ΝΑ ΜΗ ΓΙΝΕΙ Η ΚΡΙΣΗ ΚΡΙΣΗ ΘΕΣΜΩΝ

Αν έχουμε μια πιθανότητα να διατηρήσουμε μια μίνιμουμ συνοχή ως κοινωνία στο πολύ κοντινό επώδυνο μέλλον, ένα έστω και χαλαρό κοινωνικό ιστό, που θα αποτελέσει ανάχωμα στην διάλυση, αυτή είναι η προάσπιση των θεσμών και η διατήρηση των ελάχιστων κανόνων δημόσιας λειτουργίας, κοινωνικής συνεννόησης και συμβίωσης. Και ευτυχώς στην δυτικού τύπου αστική δημοκρατία, που ελπίζω ότι είμαστε ακόμη, η εγγύηση των ελάχιστων αυτών είναι το Σύνταγμα. Δυστυχώς η υπεράσπιση του Συντάγματος ακούγεται παράδοξη σήμερα (καλά τι μας λέει αυτός, εδώ είμαστε μπροστά στην απόλυτη καταστροφή και την κοινωνική και οικονομική εξαθλίωση, για Σύνταγμα θα μιλάμε τώρα;). Κι όμως η προσπάθεια ανόρθωσης, που είναι υποχρεωτική συλλογική επιλογή για την ελληνική κοινωνία, θέλει και δουλειά και εξασφάλιση τόσο του σχεδιασμού και της υλοποίησής της όσο και των αποτελεσμάτων της.

Γιατί ας μη γελιόμαστε όταν συνειδητοποιήσουμε την πικρή αλήθεια ότι το πάρτι δεν μπορεί να ξαναρχίσει, ότι το κράτος χωρίς πλούτο που να παράγεται στην Ελλάδα, δεν μπορεί να είναι ο μπαμπάς εγγυητής μας, κι η συνειδητοποίηση μάλλον δεν αργεί, θα δούμε ότι μόνο η συλλογική και αλληλέγγυα εργασία μπορεί να μας βγάλει από το αδιέξοδο. Και τότε η αναγκαιότητα των συλλογικών κανόνων θα είναι αυτονόητη. Όσο αυτονόητο, ελπίζω και σήμερα, είναι και το ότι εγγυητής της τήρησης και λειτουργίας των κανόνων της κοινωνικής συμβίωσης, και του συντάγματος, είναι η δικαιοσύνη, εκφραζόμενη από τους δικαστικούς λειτουργούς, όταν βέβαια λειτουργούν δικαιοδοτικά, ως μέλη δηλαδή των δικαστηρίων που κρίνουν τα βιοτικά περιστατικά και εκδίδουν αποφάσεις, ως εισαγγελείς που κινούν την ποινική διαδικασία κλπ. Μάλιστα στην κρίση τους επαφίεται και η τήρηση της συνταγματικής νομιμότητας.

Προκαλεί επομένως δυσάρεστη έκπληξη η πρωτοβουλία σημαντικού αριθμού δικαστικών λειτουργών, αυτών που διαμόρφωσαν τις πλειοψηφίες στις συνελεύσεις των πολυαριθμότερων δικαστικών ενώσεων, δηλ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, να προβούν σε τρίωρες διακοπές των συνεδριάσεων των δικαστηρίων της χώρας, καθημερινά και για μεγάλο χρονικό διάστημα, από τα μέσα Οκτωβρίου μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, προτείνοντας δηλαδή, σε συνδυασμό με τις αποχές των δικηγορικών συλλόγων και τις ευφάνταστες στην ονοματοδοσία τους κινητοποιήσεις των δικαστικών υπαλλήλων (διακοπές εργασίας, διαρκείς γενικές συνελεύσεις κλπ.) από τις 9 το πρωί μέχρι τις 11.30, την μη συνεδρίαση κάθε είδους δικαστηρίου στην χώρα και βέβαια την μη έκδοση καμιάς απόφασης, με δικαιολογητική βάση της απόφασης αυτής μισθολογικά και ασφαλιστικά αιτήματα, αποκαλούμενα πομπωδώς υπεράσπιση του κύρους της δικαιοσύνης και των δικαστικών λειτουργών.

Με τον τρόπο αυτό όμως, αν η απόφαση ακολουθηθεί έστω και από ένα δικαστή της σύνθεσης, ακυρώνεται μια βασική λειτουργία της δημοκρατίας μας, η απονομή της δικαιοσύνης, γεγονός θεωρητικά ισοδύναμο με την μη λειτουργία της κυβέρνησης ή του κοινοβουλίου. Μάλιστα παρά το ότι φραστικά αναφέρεται ότι οι διακοπές των συνεδριάσεων δεν συνιστούν απεργιακή κινητοποίηση, δεν έχει υποστηριχθεί μέχρι σήμερα επιστημονικά η άποψη αυτή, παρά την συμμετοχή στην λήψη της απόφασης και την δημόσια υποστήριξή της επαρκέστατων και ανώτατων δικαστών, ενώ σύμφωνα με την πάγια νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων, και του Αρείου Πάγου, η μορφή αυτή της διαμαρτυρίας όταν πραγματοποιείται από άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις, χαρακτηρίζεται ευθέως σαν απεργία, δικαιολογείται δε και η μείωση των αποδοχών για αντίστοιχο χρόνο. Και όλα αυτά όταν υπάρχει ρητή διάταξη στο Σύνταγμα, αυτή του άρθρου 23 § 2, με την οποία αποκλείεται στους δικαστικούς λειτουργούς το δικαίωμα της απεργίας με οποιαδήποτε μορφή, για σαφείς δικαιοπολιτικούς λόγους, που ανέφερα πιο πάνω.

Πέρα από το αναιτιολόγητο επιχείρημα ότι η στάση αυτή δεν αποτελεί απεργιακή κινητοποίηση, ακούγεται και μάλιστα από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, ότι σήμερα η συνταγματική νομιμότητα έχει καταργηθεί με τις πηγάζουσες από το μνημόνιο νομοθετικές ρυθμίσεις και ότι ανεπίτρεπτα και αντισυνταγματικά έχει περιοριστεί η εθνική κυριαρχία, υπονοώντας σαφώς ότι αυτή η συνταγματική παραβίαση είναι πολύ σοβαρότερη και λιγότερο ανεκτή από την παραβίαση του άρθρου 23 § 2 του Συντάγματος.

Μα αν δεν απατώμαι η κριτική περί αντισυνταγματικότητας έχει απαντηθεί από τον μόνο που μπορεί να απαντήσει, δηλαδή με απόφαση ανωτάτου δικαστηρίου, του Συμβουλίου της Επικρατείας, που συνεδρίασε μάλιστα σε ολομέλεια, μετά από προσφυγή του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και άλλων φορέων, που έτυχε και σημαντικής τηλεοπτικής, και νομικής υποθέτω, υποστήριξης, δυσανάλογης με την δημοσιότητα που έλαβε η απόφαση που την απέρριψε στην ουσία της, κρίνοντας τις νομοθετικές ρυθμίσεις ως σύμφωνες με το Σύνταγμα.

Ακόμη όμως και έτσι να μην ήταν, η παραβίαση του Συντάγματος από φορείς κάποιας εξουσίας δικαιολογεί την παραβίασή του από φορείς μιας άλλης με αιτιολογία ότι η δεύτερη είναι ελαφρότερη; Ή μπορεί η δεύτερη να θεωρηθεί ως άμυνα; και μάλιστα με την ακύρωση συνταγματικής λειτουργίας επί δίμηνο. Και γιατί στο μέλλον να μην γίνει ανεκτή η παραβίαση της συνταγματικής διάταξης που επιβάλλει την πραγματοποίηση των υπηρεσιακών μεταβολών των δικαστών από αμιγώς υπηρεσιακά όργανα ή αυτής που απαγορεύει την κομματική τους ένταξη; Και ακόμη χειρότερα της απαγόρευσης της σύλληψης εκτός δικαστικής διαδικασίας;

Το άλλο ανησυχητικό φαινόμενο είναι ότι στον διάλογο μεταξύ των δικαστικών λειτουργών ακούγονται ‘’επιχειρήματα’’, όπως ότι είναι αδιανόητο να βρεθεί έστω και ένας δικαστής να μην ακολουθήσει τις αποφάσεις του επαγγελματικού του σωματείου. Η ολική αυτή επαναφορά του αλήστου μνήμης δημοκρατικού συγκεντρωτισμού όμως αμφισβητεί ευθέως και την επαγγελματική ιδιότητα του δικαστή, που του έχει ανατεθεί η άσκηση δημόσιας εξουσίας με μόνο γνώμονα τον νόμο και την συνείδησή του, δηλαδή κατ’ εξοχήν προσωπική λειτουργία, καθιστώντας τέτοιες επισημάνσεις ευθέως αντιδικαστικές. Ακόμη περισσότερο όποιος εκφράζει απλώς επιφυλάξεις μη φθάνοντας σε ευθεία αντίθεση με τις αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων κατηγορείται ως ιδιοτελής ή εκφραστής ακατονόμαστων συμφερόντων, σε συζητήσεις στο διαδίκτυο.

Πρέπει επιτέλους να μάθουμε να συζητάμε με νηφαλιότητα, και στην κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να βοηθήσει τόσο η φυσική όσο και η συνδικαλιστική ηγεσία, είναι ζήτημα δημοκρατίας, πολιτισμού και συνύπαρξης σε ένα περιβάλλον που απαιτεί και την ανεκτικότητα σαν αρετή. Επειδή στο άμεσο μέλλον οι δικαστικοί λειτουργοί της χώρας πρέπει να παραμείνουν οι εγγυητές της δημοκρατικής νομιμότητας, συνταγματικής και κοινής, θεωρώ ότι πρέπει με μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση και περίσκεψη να ξαναδούν το θέμα και, στο μέτρο που τους αναλογεί, να προσπαθήσουν υπερασπίσουν την κατά το δυνατόν ομαλή κοινωνική συμβίωση. Έτσι μόνο θα βρεθεί και στην χώρα μας ο μυλωνάς του Πότσδαμ να υπενθυμίσει στις άλλες εξουσίες και στους συγχωριανούς του ότι ‘’υπάρχουν δικαστές’’ και στην Αθήνα και σ’ όλη την Ελλάδα.

ΣΤΑΘΗΣ Κ. ΒΕΡΓΩΝΗΣ Εισαγγελέας Πρωτοδικών