Οσα γίνονται το καλοκαίρι μένουν στο καλοκαίρι. Ενας άγραφος νόμος συνωμοσίας σε έναν τόπο που ευλογήθηκε από κλίμα που βοηθάει τις παντός είδους εξομολογήσεις. Οσα λέγονται σε μια βεράντα αυτούς τους μήνες είναι η βαλβίδα ασφαλείας μας, λίγο πριν γίνουν επικίνδυνες οι συσσωρευμένες πιέσεις ενός ακόμη δύσκολου χειμώνα.
Οι μικρές επιθυμίες για ένα τριήμερο κάπου, είναι υπό κλίμακα οι μεγάλοι πόθοι για μια ζωή πιο ξέγνοιαστη.
Ακόμη και το ελαφρύ ντύσιμο είναι ένας κώδικας ελευθερίας, μια αντισυμβατική συμπεριφορά σε μια προκατασκευασμένη politically correct εποχή. Χαλαρές κουβέντες και αρκετή φιλοσοφία δίχως το βαρύ αντίτιμό της που πρέπει να πληρώσεις όταν τη φέρεις αντιμέτωπη με την πραγματική ζωή.
Το καλοκαίρι σκέφτεσαι πως είμαστε φτιαγμένοι μόνο για να περπατάμε ξυπόλυτοι στην άμμο. Ολα τα άλλα είναι λάθος. Ολα τα υπόλοιπα «χρέη» είναι πράγματα που στράβωσαν στην πορεία. Οι μάχες, οι ανταγωνισμοί, τα πένθη, ο κόπος, η ευθύνη, είναι κύτταρα που κακοφόρμισαν και αλλοίωσαν τον γενετικό μας κώδικα.
Ενας στίχος του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα, «λυθήκαν τα μαλλιά σου και καλοκαίριασε», ακούγεται από το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο και κάνει τη Συγγρού Ιούλιο μήνα να φαντάζει άγρια και απάνθρωπη. Τον χειμώνα μάς φαίνεται μια χαρά δρόμος, γιατί τους χειμώνες είμαστε άνθρωποι χωρίς απαιτήσεις. Στη σπηλιά του Πλάτωνα, βολευόμαστε με τις σκιές των σωμάτων. Το καλοκαίρι θέλεις αληθινά σώματα, ολόκληρη την αφή, και την τέχνη της αποπλάνησης στα καλύτερά της.
Είναι τόσο δύσκολες οι τελευταίες χρονιές που δεν το ζούμε το καλοκαίρι σαν παρόν αλλά σαν ανάμνηση. Ανάμνηση μιας ζωής που χωρίς κανένας να μας το έχει υποσχεθεί την περιμέναμε κάπως πιο εύκολη. Η δική μου γενιά την πρόλαβε πιο εύκολη. Ακοπα βέβαια, δίχως να έχουμε ιδρώσει και ιδιαίτερα για αυτή την ευκολία, αλλά κι εκείνο το στερεότυπο πως ό,τι αξίζει πρέπει να γίνεται με τον δύσκολο τρόπο, από ποιον νόμο του Μωυσή προκύπτει και το έχουμε αποδεχτεί άκριτα;
Εχουμε ανάγκη να ζήσουμε και λίγο απρόσεχτα. Να μην κοιτάμε δεξιά και αριστερά περνώντας τον δρόμο. Εκεί που τελειώνει η άμμος να αρχίζει το νερό και αυτή να είναι η μοναδική νομοτέλεια. Δίπλα να μεγαλώνουν τα παιδιά, μόνα τους, χωρίς τον φόβο μας για εκείνα. Τον καταλαβαίνουν, τα ζορίζει, κολλάει επάνω τους σαν άσχημη μυρωδιά. Tο καταλαβαίνουμε κι εμείς πια. Τώρα που δεν έχουμε κάποιον να ανησυχεί τόσο για εμάς. Που είμαστε εμείς κι ο χρόνος. Που έχει γλιστρήσει η μισή παραλία ανάμεσα από τα δάχτυλά μας. Που φαντάζει ατέλειωτη αλλά δεν είναι.
Οσο μεγαλώνουμε, χρειαζόμαστε λιγότερο ύπνο και ξυπνάμε νωρίτερα το πρωί. Γιατί κάποιος φωνάζει «βιάσου!».
Αυτό είναι και το καλοκαίρι. Ενα ακόμη πρωινό που μια φωνή σού λέει «βιάσου, κάτι τελειώνει μέρα με τη μέρα».
Ο κ. Οδυσσέας Ιωάννου είναι συγγραφέας – στιχουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ