Οι πρόσφατες δηλώσεις του τούρκου υπουργού Εξωτερικών σχετικά με τον εφ’ όλης της ύλης ελληνοτουρκικό διάλογο, με κάνουν να επανέλθω σε ένα θέμα που, ως αδιαμφισβήτητο δόγμα, έχει εξαφανιστεί από τον χώρο της δημόσιας συζήτησης. Ο Ισμαήλ Τζεμ επανέλαβε τη γνωστή πρόσκληση: «Ας βρεθούμε, ας συζητήσουμε, ας γεφυρώσουμε τις διαφορές μας» και, όπως συμπλήρωσε ένα υψηλόβαθμο στέλεχος του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, «όταν έχεις πρόβλημα με τον γείτονά σου, του κτυπάς την πόρτα και συζητάτε, δεν καλείς αμέσως την αστυνομία… Μόνο αν ο διάλογος αυτός δεν οδηγήσει σε λύση υπάρχει η δυνατότητα προσφυγής σε άλλες διαδικασίες, στο πλαίσιο αναζήτησης εποικοδομητικής και ειρηνικής λύσης των διαφορών» («Καθημερινή», 27-5-1998).


Γιατί βρίσκουμε αυτή τη στάση τόσο απαράδεκτη; Γιατί η ιδέα του διαλόγου έχει καταστεί τόσο ταμπού που κάθε ορθολογική συζήτηση πάνω στο θέμα είναι αδιανόητη; Η συμβατική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι πως με το να δεχθούμε έναν εφ’ όλης της ύλης διάλογο πέφτουμε σε θανάσιμη παγίδα. Είναι σαν να παραδεχόμαστε πως η Τουρκία έχει νόμιμες διεκδικήσεις στο Αιγαίο ­ ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτε για το οποίο μπορούμε να συζητήσουμε σοβαρά με τη γείτονα χώρα. Κατ’ αυτή την άποψη η αποδοχή εφ’ όλης της ύλης διαλόγου θα είναι το πρώτο βήμα σε έναν ολέθριο κατήφορο εθνικών υποχωρήσεων, «εθνικού ξεπουλήματος».


Νομίζω πως η παραπάνω καθαρά αμυντική, αρνητική στάση λειτουργεί συνεχώς εις βάρος μας. Δίνει στην Τουρκία μια χρυσή ευκαιρία να κρύψει τις επεκτατικές της τάσεις στο Αιγαίο, κατασκευάζοντας για τον έξω κόσμο την εικόνα του λογικού, μετριοπαθούς γείτονα που αντιμετωπίζει συνεχώς την παράλογη, πείσμονα άρνηση της ελληνικής πλευράς.


Κατά τη γνώμη μου η αποδοχή του εφ’ όλης της ύλης διαλόγου μάς συμφέρει ­ ιδίως αν συνοδευτεί με την απαίτηση προσφυγής στη Χάγη σε περίπτωση που ο διάλογος αποτύχει. Και αυτό για τους εξής λόγους:


α) Ενας εφ’ όλης της ύλης διάλογος θα βγάλει στην επιφάνεια τις μαξιμαλιστικές βλέψεις της Τουρκίας, πράγμα το οποίο θα δείξει ξεκάθαρα ποιος είναι ο επιτιθέμενος και ποιος είναι ο αμυνόμενος σε αυτή τη διένεξη. Θα δείξει καθαρά ότι η Τουρκία, προσπαθώντας να καλύψει τα πολυάριθμα εσωτερικά της προβλήματα, επιδίδεται σε ιμπεριαλιστικά παιχνίδια μιας ξεπερασμένης εποχής.


β) Η χώρα μας μπορεί να θέσει μια δεύτερη προϋπόθεση για την έναρξη εφ’ όλης της ύλης διαλόγου: να παρθούν αμοιβαία μέτρα για την εκτόνωση της έντασης και του κινδύνου πολεμικής σύγκρουσης κατά τη διάρκεια των συνομιλιών. Αν η Τουρκία δεν δεχτεί μια τέτοια πρόταση, τότε η χώρα μας κερδίζει πολύτιμο χρόνο ­ χρόνο που τον χρειάζεται σε μια στιγμή όπου όλες μας οι προσπάθειες πρέπει να κατευθύνονται στο να πετύχουμε την ένταξή μας στην ΟΝΕ το 2001.


γ) Αν η Τουρκία, πράγμα πολύ πιθανό, υποβάλει αιτήματα που είναι τελείως απαράδεκτα για μας, ο διάλογος θα αποτύχει προτού μπούμε στο στάδιο σοβαρών διαπραγματεύσεων. Σε αυτή την περίπτωση δεν θα είναι καθόλου για μας το τέλος του κόσμου. Η ιδέα πως η αποδοχή του διαλόγου οδηγεί σε ολέθρια υποχώρηση έχει περισσότερο να κάνει με εθνικιστικό παραλογισμό και λιγότερο με μια ορθολογική εκτίμηση των υπέρ και των κατά του εγχειρήματος. Απεναντίας, η τυχόν αποτυχία ενός εφ’ όλης της ύλης διαλόγου θα μας δώσει την ευκαιρία να ισχυριστούμε ότι τώρα είναι η σειρά της Τουρκίας να εφαρμόσει αυτό που έχει σχεδόν παραδεχτεί: πως αν ο διάλογος αποτύχει, τότε υπάρχει και η λύση προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο. Με αυτόν τον τρόπο, η ιδέα του διαλόγου αντί να βάλει εμάς σε αμυντική θέση θα βάλει την Τουρκία.


Οπως έγινε ακόμη πιο εμφανές με την πρόσφατη αιφνιδιαστική κλιμάκωση της έντασης (δέσμευση για τουρκικές ασκήσεις 17 περιοχών στο Αιγαίο), οι καιροί είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι. Είναι καιρός να πάψουμε να αντιδρούμε αρνητικά. Είναι καιρός, στο διπλωματικό επίπεδο, να βγούμε από το προστατευτικό κέλυφος που έχουμε δημιουργήσει ­ θέτοντας επιτέλους την Τουρκία σε αμυντική θέση.


Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.