Περιμένοντας να περάσει η ώρα, παίζω με ένα τσαλακωμένο χαρτί που βρίσκω στο βάθος της τσάντας μου. Απέναντι, από την ανοιχτή πόρτα, βλέπω το μεγάλο, στολισμένο δέντρο. Τα λαμπάκια αναβοσβήνουν, οι μπάλες γυαλίζουν και γύρω του κάθονται άνθρωποι και το χαζεύουν. Οι νοσοκόμες όλο και κάτι βρίσκουν να διορθώσουν.

Ένα κλαδί που έχει στραβώσει. Ένα λαμπιόνι που κρύβεται πίσω από κάποιο στολίδι. Αγκαλιάζουν τους ανθρώπους που το χαζεύουν. Ακουμπούν τα κεφάλια τους, με την ίδια ρουτίνα που ακουμπά κανείς κάτι συνηθισμένο. Συνηθισμένο είναι γι’ αυτές να βλέπουν κάθε μέρα, όλη μέρα, ανθρώπους χωρίς μαλλιά. Και κάπου εκεί, εμφανίζεται ένα αγόρι, το πολύ εικοσιπέντε. Περνά την ανοικτή πόρτα και βγαίνει έξω. Περνά κι από μπροστά μου. Σέρνει με το ένα του χέρι αυτό το σιδερένιο πράγμα με τα ροδάκια που κουβαλά τους ορούς στα νοσοκομεία. Τρία σακουλάκια κρέμονται. Τα σωληνάκια τους καταλήγουν στο σώμα του. Το ένα στη μύτη και τα άλλα δυο μέσα στο παντελόνι του. Τρία σωληνάκια τον ενώνουν και τον κάνουν ένα με αυτό το σιδερένιο πράγμα που κάνει τόσο θόρυβο όταν οι ρόδες του κυλούν στο κρύο πάτωμα του ορόφου.

Εκείνος κάνει βόλτες πάνω κάτω. Καμιά φορά, τον ακολουθεί κι ο πατέρας του -πατέρας του πρέπει να είναι, ποιος άλλος να είναι; Κάθε φορά που περνά από μπροστά μας, με ανατριχιάζει ο ήχος εκείνος που αφήνουν πίσω τους τα ροδάκια πάνω στο πάτωμα… Θυμάμαι, στο πανεπιστήμιο, ο γηραιότερος καθηγητής που είχαμε, μας συμβούλευε μια φορά κάθε μήνα να επισκεπτόμαστε ένα νοσοκομείο, ένα ψυχιατρείο, τις φυλακές και το νεκροταφείο κι εμείς τότε δεν καταλαβαίναμε γιατί μας το έλεγε αυτό. «Καβαφικές επιρροές…», σχολίαζα αργότερα με τους συμφοιτητές μου στο μεσημεριανό μας καφέ, καθώς κι ο Καβάφης κάτι παρόμοιο έκανε. Το συζητάγαμε και γελούσαμε.

Ο θάνατος τότε έμοιαζε τόσο ξένος, τόσο μακριά από εμάς… Κάθομαι ακριβώς απέναντι από την ανοικτή πόρτα. Κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει… Κρατά εξετάσεις –άρα ασθενής. Κρατά γλυκά –άρα επισκέπτης. Κοντοστέκονται όλοι πριν μπουν. Ένα ανεπαίσθητο σταμάτημα στην είσοδο της πόρτας. Ίσως κι οι ίδιοι δεν το αντιλαμβάνονται. Ίσως το αντιλαμβάνεται μόνο κάποιος που επί ώρα παρατηρεί. Η υποσυνείδητη άρνηση να δουν, να μάθουν, να δεχτούν, να αντιμετωπίσουν, να αποχαιρετήσουν…

«Τι Χριστούγεννα θα κάνουν οι άνθρωποι εκεί μέσα, μου λες;», σε ρωτώ, μα δεν απαντάς. Κοιτώ το τσαλακωμένο χαρτί που τόση ώρα ταλαιπωρώ με τα χέρια μου. Είναι ένα από αυτά τα βραχιόλια που φέτος δίνει μεγάλη αλυσίδα καταστημάτων για να φοράνε τα παιδιά στα χέρια τους μετρώντας αντίστροφα τις μέρες για τα Χριστούγεννα. Πριν μερικές μέρες τα είχα μοιράσει κι εγώ στα παιδιά μου. Πώς ξέφυγε τούτο δω και χώθηκε στην τσάντα μου; «Έντεκα μέρες ως τα Χριστούγεννα». Δε φαίνεται τι γράφει παρακάτω. Έχει ξεθωριάσει. Ίσως γράφει πως «έντεκα, όσοι και οι βοηθοί του Αϊ Βασίλη» ή «έντεκα, όσα και τα ελάφια του σέρνουν το έλκηθρό του».

Κι ενώ τα παιδιά χαίρονται μετρώντας αντίστροφα τις μέρες ως τα Χριστούγεννα, αναρωτιέμαι: οι άνθρωποι μέσα από την ανοιχτή πόρτα μετρούν, άραγε, αντίστροφα χαζεύοντας το στολισμένο δέντρο; Πόσοι μετρούν, άραγε, αντίστροφα τις μέρες μέχρι να γυρίσουν στα σπίτια τους και πόσοι σκέφτονται πως αυτά ίσως και να είναι τα τελευταία τους Χριστούγεννα; Όταν βγαίνουμε έξω από το νοσοκομείο, παίρνω βαθιές ανάσες αέρα και μου φαίνεται πιο καθαρός από ποτέ. Και μέσα σε όλες αυτές τις αρρώστιες, μέσα σε όλη αυτή τη θλίψη, τον καταπιεσμένο θυμό και τη μιζέρια των καιρών, μέσα σε όλες αυτές τις φωνές, τις κόρνες, τα καυσαέρια και τη φασαρία, μέσα σε όλη αυτή τη φτώχεια, την εξαθλίωση και τη γκρίνια, εγώ σου σφίγγω το χέρι και νιώθω ευτυχισμένη. Με τύψεις που νιώθω ευτυχισμένη μέσα σε όλα αυτά. Επειδή υπάρχει υγεία. Κι όλα τα άλλα, θα τα φτιάξουμε.

Και –ξέρεις- αυτό προσπαθώ να κάνω κι εσένα να καταλάβεις. Δε χρειάζεται να βρεθούμε απέναντι από τέτοιες ανοικτές πόρτες για να το δούμε. Όλα θα φτιάξουνε. Κι ας μη στολίσαμε δέντρο φέτος. Κι ας μη φωτίζουν τούτες τις σκοτεινές μέρες λαμπιόνια το σπίτι μας. Κι ας νιώθουμε τόση κούραση όση καμιά άλλη χρονιά. Όλα θα τα φτιάξουμε. Περνώντας για τέταρτη φορά Χριστούγεννα μαζί. Δυο μέρες ως τα Χριστούγεννα