί με αυτόν τον τρόπο να δικαιολογήσει την απομάκρυνσή του από την αδυσώπητη αλήθεια των γραπτών ιστορικών ντοκουμέντων.

1η Αυθαιρεσία: η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη «… συμβόλισε, με τη χρήση του όρου “Σοσιαλισμός”, την αρχή ενός διπλού απογαλακτισμού. Κυρίως πολιτικού και οργανωτικού από το προδικτατορικό κέντρο και κατά βάθος ιδεολογικού από την κομμουνιστική αριστερά». (σελ. 3 στην ομιλία του Προέδρου) Πράγματι, πολύ βολική εξήγηση, ιδιαιτέρως για όποιον αναγκάζεται, τουλάχιστον προς το παρόν, να διατηρεί τον προσδιορισμό «Σοσιαλιστικό» στον τίτλο του Κινήματος, αλλά αρνείται κάθε αναφορά στην προοπτική του Σοσιαλισμού όταν αναπτύσσει την πρότασή του για την ιδεολογική πλατφόρμα. Πως αλλιώς να πείσεις ότι μια ομιλία 5.600 λέξεων, όπου δεν χρησιμοποιείται ούτε μια φορά η έννοια του σοσιαλισμού, σχετίζεται με μια Διακήρυξη 2.400 λέξεων όπου αναφέρεται δύο φορές ο «σοσιαλιστικός μετασχηματισμός» και τέσσερις η «σοσιαλιστική, δημοκρατική Ελλάδα»;

2η Αυθαιρεσία: «Κορυφαίο, άλλωστε, συμφραζόμενό της (της Διακήρυξης) ήταν η ίδια η προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου, η διαδρομή και οι απόψεις του.» (σελ. 2 στην ομιλία του Προέδρου) Καμιά προσωπικότητα δεν είναι αυτόφωτη. Καμιά προσωπικότητα δεν είναι το «κορυφαίο συμφραζόμενο» της οποιασδήποτε διεργασίας. Ούτε αυτή του Ανδρέα Παπανδρέου. Τουναντίον: μια προσωπικότητα καθίσταται ιστορική όταν ενσωματώνει την κοινωνική αναγκαιότητα. Αυτό την καθιστά μεγάλη και φωτεινή. Όταν το παραβλέπουμε, αφενός μειώνουμε τη σημασία της ίδιας της προσωπικότητας, αφετέρου – μάλλον εδώ εστιάζεται η στόχευση – ξεχνάμε το πραγματικό συμφραζόμενο της κοινωνικής διεργασίας. Ε

ίτε μας αρέσει, είτε όχι, η 3η Σεπτέμβρη καθόριζε την τότε ιδεολογικοπολιτική βάση της κυβερνώσας Αριστεράς για τη χώρα, συνδυάζοντας τις απαιτήσεις που πρότασσε το εσωτερικό μέτωπο – εκδημοκρατισμός, παραγωγική ανασυγκρότηση, ανεξαρτησία – με τα ζητούμενα του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος – από το Μάη του ’68 έως τη διεθνική συνεργασία των οικονομικά αδυνάτων. Άλλωστε το αποκαλύπτει ευθαρσώς η ίδια η ιστορική Διακήρυξη στην ακροτελεύτια φράση της: «Έτσι θα συνεχίσουμε με νέα ένταση και αποφασιστικότητα τον αγώνα για μια ανεξάρτητη, σοσιαλιστική και δημοκρατική Ελλάδα.»

3ο Σφάλμα: Ιδεολογικοπολιτικό «Σήμερα βρίσκεται νοερά εδώ η μορφή του Ανδρέα Παπανδρέου και μαζί του, της Μελίνας, του Γιώργου Γεννηματά, του Αναστάση Πεπονή, του Αντώνη Τρίτση και τόσων άλλων που τίμησαν την ιστορία της παράταξης.» (σελ. 6 στην ομιλία του Προέδρου) Οι ιστορικές προσωπικότητες δεν χρειάζονται πολιτικά μνημόσυνα. Άλλη μια ουσιώδης διαφορά της χθεσινοβραδυνής ομιλίας του Προέδρου με την ίδια τη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη, στην οποία δεν αναφέρεται ούτε μια φορά, ούτε ένα όνομα προηγούμενων πολιτικών της δημοκρατικής παράδοσης, ακριβώς επειδή οι συντάκτες της σέβονταν και αναγνώριζαν την ιστορική σημασία και την προσφορά αυτών. Όμως εδώ προσεγγίζουμε τα όρια του θράσους.

Αλήθεια τι θα έλεγαν οι εκλιπόντες σύντροφοι αν ακούγαν να ταυτίζεται το σύνθημα «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» με την έννοια του «εθνικού ριζοσπαστισμού»; (σελ. 3 στην ομιλία του Προέδρου) Πως θα αντιδρούσαν στη βίαιη εξίσωση του γνήσιου πατριωτισμού με το φάντασμα που στοίχειωνε την καθημερινότητα του κάθε δημοκρατικού πολίτη για δεκαετίες; Πρόκειται απλώς για μια ατυχή και ανιστόρητη χρήση ενός όρου; Και αν ναι, πόσο απλή και ανώδυνη είναι μια τέτοια αβλεψία; Παραπέμπω τους συντρόφους-εμπνευστές αυτού του σκέλους της ομιλίας του Προέδρου στην ιστοσελίδα του Εθνικού Ριζοσπαστικού Κινήματος. Ειρήσθω εν παρόδω, στη Διακήρυξη του Σεπτέμβρη η λέξη «έθνος» αναφέρεται τρεις φορές και με προφανή διαφοροποίηση από την εθνοκαπηλευτική ρητορεία της αντιδραστικής δεξιάς.

Αλήθεια τι θα λένε όλοι αυτοί που υπηρέτησαν και υπηρετούν το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, που εντάχθηκαν και που είναι ενταγμένοι στις τάξεις του στο άκουσμα της διατύπωσης «Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. είναι συνεπώς πάντα εκφραστής του πολιτικού και κοινωνικού φιλελευθερισμού»; (σελ. 14 στην ομιλία του Προέδρου) Είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο «φιλελευθερισμός» δεν αναφέρεται ούτε μια φορά στη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη, ενώ αντιθέτως επαναλαμβάνεται έξι φορές η φράση «κοινωνική απελευθέρωση»;

Δεν αντιλαμβάνονται αυτοί που συνέβαλλαν στη σύνταξη της ομιλίας του Προέδρου αυτήν τη βασική διαφορά; Δεν αντιλαμβάνονται πως είναι πολύ διαφορετικό να σέβεσαι και να ενσωματώνεις αρχές του φιλελευθερισμού και της δημοκρατικής παράδοσης σε ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα τακτικής και στρατηγικής, από το να ταυτίζεσαι με τον αστικό φιλελευθερισμό; Δεν αντιλαμβάνονται ότι υποστηρίζοντας πως «ο πολιτικός και κοινωνικός φιλελευθερισμός είναι ο μεγάλος αντίπαλος του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού» (σελ. 14 στην ομιλία του Προέδρου), στην καλύτερη περίπτωση, θα προκαλέσεις το συγκαταβατικό μειδίαμα όσων γνωρίζουν τα στοιχειώδη περί ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων;

Τέλος, τι θα πούνε οι σύντροφοι ακόμη και των πιο αλλοτριωμένων ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων όταν θα διαβάσουν έκπληκτοι πως ο Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος θα επιδιώξει την εθνική κυριαρχία και ακεραιότητα, μεταξύ άλλων, με την «πλήρη κινητοποίηση των δικτύων της ορθοδοξίας»; (σελ. 12 στην ομιλία του Προέδρου) Πράγματι, δεδομένων των τεχνολογικών επιτευγμάτων και της αστικής διεθνοποίησης, η τακτική και ο δρόμος προς το στρατηγικό στόχο της σοσιαλιστικής μετεξέλιξης μπορεί και πρέπει να προσαρμοσθεί. Καμία αντίρρηση.

Όμως, πέραν τούτου, οι παραπάνω αβλεψίες δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν παρά ως ιδεολογικοπολιτικά ατοπήματα. Επιστρέφοντας στην αρχή της παρέμβασής μου, όλα τα θεωρητικά και πολιτικά σφάλματα στα οποία αναφέρθηκα δεν θα ήταν τόσο αποκαρδιωτικά, αν δεν συνοδεύονταν από τη μάλλον άγαρμπη προσπάθεια να κλείσει η ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση πριν καν ανοίξει, με συνοπτικές και προφανώς αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις. Διότι, κανείς εντέλει δεν δικαιούται να διεκδικεί το αλάθητο, ούτε στις απόψεις, ούτε και στη κριτική που ασκεί. Υποχρεούται όμως να διεκδικεί το δικαίωμα στην έκφραση, το δικαίωμα στη συμμετοχή και στη συνδιαμόρφωση, ειδικά όταν θέλουμε να είμαστε μέλη του ιστορικού κληρονόμου της δημοκρατικής παράδοσης και του σοσιαλισμού.

Επικ. Καθ. ΝΟΠΕ ΑΠΘ