Η ολοκλήρωση των προγραμμάτων δημοσιονομικής σταθεροποίησης αποτελεί σημαντικό ορόσημο για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Η επόμενη μέρα ορίζεται από την πρόκληση να διασφαλιστούν το ταχύτερο δυνατό οι προϋποθέσεις εκείνες που μπορούν να υποστηρίξουν μια βιώσιμη και διατηρήσιμη ανάπτυξη στην Ελλάδα μεσοπρόθεσμα.
Η ικανοποίηση αυτής της συνθήκης είναι μονόδρομος καθώς μόνο έτσι θα «θωρακιστεί» η δημοσιονομική εξυγίανση που συντελέστηκε στη χώρα τα τελευταία χρόνια μέσω μιας επώδυνης προσαρμογής. Η ελληνική οικονομία οφείλει να αναζητήσει και να πετύχει τρεις στρατηγικούς στόχους:
˜
Τη συνεκτική εφαρμογή μιας πειστικής αναδιάρθρωσης του χρέους που θα πείσει τις αγορές ότι είναι ασφαλές να επανατοποθετηθούν σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα στην ελληνική αγορά ομολόγων.
˜
Επιστροφή της στις αγορές με λογικά επιτόκια δανεισμού, που θα επιτρέψουν τη χρηματοδότηση της οικονομίας, δίνοντας ταυτόχρονα «σινιάλο» επιστροφής της ελληνικής οικονομίας και των ελληνικών επιχειρήσεων σε συνθήκες κανονικότητας.
˜
Προσέλκυση επενδύσεων και ενίσχυση των ελληνικών εξαγωγών ως οδηγών ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης που δεν θα στηρίζεται πρωτίστως στην κατανάλωση στη βάση αλόγιστου δανεισμού.
«Κλειδί» για να μην επιστρέψει πάλι η οικονομία στο 2010 είναι να ολοκληρωθεί ο μετασχηματισμός στην οικονομία και στη λειτουργία των θεσμών, στο πλαίσιο όμως ενός εθνικού, συγκροτημένου και φιλικού προς τις αγορές προγράμματος οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης.
Να δημιουργήσουμε περιβάλλον δημοσιονομικής σταθερότητας, που θα είναι ταυτόχρονα φιλικό για το επιχειρείν και τις επενδύσεις, την καινοτομία και την εξωστρέφεια, να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις και ο παραγωγικός μετασχηματισμός της οικονομίας, μέσα από τον οποίο θα αναβαθμιστεί και η αγορά εργασίας με τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης με ικανοποιητικές αμοιβές.
Πρόσφατα η Eurobank εκπόνησε εμπεριστατωμένη μελέτη, με συγγραφείς τους Φ. Καραβία και Α. Αναστασάτο, σύμφωνα με την οποία η υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων σε τρεις στρατηγικούς τομείς (ενέργεια, logistics, τουρισμός) θα συμβάλει στην αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου, βοηθώντας την οικονομία να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της και να οδηγήσει στη δημιουργία ΑΕΠ 31,4 δισ. ευρώ σε ορίζοντα 10ετίας και 45 ως και 65,5 δισ. ευρώ σε βάθος εικοσαετίας, καθώς και στη δημιουργία 485.000 – 605.000 θέσεων εργασίας.
Ο τραπεζικός τομέας συνεχίζει να εργάζεται ώστε, μετά τη δοκιμασία των stress tests που ολοκληρώθηκε επιτυχώς, να επικεντρωθεί στην απρόσκοπτη χρηματοδότηση της οικονομίας για να μη χαθούν ευκαιρίες και να συμβάλει από την πλευρά του στην ανάκαμψη. Οι τράπεζες παραμένουν όμως αντιμέτωπες με μεγάλες προκλήσεις, με πρώτη και μεγαλύτερη τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τη στενότητα ρευστότητας λόγω, κυρίως, του αργού ρυθμού επιστροφής των καταθέσεων και την περιορισμένη πρόσβαση στις αγορές.
Ταυτόχρονα, καλούνται να αντιμετωπίσουν τις σοβαρές αλλαγές που επιβάλλουν στο μοντέλο λειτουργίας του οι νέες τεχνολογίες αλλά και ο ανταγωνισμός από μη χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που λειτουργούν χωρίς τους εποπτικούς και ρυθμιστικούς περιορισμούς των τραπεζών.
Βρισκόμαστε, ύστερα από πολλά χρόνια, σε μια νέα αφετηρία που μπορεί να αποδειχθεί, υπό προϋποθέσεις, αφετηρία μιας καλύτερης εποχής για τη χώρα. Δεν θα μας χαριστεί τίποτα όμως. Το αντίθετο μάλλον. Με συλλογική προσπάθεια, συνέπεια, γόνιμη συνεργασία, υπηρετώντας τους κοινούς στόχους, αξιοποιώντας και ενθαρρύνοντας νέες ιδέες, σύγχρονες πρακτικές, δημιουργώντας ευκαιρίες, θα απαντήσουμε με τις πράξεις μας. Εμείς οι ίδιοι θα καθορίσουμε το μέλλον και τις προοπτικές μας.
Ο κ. Κωνσταντίνος Βασιλείου είναι γενικός διευθυντής και επικεφαλής Group Corporate & Investment Banking της Eurobank.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ