Στο πρώτο εξάμηνο του 1985 η ελληνική οικονομία παρέπαιε υπό το βάρος των δίδυμων ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών. Ήταν τέτοια η πίεση που τα συναλλαγματικά διαθέσιμα είχαν υποχωρήσει σε μόλις 300 εκατ. δολάρια.

Παρά ταύτα η τότε κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου διεκδίκησε τις εκλογές της 2ας Ιουνίου υποσχόμενη «καλύτερες μέρες».
Και τις κέρδισε βεβαίως. Με τη διαφορά ότι από την επομένη της κάλπης αναζητούσε μέτρα ελέγχου της επερχόμενης κρίσης.
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς συμφώνησε με την τότε ΕΟΚ την εφαρμογή τριετούς προγράμματος σταθεροποίησης έναντι δανείου 2 δισ. ευρωπαϊκών νομισματικών μονάδων.
Εκείνο το πρόγραμμα προέβλεπε μεταξύ άλλων υποτίμηση του εθνικού νομίσματος κατά 15%, προκαταβολές για την έγκριση εισαγωγής αγαθών και πρώτων υλών, πάγωμα μισθών και συντάξεων για τρία χρόνια, επιβολή νέων φόρων, έλεγχο των απεργιών και πλήθος άλλων μέτρων.
Το πρόγραμμα σταθεροποίησης που έφερε στην προμετωπίδα του το σύνθημα «καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε» απέδωσε εφαρμοζόμενο και συνδυαζόμενο με κάποιες διαρθρωτικές αλλαγές διαμόρφωσε συνθήκες αλλαγής στην οικονομία της χώρας.
Ωστόσο η τότε κυβέρνηση δεν άντεξε το βάρος του πολιτικού κόστους και στα τέλη του 1987, εισερχόμενη στη ζώνη του εκλογικού κύκλου, ανέστειλε πρόωρα την εφαρμογή του προγράμματος σταθεροποίησης.
Με αποτέλεσμα δύο χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1989 η ελληνική οικονομία να βρεθεί και πάλι αντιμέτωπη με νέα οικονομική κρίση, η οποία έβαινε επιδεινούμενη εξαιτίας της αδυναμίας εκλογής αυτοδύναμης κυβέρνησης.
Χρειάστηκαν σχεδόν εννέα μήνες συμμαχικών κυβερνήσεων και τρεις εκλογικές αναμετρήσεις προκειμένου να αποκατασταθεί και πάλι σχετική ισορροπία στην πολιτική και στην οικονομία. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι τότε στήθηκαν οι βάσεις της χρεοκοπίας του 2009 ή καλύτερα ότι έκτοτε το ελληνικό πολιτικό σύστημα πάλευε διαρκώς με την απειλή της χρεοκοπίας η οποία εντέλει επήλθε, εξαιτίας ακριβώς των φαύλων πολιτικών ηθών που είχαν από τότε επικρατήσει στην ελληνική πολιτική.
******
Τώρα, τριάντα έτη αργότερα και έπειτα από τόσες πικρές εμπειρίες της οχτάχρονης κρίσης, διαμορφώνονται συνθήκες επανάληψης των ίδιων λαθών.
Και εξηγούμεθα. Οι ψηφισθείσες, στο πλαίσιο ολοκλήρωσης της τέταρτης αξιολόγησης και εξασφάλισης της δημοσιονομικής σταθερότητας ενόψει της εξόδου από τα μνημόνια, νέες μειώσεις στις συντάξεις από την 1-1-201 , κυριαρχούν στην τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα και τείνουν να εξελιχθούν σε Μήλον της Έριδος κατά την επερχόμενη προεκλογική περίοδο.
Η κυβέρνηση που αποδέχθηκε το σκληρό μέτρο – πιεζόμενη, όπως λένε οι υπουργοί της, από τον Πολ Τόμσεν και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – καλλιεργεί τώρα, αναλογιζόμενη τη φθορά και το κόστος, προσδοκίες αναστολής του για προφανείς λόγους.
Κυβερνητικά στελέχη μεταδίδουν συστηματικά το τελευταίο διάστημα αισιόδοξα σενάρια στους συνταξιούχους ότι η νέα μείωση των συντάξεων είτε θα ανασταλεί, είτε θα υποκατασταθεί με την επαναφορά της 13ης σύνταξης και άλλες παροχές, πριν μάλιστα την πρωτοχρονιά του 2019.
Ουδείς είναι μαζοχιστής, ούτε μπορεί να είναι ευτυχής με την περικοπή των ήδη μειωμένων συντάξεων.
Ωστόσο οφείλουν όλοι να αναλογιστούν ότι το συγκεκριμένο μέτρα επιβλήθηκε με σκοπό να ασφαλιστεί το σύστημα συντάξεων και να διατηρηθούν στο χρόνο οι επιβαλλόμενες εκ των συνθηκών αρχές δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Αν δεν είναι εξασφαλισμένοι οι πόροι και αν δεν διαταράσσεται η βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ουδείς επιτρέπεται να καλλιεργεί φρούδες ελπίδες για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους.
Η κυβέρνηση πριν κάνει οτιδήποτε οφείλει να μετρήσει διπλά και τριπλά την όποια επιλογή της,
Δεν υπάρχουν περιθώρια για νέους πειραματισμούς που θα αναστήσουν το φάντασμα της χρεοκοπίας.

ΤΟ ΒΗΜΑ