Στον τόπο μας έχουμε κακομάθει να ζούμε με απόλυτα διλήμματα. Που σημαίνει πως έχουμε κακοπάθει. Δηλαδή μέσα σε περίκλειστα δίπολα όπου η αλήθεια δε μπορεί παρά να βρίσκεται με απόλυτο τρόπο ή στο ένα ή στο άλλο. Με άλλα λόγια ή άσπρο ή μαύρο. Και τούτο σημαίνει πως όσοι λειτουργούν έτσι – και κατεξοχήν το πολιτικό προσωπικό – είναι βέβαιοι και δηλώνουν με το θράσος του ανεπίγνωστου ότι κατέχουν οι ίδιοι και μόνο την αλήθεια. Ιδού λοιπόν το θεμέλιο των δύο λαϊκισμών οι οποίοι στραγγαλίζουν την κοινωνία εδώ και χρόνια, της δημιουργούν ασφυξία και την κρατούν καθηλωμένη σ’ ένα ναρκισσιστικό παρελθόν ψευτοευημερίας.
Ποιοι λοιπόν είναι οι δυο αυτοί λαϊκισμοί;
Από τη μία πλευρά ο κλασικός. Αυτός που δήθεν μιλά και ομνύει στο όνομα του λαού και των αδύναμων. Υποκριτικά φυσικά. Καθότι τούτος ο λαϊκισμός κοροϊδεύει τους πολίτες την ίδια στιγμή που τους κολακεύει. Αυτός ο λαϊκισμός αντιστέκεται με φλογερά λόγια που αργότερα ξεχνιούνται γιατί δήθεν κάποιοι άλλοι κακοί δεν επιτρέπουν να πάρουν σάρκα και οστά, δεν επιτρέπουν οι άλλοι να λάβουν τα όνειρα εκδίκηση. Αυτός ο λαϊκισμός τάζει μεγαλόστομα και αφειδώς όλα του κόσμου τ’ αγαθά μα η καλοπέραση τελικά αφορά αποκλειστικά στους πολιτικούς εκπροσώπους του και όχι τους πολίτες που αρκούνται σ’ ελεημοσύνες της ‘’επαναστατικής εξουσίας’’. Είναι το γνωστό είδος λαϊκισμού που χρησιμοποιούν τα κόμματα της παρωχημένης και ψευδεπίγραφης αριστεράς ως τα κόμματα του φτηνού εθνικισμού ή του εθνικοσοσιαλισμού. Στην Ελλάδα παράπονο δεν έχουμε. Τον έχουμε χορτάσει δαύτον δεκαετίες τώρα. Κι είναι εντυπωσιακό πώς ακόμα αποτελεί διαβατήριο για το κοινοβούλιο αλλά και για το Μέγαρο Μαξίμου. Όπως έλεγαν κι οι παλιότεροι «από το τάξιμο κανείς δεν έπαθε, μόνο από το δώσιμο».
Από την άλλη πλευρά ο νεωτερικός. Αυτός που δήθεν μιλά και ομνύει στο όνομα της αλήθειας και της λογικής. Καθότι τούτος ο λαϊκισμός διατείνεται πως θέλει το καλό των πολιτών την ώρα που τους στήνει στον τοίχο και τους κατηγορεί νυχθημερόν. Αυτός ο λαϊκισμός μιλά με επιχειρήματα επιστημονικά, με αριθμούς αναμφισβήτητους, με τη σιγουριά του ρεαλιστή και του κυνικά πραγματιστή αλλά ο δήθεν ανόητος λαός δεν επιτρέπει στην «κοινή λογική» και το «ορθολογικό» να νικήσουν. Αυτός ο λαϊκισμός τάζει με την υπεροψία του επαΐοντος ότι θα γίνουμε επιτέλους αυτό που κάποιοι άλλοι ήδη είναι, θα τους μιμηθούμε επιτυχώς μα με την προϋπόθεση ν’ ακολουθήσουμε τη μοναδική αλήθεια των ειδικών κάποιας ελίτ που μόνο αυτή ξέρει και καταλαβαίνει. Είναι το πιο σύγχρονο είδος λαϊκισμού που χρησιμοποιούν τα κόμματα της ψευδεπίγραφης μετριοπάθειας, της κενής σοβαρού λόγου ψευτοκανονικότητας και των επαγγελματιών πολιτικών που ως τέτοιοι, όχι μόνο είναι μόνιμοι κυβερνήτες αλλά αδυνατούν να διανοηθούν την ύπαρξη της χώρας χωρίς τους ίδιους στο τιμόνι.
Δυο λαϊκισμοί λοιπόν μα ένας κοινός συντηρητισμός από πίσω να μην αφήνει τον τόπο να κινηθεί προς το μέλλον. Να μπει στην Ιστορία δραστικά και όχι να συμβιβάζεται παθητικά.
Διότι στο βάθος κάθε λαϊκισμός είναι μια φοβική αντίληψη που δεν ανέχεται τη διαφορετική γνώμη, δεν πιστεύει στον πλουραλισμό των προσεγγίσεων και στη σύνθεση με το άλλο, το διαφορετικό.
Εξού και χρησιμοποιούν αμφότεροι οι λαϊκισμοί τον ενικό αριθμό. Οι μεν ομνύουν στον Λαό ενώ ο λαός δεν είναι ποτέ ένας και αδιαίρετος, οι δε ομνύουν στην Αλήθεια ενώ ούτε η αλήθεια είναι μία και αναμφισβήτητη. Επιλέγουν να μη βλέπουν τις αποχρώσεις, την πολυπλοκότητα, τις άφεγγες πλευρές, τις υπόγειες διαδρομές της Ιστορίας, τις βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες, τη μεγάλη εικόνα τελικά με τη συνθέτη δομή της.
Οι ίδιοι, μοναδικοί γνήσιοι εκφραστές είτε του Λαού είτε της Αλήθειας, κατέχουν με αποκλειστικό τρόπο αυτό που συμβαίνει και αυτό που πρέπει να συμβεί. Όλο αυτό που περιγράφω, τα τελευταία χρόνια κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή με αποτέλεσμα τις ακραίες, σχεδόν χουλιγκανικές ρητορικές στο δημόσιο διάλογο και ταυτόχρονα να παραμένει εξόριστο το πολιτικό περιεχόμενο. Πλειοδοτούν τα κόμματα και τα γνωστά τους πρόσωπα για το ποιος θα μας οδηγήσει με μεγαλύτερη ασφάλεια στο παρελθόν μα την ίδια στιγμή εντυπωσιακά αδιαφορούν για το μέλλον που έχει ήδη φτάσει.
Ευτυχώς αυτός ο τρόπος της πολιτικής έχει φάει τα ψωμιά του. Έχει τελειώσει οριστικά. Καθώς όμως δεν έχουμε ακόμα το σθένος να τον αντικαταστήσουμε, συνεχίζει να πρωταγωνιστεί και να κρατά τη χώρα στάσιμη, ακίνητη. Και τους πολίτες σε μια καθημερινότητα της θλίψης, της αγωνίας και των πολύ αρνητικών προσδοκιών.
Μ’ αυτούς τους δυο λαϊκισμούς που έχουν κοινή μήτρα τον βαθύ συντηρητισμό και την κομματική ιδιοτέλεια, οφείλουμε να έρθουμε σε ρήξη. Ριζικά. Συνολικά. Χωρίς ρήξη, δημιουργία δεν υπάρχει. Σε τίποτα και πόσο μάλλον στα κοινά, στα δημόσια πράγματα. Η πολιτική και οι πολιτικοί οφείλουν όχι μόνο να μιλούν για τη νέα έποχη μα να είναι οι ίδιοι η νέα εποχή. Να την κουβαλούν ως φτιαξιά. Να την πραγματώνουν με την ίδια τους την ύπαρξη και τη δράση.
Είναι καιρός να τελειώνουμε επιτέλους με όσους νομίζουν ότι κατέχουν την αλήθεια και να δώσουμε προτεραιότητα σε όσους νοιώθουν οτι μετέχουν στην αλήθεια.

Ο Βασίλης Παυλίδης είναι πρόεδρος της Δημοκρατικής Ευθύνης.