Η αλήθεια είναι ότι είμαστε ένας λαός με πολύ περίεργη ψυχοσύνθεση, γεμάτοι αντιφάσεις και αντιθέσεις. Σε ένα πρώτο επίπεδο αυτό γίνεται εύκολα εμφανές: Κάποιος τρίτος (ξένος) που μας παρατηρεί δυσκολεύεται να μας χαρακτηρίσει ως αμιγώς «Δυτικούς» (κάθε άλλο θα έλεγα), αλλά επίσης ούτε αποκλειστικά ως «Βαλκάνιους» ή «Ανατολίτες».

Είμαστε λίγο απ’ όλα τα παραπάνω, ή απλώς Έλληνες. Η ελληνική ιδιαιτερότητα έχει ασφαλώς θετικές και αρνητικές πτυχές. Είναι στα υπέρ μας ότι είμαστε πολιτικοποιημένοι και έχουμε σαφείς απόψεις. Από την άλλη πλευρά είναι τουλάχιστον παράδοξο να έχουμε την τάση να εκφράζουμε άποψη επί παντός επιστητού, ενώ έχουμε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά αναγνωσιμότητας (ακόμα και εφημερίδων) στον δυτικό κόσμο. Τελικά αυτή η πολιτικοποίηση είναι ρηχή.

Έπειτα, σε ιστορικό επίπεδο ο διπολισμός είναι βαθύτατα χαραγμένος στο DNA μας. Στη σύγχρονη ελληνική ιστορία πάντα υπήρχε ένα κίνημα με πρώτο συνθετικό το «αντί» (από την εποχή της Επανάστασης έως τον Βενιζέλο και από τον Εμφύλιο μέχρι το Μνημόνιο). Σαν λαός πάντα προτιμούσαμε τις αντιθέσεις από τις συνθέσεις (προς επίρρωση αυτού ρίξτε μια ματιά στη σύγχρονη πολιτική ιστορία μας). Φράσεις όπως «κυβέρνηση συνεργασίας» μας ήταν άγνωστες μέχρι πριν ένα δύο χρόνια (εν αντιθέσει με ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες κεντροευρωπαϊκές χώρες), ενώ ο «συμβιβασμός» στην πολιτική μας κουλτούρα έχει περίπου την έννοια της προδοσίας.

Το χειρότερο είναι ότι σε μεγάλο βαθμό είμαστε κάθετοι και κατηγορηματικοί σε ότι έχει να κάνει με την ορθότητα των απόψεων μας: δεν γίνεται η αλήθεια να είναι κάπου στη μέση, εν ολίγοις συνήθως δεν προσπαθούμε να ανακαλύψουμε την αλήθεια δια της σωκρατικής μεθόδου αλλά βέβαιοι για την ορθότητα των ισχυρισμών μας επιδιώκουμε να επιβληθούμε στο συνομιλητή μας.

Αν αυτός ο «φανατισμός» συνδυαστεί με άλλα στοιχεία που μας χαρακτηρίζουν όπως τη ροπή προς την συνομοσιολογία, την εύκολη θυματοποίηση ή την έλλειψη ανεκτικότητας και σεβασμού προς τον άλλον (βλ. World Values Survey) οδηγούμαστε σε ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, που σε συνθήκες κρίσης (όπως σήμερα) γίνεται άκρως διχαστικό και εν τέλει επικίνδυνο για την κοινωνική συνοχή.

Είναι πάντως παρήγορο ότι σαν λαός έχουμε οξυμένο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Παρά τις διαφορές μας βγήκαμε αλώβητοι από κρίσεις ανάλογες με τη σημερινή ή ακόμα εντονότερες – Μικρασιατική καταστροφή, Εμφύλιος, δικτατορία κοκ.

(ρίξτε μια ματιά σε μια άκρως ενδιαφέρουσα εκπομπή των Νέων Φακέλων επ’ αυτού:

Όπως είχε πει (αν θυμάμαι καλά) ο καθηγητής στη Σορβόννη Γ. Προκοπάκης, μπορεί να μην μπορούμε να αναπτύξουμε μια κουλτούρα συνεννόησης για μεγάλο χρονικό διάστημα, ωστόσο για περιορισμένο χρόνο και για συγκεκριμένους επιτακτικούς στόχους πάντα βρίσκουμε τον τρόπο να τα καταφέρουμε.
Αυτός ο λαός, βαθύτατα μπερδεμένος, διχασμένος αλλά ταυτόχρονα εξουθενωμένος σε όλα τα επίπεδα από την ένταση της κρίσης καλείται να ψηφίσει για δεύτερη φορά μέσα σε ενάμιση μήνα. Ξέρει, αντιλαμβάνεται ή έστω υποψιάζεται ότι το παλιό κυρίαρχο μοντέλο κρατικοδίαιτης – ρουσφετολογικής ανάπτυξης έχει χρεοκοπήσει, αλλά παραμένει ακόμα σε μεγάλο βαθμό στη φάση της άρνησης. Η κατάσταση αυτή μου θυμίζει σε εκπληκτικό βαθμό την διαδικασία επεξεργασίας του πένθους όπως την περιγράφει ο Αργεντινός ψυχαναλυτής Χόρχε Μπουκάϊ στο βιβλίο του «Ο δρόμος των δακρύων». «Κατά την εσωτερική επεξεργασία της απώλειας», λέει ο Μπουκάϊ, «γίνεται μέσα μας μια μάχη, ένας αγώνας μεταξύ δύο δυνάμεων.
Η πλευρά του εαυτού μας που συμβιβάζεται με την πραγματικότητα και αποδέχεται την απώλεια, συγκρούεται με την άλλη μου πλευρά, που δεν είναι διατεθειμένη να αφήσει αυτό που δεν υπάρχει πια και θέλει να το κρατήσει». Μένει να φανεί αν το εκκρεμές γύρει προς την κατεύθυνση της αποδοχής ή της άρνησης.
* Ο Δημήτρης Τζίνης είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού (MSc) στο Μάνατζμεντ από το Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης.