Εσβησαν γρήγορα οι προβολείς της δημοσιότητας παρασύροντας έτσι και το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης μακριά από τα προβλήματα της πορείας της δραχμής προς το ευρώ και της συμμετοχής ή μη της Ελλάδας στην τελική φάση της ΟΝΕ. Είναι όμως δεδομένο ότι παρά τις προσπάθειες της κυβερνήσεως να εξωραΐσει την πραγματικότητα, με τη βοήθεια της προπαγάνδας και της παραπληροφόρησης ο ελληνικός λαός έχει αντιληφθεί τη σκληρή αλήθεια. Η Ελλάδα, μόνη αυτή, δεν κατάφερε να συμπορευτεί με τους εταίρους της, η ελληνική οικονομία δεν μπόρεσε να οριστικοποιήσει τη θέση της στη Νομισματική Ενωση.


Μετά την αποτυχία αυτή, η κυβέρνηση Σημίτη έβαλε ένα νέο στοίχημα: την ένταξη στην ΟΝΕ το 2001. Πρόκειται για ένα εθνικό στοίχημα, κρίσιμο για το μέλλον του τόπου, το οποίο απαιτεί τη λήψη σοβαρών πολιτικών αποφάσεων. Δυστυχώς, η μέχρι στιγμής πορεία και οι χειρισμοί της κυβερνήσεως δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.


Ως συνήθως, στο ξεκίνημα για την επίτευξη του στόχου του 2001, έγιναν διάφορες δηλώσεις και διακηρύξεις υψηλού «προφίλ», δόθηκαν υποσχέσεις περί μαζικών ιδιωτικοποιήσεων, περί ουσιαστικών διαρθρωτικών αλλαγών και περί επαναστατικών μεταρρυθμίσεων στις εργασιακές σχέσεις. Σύντομα όμως επανήλθαμε στα γνωστά: Υποταγή στην αδράνεια και αντιμετώπιση των μεγάλων μας προβλημάτων με την κυβέρνηση σε ρόλο παθητικού θεατή.


Πέρα από κάθε αντιπολιτευτική ή και απλώς κριτική διάθεση, εκείνο που θα οφείλαμε αυτή τη στιγμή να κάνουμε, θα ήταν να ξεφύγουμε από το τι και ποιος φταίει που χάθηκε η ιστορική ευκαιρία της εξαρχής συμμετοχής στη διαδικασία του Ευρώ και να δούμε τι χρειάζεται να γίνει μέσα στο 18μηνο διάστημα που απομένει, ώστε να έχει νόημα ο στόχος συμμετοχής από 1ης Ιανουαρίου 2001.


­ Πρώτη κίνηση, που είναι παράξενο πώς μια Κυβέρνηση «τεχνοκρατίζουσα» (όπως θέλει να φαίνεται η κυβέρνηση Σημίτη) δεν τη σκέφτηκε καν, θα ήταν το αναθεωρημένο (για μιαν ακόμη φορά!) Πρόγραμμα Σύγκλισης, να αποκτήσει εξάμηνους αν όχι τρίμηνους ενδιάμεσους στόχους. Οι στόχοι αυτοί θα γίνονται αντικείμενο παρακολούθησης σε συνεχή βάση, δημόσια. Οχι υπό την έννοια της κηδεμονίας της οικονομικής πολιτικής ­ την οποία διαμορφώνει, και για την οποία ευθύνεται ούτως ή άλλως η κυβέρνηση. Αλλά για να μη βρισκόμαστε κάθε τόσο μπροστά σε «εκπλήξεις», οι οποίες συμβαίνει να είναι πάντοτε δυσάρεστες.


­ Δεύτερη κίνηση, θα ήταν να σταματήσει άπαξ και διά παντός η γνωστή υποκρισία σύμφωνα με την οποία «δεν θα ληφθούν νέα μέτρα». Στη φάση της υπερ-πιεσμένης προσαρμογής που επιχειρεί, η κυβέρνηση Σημίτη θα κληθεί να λάβει σίγουρα πρόσθετα μέτρα. Ας το ομολογήσει. Και πάντως ας ξεφύγει από τη γνωστή και αναξιόπιστη ΠαΣοΚική παράδοση του να υποσχόμεθα όλο και καλύτερες μέρες και να εφαρμόζουμε όλο και αυστηρότερη λιτότητα.


­ Τρίτη κίνηση, μύριες φορές ειπωμένη αλλά ακόμη ανύπαρκτη στην κυβερνητική πρακτική, η περικοπή των κρατικών δαπανών. Πρόσφατα, με την έκρηξη Παπαντωνίου για την επιδοματική πολιτική που ασκούν οι επί μέρους υπουργοί, μάθαμε και επισήμως ότι συνεχίζεται εκείνο που όλοι ανεπισήμως γνωρίζαμε: Η διαχείριση του Προϋπολογισμού με «κοτζαμπάσικη» λογική, ως δείγμα ισχύος του κάθε πολιτικού ή κομματικού παράγοντα. Με εγκυκλίους και δηλώσεις δεν γίνεται τίποτα. Αν δεν υπάρξει η κύρωση της απομάκρυνσης από τη θέση τους δύο ή τριών κακών διαχειριστών (ιδίως στις ΔΕΚΟ και στις Τράπεζες, όπου κυριολεκτικά έχει αναπτυχθεί η λογική του φέουδου) δεν θα αρχίσει καν να υποχωρεί ο ρυθμός αύξησης των δαπανών.


Στο σκέλος των εσόδων, αντί της προκλητικής και συχνά άνευ νοήματος καυχησιολογίας για «πάταξη της φοροδιαφυγής», χρειάζεται μια υπεύθυνη προσπάθεια για την είσπραξη των υφισταμένων φόρων κυρίως των μεγαλοοφειλετών, που συνήθως είναι εκείνοι που φοροδιαφεύγουν. Βέβαια, κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι δεν θα αλλάξει το κλίμα στην πράξη τώρα που μπαίνουμε σε προεκλογικές περιόδους: δημοτικών / νομαρχιακών, Ευρωεκλογών και αργότερα γενικών εκλογών.


Η χρηματιστηριακή άνθιση και η επάνοδος των επιτοκίων σε πιο λογικά επίπεδα μετά την υποτίμηση έχει δώσει νέα περιθώρια χειρισμών στην κυβέρνηση μέσω της αγοράς, τόσο για την κρίσιμης σημασίας διαχείριση του δημοσίου χρέους (ενός θέματος που έχει τεράστια σημασία, και όμως μένει στο περιθώριο της δημόσιας προσοχής) όσο και στην προώθηση των αποκρατικοποιήσεων και συνολικά της διαχείρισης των υπό κρατικό έλεγχο στοιχείων του ενεργητικού. Και στις δύο περιπτώσεις, στο παρελθόν έχουν υπάρξει παραδείγματα δυσάρεστου ερασιτεχνισμού. Σήμερα, ιδίως μετά την υποτίμηση, η μαζική εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό έχει αυξήσει τις δυνατότητες ευνοϊκών χειρισμών. Σφάλματα όμως στους χειρισμούς: αν κάποια στιγμή αρχίσει η αγορά να «φεύγει», μπορεί να προκαλέσουν ζημιά που θα είναι πολλαπλάσια εκείνης που διαγραφόταν στον ορίζοντα πριν ένα εξάμηνο. Τα περιθώρια των ερασιτεχνισμών, ακόμη και καλοπροαίρετων έχουν πια τελειώσει.


Τέλος, η πορεία προς τα διαρθρωτικά μέτρα τόσο στον χώρο της αγοράς εργασίας όσο και σ’ εκείνον των αποκρατικοποιήσεων (χωρίς υπεκφυγές και υπαναχωρήσεις), αποτελεί αφ’ ενός δέσμευση της κυβερνήσεως, αφ’ έτερου δε προσδοκία της διεθνούς αγοράς από την ελληνική οικονομία, και αυτό είναι πιο ουσιαστικό από οποιαδήποτε δέσμευση προς ΕΕ, ή οποιαδήποτε σύσταση ΔΝΤ και ΟΟΣΑ. Βρισκόμαστε λοιπόν σε μονόδρομο. Η κυβέρνηση Σημίτη είναι υποχρεωμένη να θυσιάσει τις «ιερές αγελάδες» του παρελθόντος και να προχωρήσει σε διαρθρωτικές αλλαγές (και όχι σε συζήτηση περί διαρθρωτικών αλλαγών…). Αναλαμβάνοντας το κόστος. Που ούτως ή άλλως, ιστορικά, της ανήκει.


Μόνον τότε μπορεί να προσδοκά ότι θα επιτύχει τον στόχο τον οποίο έχει θέσει.


Ο κ. Ι. Μ. Βαρβιτσιώτης είναι βουλευτής της ΝΔ και πρώην υπουργός.