Τελικά επιθυμούμε την εφαρμογή των νόμων; Διαβάζουμε κάθε λίγο για συλλήψεις συνανθρώπων μας για οφειλές των 50 η 100 χιλιάδων Ευρώ στην εφορία η στα ασφαλιστικά ταμεία. Ειλικρινά, τις θεωρούμε σωστές σαν κοινωνία; Αν για παράδειγμα κάποιος από εμάς γνωρίζει έναν γείτονα η φίλο του που έχει φοροδιαφύγει αντίστοιχα ποσά, προσφεύγει στη δικαιοσύνη με σχετική καταγγελία; Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο, είναι «ρουφιανιά».

Πως λοιπόν από τη μία μεριά χειροκροτούμε τους κρατικούς λειτουργούς για κάτι που ο καθένας μας δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνει, και θα χαρακτήριζε μάλιστα «ρουφιάνο» όποιον άλλο γείτονα έκανε κάνει την καταγγελία που δεν κάναμε εμείς; Ίδια ζημιά στην οικονομία και την κοινωνία κάνανε εγωιστικά τόσα χρόνια όχι μόνο όσοι συγγενείς και φίλοι μας φοροδιέφευγαν, αλλά και πολλοί άλλοι.

Όσοι πήραν κοινωνικά επιδόματα που δε δικαιούνταν, όσοι συμμετείχαν στις ρεμούλες διασπάθισης Ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων με αγροτικές επιδοτήσεις , όσοι χώθηκαν με μέσο στο δημόσιο και δεν προσφέρουν το αντίστοιχο έργο, όσοι εισέπραξαν προσαυξήσεις μισθών για ανύπαρκτες υπερωρίες/νυχτερινά/αργίες, όσοι δε συμπλήρωναν το ωράριό τους αλλά τους χτύπαγε ο συνάδελφος την κάρτα, όσοι κατάφεραν σε συνεργασία με πολιτικούς να πετύχουν χαριστικές ρυθμίσεις ατομικά η συλλογικά κ.ο.κ.

Ακόμη μεγαλύτερη ζημιά έκαναν οι πολιτικοί που ήταν (και είναι) ιδιαίτερα δραστήριοι στην ανάπτυξη τέτοιων πελατειακών σχέσεων. Ουσιαστικά ο πλουτισμός όλων αυτών στηρίχθηκε άμεσα η έμμεσα στους φόρους και τις εισφορές όσων δεν ήθελαν η δεν μπορούσαν να πράξουν το ίδιο. Σήμερα καταλήγουμε τα ίδια θύματα να πληρώνουμε τόκους και χρεολύσιο δανείων που σπαταλήθηκαν με τέτοιους τρόπους.

Ποια πρέπει να είναι η στάση του καθενός από εμάς σε αυτούς τους συνανθρώπους μας; Μήπως πρέπει να τους καταγγείλουμε έτσι ώστε να φέρουν πίσω τα κλεμμένα; Ακόμη και αυτό να μη γίνει, μήπως πρέπει σε επίπεδο κοινωνίας να τους επικρίνουμε δημόσια; Στο καφενείο, στην ταβέρνα, στην παραλία, στην οικογενειακή συνάντηση; Μήπως να υπάρξει κατακραυγή μέχρι να φιλοτιμηθούνε να επιστρέψουν τα κλεμμένα;

Η απάντηση δίνεται από την αδράνειά μας και την παθητική αποδοχή του «ότι έγινε έγινε». Θεωρούμε αγένεια να αναφερθούμε καν στο θέμα. Το χαρακτηρίζουμε κανιβαλισμό. Κι ας καταλαβαίνουμε ότι θα μειωθεί η σύνταξη του πατέρα μας για να καλυφθεί η τρύπα που δημιούργησε η κρατική λειτουργός θεία μας που εκδίδει και σήμερα στην Καρδίτσα διπλώματα οδήγησης έναντι 500 ευρώ.

Ότι θα αυξηθεί η φορολογία μας επειδή ο ξάδερφος που σπέρνει 3000 στρέμματα βαμβάκι και δηλώνει 5000 ευρώ εισόδημα λαμβάνει επιδόματα απορίας και η κόρη του μένει δωρεάν στη φοιτητική εστία ενώ η δική μας πληρώνει νοίκι στα Γιάννενα. Αφενός μεν δηλαδή αγανακτούμε επειδή η κυβέρνηση που μας εκφράζει δε φέρνει πίσω τα κλεμμένα, αφετέρου δε, εμείς οι ίδιοι σαν μονάδες όχι μόνο δεν απαιτούμε κάτι τέτοιο από όσους γνωρίζουμε ότι τα έκλεψαν, αλλά θα επιτεθούμε σφόδρα σε όποιον το κάνει στον κοινωνικό μας περίγυρο!!!

Στον Καιάδα η άγνωστη σε εμάς κυρία που δεν απέδωσε ΦΠΑ 100 χιλιάδων ευρώ, άσχετα αν της χρωστάει το δημόσιο 200 χιλιάδες ευρώ. Ο κουμπάρος μας όμως που πληρώνεται από το δήμο ενώ δεν πατάει στην υπηρεσία του, αλλά δουλεύει στην απέξω με μαύρα είναι καλό παιδί και τον κερνάμε και τσίπουρο!!! Τελικά η μετάλλαξη που εισήγαγαν στην κοινωνία οι αλλαγές που συντελέσθηκαν τη δεκαετία των 80ς έχει επιφέρει έναν παραλογισμό σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Μία στρέβλωση της ατομικής και κοινωνικής συνείδησης, που οδηγεί σε μία κάθετη περιδίνηση από την οποία δεν πρόκειται να βγούμε ποτέ αν δεν δούμε την αλήθεια κατάματα.

Αν επιθυμούμε κράτος δικαίου, πρέπει να αποδώσουμε ευθύνες σε όλους ανεξαιρέτως και όχι να υποκρινόμαστε. Αλλιώς όσοι μπορέσουμε να διώξουμε τα παιδιά μας στο εξωτερικό θα τα γλιτώσουμε, και όσοι δεν μπορούμε τα καταδικάσουμε να ζήσουν στα Βαλκάνια της δεκαετίας του 50.