Η έκταση των συνεπειών της χρηματοπιστωτικής κρίσης και ο ασύμμετρος τρόπος μετάδοσης τους από χώρα σε χώρα δημιούργησαν τις καταλληλότερες συνθήκες για την επιβεβαίωση της θεωρίας της πολυπλοκότητας.

Μια θεωρία που γνωρίζει ευρεία εφαρμογή σε επιστήμες όπως η ιατρική, η βιολογία, η πληροφορική, η φυσική, αποδεικνύεται ότι μπορεί να προτείνει εναλλακτικές ερμηνείες σε σύγχρονα ζητήματα της οικονομικής επιστήμης, ιδιαίτερα κατά την περίοδο ακραίων και επίμονων γεγονότων.

Πολλοί την εντάσσουν στη γκάμα των ετερόδοξων προσεγγίσεων.

Ανεξάρτητα όμως ποια σχολή οικονομικής σκέψης ενστερνιζόμαστε, κανένας δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι οι ιδιότητες που διέπουν τα πολύπλοκα συστήματα κάνουν αισθητή την παρουσία τους και στις πραγματικές οικονομίες.

Κάποιες από τις βασικότερες είναι η ετερογένεια, οι μη-γραμμικές αλληλεξαρτήσεις μεταξύ μεγάλου αριθμού συνιστωσών του συστήματος, η βραχυπρόθεσμη αβεβαιότητα και η μακροπρόθεσμη επίτευξη της ισορροπίας.

Πιο συγκεκριμένα, η ετερογένεια αναφέρεται στην ικανότητα που έχουν τα μέρη που αποτελούν ένα συστήματα να διατηρούν τη διαφορετικότητα τους. Αυτό οδηγεί σε πλούσιες δυναμικές και προάγει την εξέλιξη και ευρωστία του συνόλου.

Επειδή όμως οι επιμέρους δομές του είναι από μόνες τους πολύπλοκες, οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους είναι μη-γραμμικής φύσης, δηλώνοντας την μη-αναλογική ή αλλιώς ασύμμετρη μετάδοση της πληροφορίας από τη μια στην άλλη. Η λειτουργία του παραπάνω μηχανισμού καθιστά αδύνατη τη βραχυπρόθεσμη πρόβλεψη. Κάθε μία από αυτές τις ιδιότητες μπορεί να πάρει διαφορετικές διαστάσεις, σε όρους οικονομικής πολιτικής, σχετικά με τη βιωσιμότητα σχηματισμών όπως αυτός της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης (ΕΝΕ).

Η επιδίωξη της ετερογένειας των συνθετικών μερών σε τέτοιους σχηματισμούς είναι προϋπόθεση για τη δυναμική εξελιξιμότητα τους. Αντίθετα η κατάλυση της είναι ικανή να οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση ολόκληρου του συστήματος.

Παίρνοντας παράδειγμα από την ΕΝΕ, ένα μεγάλο βήμα προς την ομοιογένεια της ήταν η υιοθέτηση κοινής νομισματικής πολιτικής. Η καθιέρωση κριτηρίων σύγκλισης για την ένταξη των κρατών-μελών είχε τη βάση της σε αυτήν ακριβώς τη λογική.

Δεδομένης της δυσκολίας του εγχειρήματος της νομισματικής ενοποίησης, η επακόλουθη «αποδυνάμωση» των εργαλείων οικονομικής πολιτικής έπρεπε να αντισταθμιστεί με την οχύρωση του δημοσιονομικού περιβάλλοντος των χωρών-μελών. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να εξασφαλιστεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στην περίπτωση μιας έκτακτης δημοσιονομικής προσαρμογής.

Η πρακτική της ομοιογενοποίησης σε τέτοια συστήματα συναντά τα όρια της όταν τα μέρη που τα αποτελούν παρουσιάζουν σημαντικές πολιτισμικές, κοινωνικές, οικονομικές (π.χ. εισοδηματικές) διαφορές που είναι προσδιοριστικές των προσδοκιών των οικονομούντων ατόμων.

Ακολουθώντας τη θεωρία της πολυπλοκότητας και τον τρόπο που δομήθηκε η ΕΝΕ θα αναμέναμε περιορισμένη δυνατότητα από πλευράς της να επεξεργαστεί και να απορροφήσει κατάλληλα μεγάλης εμβέλειας σοκ, γεγονός που δυστυχώς παρατηρείται συστηματικά τα τελευταία χρόνια.

Σε επισφαλή θέση βρέθηκε η Ελλάδα, η οποία εκτός από το βάρος της διαδικασίας ενοποίησης καλείται πλέον να διαχειριστεί και την αναντιστοιχία της κατάστασης των δημοσιονομικών στοιχείων της με τα ενταξιακά κριτήρια στη ζώνη του ευρώ. Η παρεμβατική αυτή διάθεση στα χαρακτηριστικά των κρατών-μελών βεβαίως δεν έχει μονοδιάστατο κόστος.

Όσο πιο έντονη είναι η τάση ομοιογενοποίησης, τόσο οι πλούσιες (μη-γραμμικές) σχέσεις, που κανονικά θα έπρεπε να αναπτύσσονται μεταξύ τους, αποδομούνται οδηγώντας σε συνεχώς μεγαλύτερη προβλεψιμότητα βραχυπρόθεσμα.

Κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί για ποιο λόγο αυτό το αποτέλεσμα κρίνεται ως αρνητικό. Μπορεί να ακουστεί οξύμωρο, ωστόσο η ετερογένεια αποτελεί συνθήκη βιωσιμότητας των πολύπλοκων σχηματισμών. Ας φανταστούμε το ανθρώπινο σώμα, που είναι ένα τέλειο παράδειγμα πολύπλοκου συστήματος, να αποτελείται από μέλη που ενεργούν για τον ίδιο σκοπό και με τον ίδιο τρόπο.

Θα υπήρχε αρμονία; Η απάντηση είναι προφανής: όχι. Η διατήρηση της ετερογένειας των μελών και η ενίσχυση της αβεβαιότητας προσδίδουν στο σύνολο συνοχή και εξασφαλίζουν ανθεκτικότητα στις διαταραχές εξαιτίας εξωγενών σοκ.

Αντίθετα, η συρρίκνωση της καταδικάζει το σύστημα σε κατάρρευση. Η εξασθένιση των μηχανισμών αντίδρασης της ΕΝΕ στα σοκ έφτασε στο απόγειο της με την κρίση χρέους, επιτρέποντας στα επιτοκιακά σπιράλ να εξελιχθούν με ταχύτατους ρυθμούς βυθίζοντας τις υπερμοχλευμένες χώρες στην ύφεση. Οι συνεχείς προσπάθειες αναχαίτισης αυτών των δυναμικών φαίνεται μέχρι στιγμής να μην είναι αποτελεσματικές.

Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά για να αντιληφθούμε ότι ο ανεξέλεγκτος χαρακτήρας του δημόσιου χρέους σε χώρες όπως η Ελλάδα δεν ήρθε τυχαία. Η αδυναμία από την πλευρά των κυβερνήσεων να κατανοήσουν τη δυναμική του χρέους και η διστακτικότητα τους να ενεργήσουν πολύ πριν μηχανισμοί τύπου Ponzi ξεδιπλωθούν, λειτούργησαν πολλαπλασιαστικά δίνοντας μια χαοτική διάσταση στο πρόβλημα.

Η λύση του ευρωομολόγου προκρίνεται εδώ και αρκετό καιρό ως το αποτελεσματικότερο «γενόσημο» για τη σωτηρία του ασθενή. Φοβάμαι όμως ότι με τέτοιες τακτικές θα συνεχίζουμε να ταΐζουμε το θηρίο του χρέους με όλο και πιο φρέσκια σάρκα. Πρόκειται για μια εντελώς αντικρουόμενη στρατηγική. Από τη μία αναγνωρίζουμε τον ανορθόδοξο ρόλο των επιτοκίων σε ένα κόσμο που πνίγεται μέσα στη μόδα της μόχλευσης και από την άλλη σκαρφιζόμαστε τεχνικές που, υπό καθεστώς δημοσιονομικής αστάθειας, μπορούν να ενισχύσουν τη διόγκωση του δημόσιου χρέους των χώρων και να λειτουργήσουν αποσταθεροποιητικά. Η θέση αυτή υποστηρίχτηκε πρόσφατα από τον υπουργό οικονομικών του Λουξεμβούργου σε συνέντευξη του την 23η Μαΐου στο Bloomberg.

Είναι ξεκάθαρο πλέον ότι η επίτευξη αποτελεσματικών οικονομικών πολιτικών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους δυο προσδιοριστικότερους παράγοντες της εξέλιξης μιας πολύπλοκης οικονομίας. Από τη μία πλευρά, οι αρχικές συνθήκες (initial conditions) πάνω στις οποίες χτίζεται ένα σύστημα καθορίζουν την πορεία του. Από την άλλη, η ιστορική εξάρτηση (path dependence) κληρονομεί σε κάθε φάση του τις αστοχίες ή τις επιτυχίες των προηγούμενων πολιτικών επιλογών.

Όπως δείχνουν οι αριθμοί, η ΕΕ πληρώνει τα λάθη του παρελθόντος σε επίπεδο οικονομικού σχεδιασμού και σε αυτήν την ανησυχητική πορεία, η Ελλάδα δεν «έχει τη δύναμη» να είναι ο πρωταγωνιστής. Η αναζήτηση μοναδικής λύσης στο πρόβλημα του χρέους υποβαθμίζει τους περίπλοκους μηχανισμούς που το δημιούργησαν.

Για να καταφέρει η οικονομία να φτάσει στο πρώτο σημείο ισορροπίας, έπειτα από τέτοιου μεγέθους αστάθεια, θα πρέπει οι σχεδιαστές οικονομικής πολιτικής να είναι ικανοί να ενεργοποιήσουν τη διαδικασία άμβλυνσης των αρνητικών συνεπειών του διογκούμενου δημοσίου χρέους. Δυνατότητα η οποία καθορίζεται ουσιαστικά από τον τύπο της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής στα πλαίσια μιας νομισματικής ένωσης.

Κατερίνα Κύρτσου, επικ. καθηγήτρια Πανεπιστημίου Μακεδονίας