Τα ακροδεξιά μορφώματα που εμφανίστηκαν στην ελληνική πολιτική σκηνή κατά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, με ελάχιστες «εκλάμψεις», δεν κατάφεραν να βγουν από το πολιτικό περιθώριο. Και αυτό διότι ως νοσταλγοί του Απριλιανού καθεστώτος και της μοναρχίας, εχθροί του κοινοβουλευτισμού και της φιλελεύθερης πλουραλιστικής δημοκρατίας δεν μπορούσαν παρά να βρουν ελάχιστη ανταπόκριση στο εκλογικό σώμα. Οι ιδεατές ή πραγματικές συνδέσεις με τα αυταρχικά καθεστώτα της περιόδου 1950-1974, ήταν τροχοπέδη στην εκλογική επιβίωση των μορφωμάτων αυτών.

Τα (νεοφασιστικής απόχρωσης) ακροδεξιά κόμματα που εμφανίστηκαν τα τελευταία είκοσι χρόνια, απευθύνονταν σε περιορισμένο εκλογικό ακροατήριο: ο απροκάλυπτος ρατσιστικός λόγος, η δεδηλωμένη έχθρα για το δημοκρατικό πολίτευμα, η εξύμνηση αυταρχικών καθεστώτων του παρελθόντος, η προέλευση ορισμένων στελεχών τους από το χουντικό καθεστώς, οι υπόνοιες για τρομοκρατική δράση, δεν μπορούν να συγκινήσουν εύκολα ένα κρίσιμο αριθμό ψηφοφόρων. Επιπλέον, αρκετοί από αυτούς τους σχηματισμούς δεν ήταν παρά σπασμωδικές προσπάθειες, με την ανακύκλωση προσώπων και την αλλαγή ονομασιών, πρώην στελεχών της χουντικής περιόδου και παλαιότερων ακροδεξιών μορφωμάτων της μεταπολίτευσης, να κρατήσουν ζωντανό τον λόγο τους και τις θέσεις τους, δίχως κάποιο νέο στοιχείο ή τακτική που θα κινητοποιούσε ευρεία στρώματα ψηφοφόρων για τα οποία τα διακυβεύματα της σύγχρονης άκρας δεξιάς (νόμος και τάξη, προστασία της εθνικής-πολιτισμικής ταυτότητας, μετανάστευση/παροχή ασύλου κ.λπ.) είναι πολύ σημαντικά. Στην περιθωριοποίηση τους, ρόλο έπαιξε και ο ευρύς κατακερματισμός του ακροδεξιού χώρου, με σχηματισμούς με παρόμοιο προγραμματικό-ιδεολογικό λόγο που διεκδικούσαν ταυτόχρονα την ψήφο των πολιτών.

Αντιθέτως, ο ΛΑ.Ο.Σ. σημειώνει ανοδική πορεία όχι μόνο διότι επένδυσε πολιτικά στα διακυβεύματα της σύγχρονης άκρας δεξιάς καθώς και στα άλυτα εθνικά θέματα (Σκοπιανό, Κυπριακό, «γκρίζες ζώνες», μειονότητα Θράκης, δικαιώματα ελληνικής μειονότητας Αλβανίας κ.λπ.), σε ζητήματα δηλαδή που προξενούν ανασφάλεια, προβληματισμό, φόβο σε μεγάλο βαθμό στην ελληνική κοινωνία. Τα ζητήματα αυτά κυριαρχούσαν και στον προγραμματικό λόγο των «προγόνων» του ΛΑ.Ο.Σ. τα τελευταία είκοσι χρόνια, αλλά για λόγους που αναφέραμε παραπάνω, δεν αποκόμισαν εκλογικά οφέλη. Παράγοντες που έφεραν τον ΛΑ.Ο.Σ. στο προσκήνιο ήταν:

α. το πολιτικό του «κεφάλαιο» του Γ. Καρατζαφέρη, ενός επιτυχημένου και προβεβλημένου βουλευτή κόμματος εξουσίας, με πρόσβαση στη μεγάλη δεξαμενή των ψηφοφόρων της Δεξιάς (σε αντίθεση με τους άλλους ηγέτες της ελληνικής ακροδεξιάς που κινούνταν εντός περιθωριακών πολιτικών κύκλων),

β. η «λείανση» του προγραμματικού-ιδεολογικού λόγου και προφίλ του ΛΑ.Ο.Σ., με εγκατάλειψη της (ανοιχτά) ρατσιστικής ρητορείας, με δηλώσεις πίστης και αφοσίωσης στο δημοκρατικό πολίτευμα και στο Σύνταγμα, με απομάκρυνση από το προσκήνιο στελεχών γνωστών για τις αυταρχικές και αντιδημοκρατικές αντιλήψεις τους, με άνοιγμα προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος (π.χ. δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, δημιουργία κομματικής αντιρατσιστικής επιτροπής) ή με προβολή κοινών θέσεων με το χώρο της αριστεράς, ώστε να «νομιμοποιηθούν» οι θέσεις του κόμματος (π.χ. γερμανική αριστερά – θέσπιση ποσοστώσεων στον αριθμό μεταναστών που δέχεται μια χώρα),

γ. ο έλεγχος ΜΜΕ με πανελλήνια εμβέλεια, γεγονός που διευκόλυνε τη μετάδοση του κομματικού μηνύματος και χάρισε μιντιακή «ανεξαρτησία»,

δ. η υιοθέτηση του νεολαϊκισμού, η παροχή υποσχέσεων στους πάντες, ο συνδυασμός αντιφατικών ιδεών και θέσεων απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, υιοθετώντας έτσι ένα πολυσυλλεκτικό προφίλ, ε. η σημαντική διαρροή ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας προς τον ΛΑ.Ο.Σ. λόγω σκανδάλων (υποθέσεις ομολόγων, υποκλοπών, Βατοπεδίου, Siemens), του τρόπου αντιμετώπισης δραματικών γεγονότων (πυρκαγιές 2007, δολοφονία Γρηγορόπουλου), της εντύπωσης ότι «ακολουθεί την ίδια πολιτική με το ΠΑ.ΣΟ.Κ.» και του στοιχήματος του μεσαίου χώρου του Κ. Καραμανλή που απογοήτευσε τα πιο παραδοσιακά-συντηρητικά στοιχεία του κόμματος.

Θανάσης Θεοφιλόπουλος, υπ. διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου