Το τρίτο Μνημόνιο τελειώνει, η στρόφιγγα με τα φθηνά δάνεια κλείνει και η Ελλάδα υποχρεωτικά βγαίνει στις αγορές με ένα μαξιλάρι ασφαλείας 24 δισ. για να αντιμετωπίσει κυρίως εξωγενείς κινδύνους.
Πλέον, οι εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης (Moody’s, Fitch, Standard & Poors) αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα, αφού η βαθμολογία τους για την ελληνική οικονομία θα ανάβει κόκκινο ή πράσινο για την αγορά των ελληνικών ομολόγων από τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, επενδυτικά funds, οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων κ.λπ., με λίγα λόγια ό,τι περιγράφουμε με τη λέξη «αγορές».
Οι οίκοι αξιολόγησης δεν έχουν το αλάθητο αλλά μέχρι να βρεθεί κάτι πιο αξιόπιστο η ελληνική οικονομία θα βαθμολογείται από αυτούς.
Πού βρισκόμαστε όμως σήμερα; Τελευταία αξιολόγηση έγινε από τη Standard & Poors την περασμένη εβδομάδα που μας αναβάθμισε κατά μία βαθμίδα από Β σε Β+. Η αξιολόγηση ήταν προγραμματισμένη για τις 20 Ιουλίου, αλλά επιταχύνθηκε μετά τη 10ετή επιμήκυνση του 1/3 του χρέους της Ελλάδος. Η απόφαση αυτή θεωρήθηκε θετική από την S&P αφού, όπως λέει: «Δεν βλέπει επενδυτικούς χρηματοδοτικούς κινδύνους για την επόμενη διετία».
Παρά την αναβάθμιση, η διαφορά απόδοσης του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου σε σχέση με το γερμανικό bond παρέμεινε κοντά στις 410 – 415 μονάδες βάσης. Αυτό εξηγείται καθώς το Β+ της S&P απέχει ακόμη 4 «σκάλες» από το να χαρακτηριστούν τα ελληνικά ομόλογα «επενδύσιμα» στην κλίμακα αξιολόγησης που έχει ο οίκος και να υποχωρήσουν τα επιτόκια δανεισμού. Μάλιστα, το Β+ της S&P είναι η καλύτερη βαθμολογία αφού το Β3 της Moody’ς απέχει έξι βαθμίδες από το «επενδύσιμο» στη δική της κλίμακα και το Β της Fitch πέντε βαθμίδες.
Τι απαιτείται όμως για να ακολουθήσουν συνεχείς αναβαθμίσεις και να απομακρυνθούν τα ελληνικά ομόλογα από την κατηγορία «υψηλού ρίσκου»;
Το αυτονόητο. Να επιτύχει η χώρα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Δύο είναι οι παράγοντες που σύμφωνα με τους ειδικούς θα συμβάλουν σε αυτή την κατεύθυνση: η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων και η μείωση του ιδιωτικού χρέους. Στο πρώτο σκέλος δεν τα πάμε καλά και στο δεύτερο, ενώ υπάρχει βελτίωση στη μείωση των «κόκκινων» δανείων, το σύνολο του ιδιωτικού χρέους («κόκκινα» δάνεια, ληξιπρόθεσμα στην Εφορία, ασφαλιστικά ταμεία) αρχίζει και ξεφεύγει, αφού ξεπερνά τα 240 δισ. ευρώ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ