Στον απόηχο της δραστικής μείωσης της κατασκευαστικής δραστηριότητας και του επενδυτικού και μισθωτικού ενδιαφέροντος στα χρόνια της κρίσης και της δυσπραγίας, η αγορά μοιάζει τελευταία να ξαναβρίσκει τον ρυθμό της –αν και με συγκρατημένο ενθουσιασμό, που πολύ λίγο θυμίζει την κινητικότητα και τις τιμές των μετα-ολυμπιακών χρόνων.
Πράγματι, το τελευταίο διάστημα παρατηρούνται σταθεροποιητικές τάσεις αλλά και θύλακες κάποιας αισιοδοξίας, καθώς:
l Παρατηρείται βελτίωση τόσο του γενικότερου επιχειρηματικού κλίματος (από τον Ιούλιο του 2017) όσο και του δείκτη εμπιστοσύνης στις κατασκευές (από τον Ιανουάριο του 2018).
l Αναστρέφεται η τάση συρρίκνωσης τόσο του ΑΕΠ όσο και των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου –από το α’ 3μηνο του 2107.
l Καταγράφεται μείωση του ποσοστού ανεργίας –από τον Φεβρουάριο του 2017.
l Σημειώνεται αύξηση στην ιδιωτική κατασκευαστική δραστηριότητα (έκδοση αδειών) τόσο πανελλαδικά όσο και στον Νομό Αττικής –από τον Μάρτιο του 2017.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις συνοδεύονται υποχρεωτικά από αστερίσκους, που αφορούν τη θετική επίδραση κυρίως εξωγενών παραγόντων, όπως η ραγδαία πτώση της τιμής του πετρελαίου κατά την 3ετία 2015-17 και οι ευεργετικές συνέπειες που είχε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ στο διαθέσιμο εισόδημα των Ευρωπαίων. Ωστόσο, δεν παύουν να τροφοδοτούν με αισιοδοξία αλλά και απτά αποτελέσματα ορισμένους κλάδους, όπως (πρωταρχικά) τον τουρισμό και τις εξαγωγές και δευτερευόντως την αγορά ακινήτων. Ειδικότερα την αγορά ακινήτων ευνοεί τα τελευταία 1-2 χρόνια και η μεγάλη ρευστότητα των funds (κυρίως ξένων αλλά και ημεδαπών) τα οποία αναζητούν αποδόσεις που να υπερβαίνουν το 4-5% που συναντούν στις ώριμες ευρωπαϊκές αγορές.
Στη μετα-μνημονιακή εποχή θα ήταν εύλογο να αναμένεται η συνέχιση των σταθεροποιητικών και ελαφρά ανοδικών πρόσφατων τάσεων, ωστόσο πιστεύω ότι τον πιο κρίσιμο ρόλο θα παίξουν οι ακόλουθοι 4 παράγοντες:
1. Η εξέλιξη της ρευστότητας του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος και του ύψους των επιτοκίων.
2. Το φορολογικό πλαίσιο που θα ισχύσει –τόσο τα απόλυτα νούμερα των φορολογικών συντελεστών όσο και η σταθερότητα που θα τα διέπει και που με τη σειρά της θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και των επιχειρήσεων γενικότερα.
3. Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών –που μοιραία επηρεάζεται πολύ αρνητικά από το δίδυμο υψηλών φόρων και ασφαλιστικών εισφορών αλλά και από τις περικοπές μισθών και συντάξεων.
4. Η αύξηση της απασχόλησης, έστω και μερικής, που θα δημιουργήσει, πέρα από όλα τα άλλα, ανάγκες για πρόσθετους επαγγελματικούς χώρους.
Τέλος, νεφελώδες παραμένει το τοπίο γύρω από τον φόρο υπεραξίας καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές. Καταλαβαίνουμε ότι ένας από τους άξονες του πολυνομοσχεδίου για τα προαπαιτούμενα-δεσμεύσεις που θα ισχύσουν μετά τη λήξη του μνημονίου αφορά την κατάργηση του μηδέποτε εφαρμοσθέντος αυτού φόρου, ωστόσο ακούγεται και το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή η εφαρμογή του από το 2019 θα ισχύσει κανονικά. Σε πρώτο άκουσμα, η εφαρμογή αναμένεται να αποτελέσει αντικίνητρο και να έχει αρνητική επίδραση στον όγκο συναλλαγών, ωστόσο αυτό θα αφορούσε μάλλον τα παλαιότερα ακίνητα και όχι αυτά που αποκτήθηκαν την τελευταία 20ετία –καθώς οι συνθήκες στις περισσότερες περιπτώσεις δεν επέτρεψαν τη δημιουργία υπεραξίας αλλά μάλλον το αντίθετο.
Η κυρία Δίκα Αγαπητίδου είναι γενική διευθύντρια της Αθηναϊκής Οικονομικής – JLL.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ