Η κρίση του ευρώ που ακολούθησε την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2007-2008 έφερε αντιμέτωπη την Ευρώπη με μια κατάσταση που δεν είχε ούτε τα οικονομικά, ούτε τα θεσμικά, ούτε και τα πολιτικά εργαλεία να αντιμετωπίσει. Οταν το πολυσυζητημένο «ασύμμετρο σοκ», για το οποίο είχε προειδοποιήσει ο νομπελίστας οικονομολόγος Robert Mundell, έκανε την εμφάνισή του, το θεσμικό πλαίσιο και η πολιτική διαχείριση ήταν εμφανώς κατώτερα των περιστάσεων.
Οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν είχαν σκληρές κοινωνικές επιπτώσεις, αύξησαν την ανεργία, τη φτώχεια και την ανισότητα, οδήγησαν στην περιθωριοποίηση μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων και στη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής. Ο διαχωρισμός των κρατών-μελών σε οφειλέτες και πιστωτές μαζί με τα λαϊκιστικά αφηγήματα που αναπτύχθηκαν εκατέρωθεν προκάλεσαν μεγάλες τριβές στο εσωτερικό των χωρών αλλά και στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Ολα αυτά έχουν τραυματίσει σοβαρά την αίσθηση της κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας και αλληλεγγύης και έχουν προκαλέσει βαθύ ρήγμα στη σχέση μεταξύ των ευρωπαϊκών κέντρων εξουσίας και των ευρωπαίων πολιτών. Τελικά, ο μόνος πολιτικά κερδισμένος από αυτή την κατάσταση είναι ο ακροδεξιός λαϊκισμός που αποτελεί τη μεγαλύτερη σύγχρονη απειλή για τις δυτικές Δημοκρατίες.
Η Ελλάδα ήταν η ακραία εκδήλωση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, η πρώτη χώρα που μπήκε και η τελευταία που βγαίνει από πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής. Υστερα από οκτώ και πλέον δύσκολα χρόνια όπου καταγράφηκε απώλεια πάνω από το 25% του ΑΕΠ και της απασχόλησης, μπορούμε να πούμε με κάποια βεβαιότητα ότι οι βασικές μακροοικονομικές ανισορροπίες που μας οδήγησαν σε πρόγραμμα έχουν διορθωθεί: το δημοσιονομικό αποτέλεσμα είναι πλεονασματικό, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχει σχεδόν μηδενιστεί και η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές έχει εν μέρει αποκατασταθεί. Παράλληλα η ελληνική οικονομία φαίνεται να ανακάμπτει, όπως δείχνουν το ΑΕΠ, η απασχόληση και άλλες οικονομικές μεταβλητές. Συνεπώς δεν υπάρχει λόγος να βρισκόμαστε πλέον σε πρόγραμμα.
Πράγματι, η απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου σηματοδοτεί την αρχή του τέλους των ελληνικών προγραμμάτων. Ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε για το χρέος μειώνει σημαντικά τις χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού κράτους για τα επόμενα χρόνια και στρέφει την προσοχή στον παρονομαστή του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, δηλαδή στις προϋποθέσεις της οικονομικής ανάπτυξης.
Αυτό εκ των πραγμάτων θέτει κρίσιμα ερωτήματα για τη χώρα μας μετά το τέλος του προγράμματος, και συγκεκριμένα ποιες θα είναι από εδώ και πέρα οι κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής και ποιος θα είναι υπεύθυνος για την επιτήρησή της.
Οσον αφορά το πρώτο, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι με το τέλος του προγράμματος δεν θα πάψουν να ισχύουν περιορισμοί ούτε ανοίγει ο δρόμος επιστροφής στις πρακτικές του παρελθόντος που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία. Κατ’ αρχάς, η ευρωζώνη διέπεται από ένα αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο με γενικούς κανόνες που ισχύουν για όλες τις χώρες της και ειδικότερους κανόνες που ισχύουν για χώρες που έχουν βγει από πρόγραμμα.
Πέραν των θεσμικών περιορισμών, η Ελλάδα θα συνεχίσει να αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη από τις διεθνείς αγορές, πράγμα που σημαίνει ότι τόσο οι πολιτικές που εφαρμόζονται όσο και τα μηνύματα που στέλνονται δεν πρέπει να εντείνουν τις ανησυχίες που αυξάνουν το κόστος δανεισμού του ελληνικού κράτους.
Τέλος, παρά την ανάκαμψη της οικονομίας, παραμένουν μια σειρά ανοιχτές προκλήσεις όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η συρρίκνωση του ανθρώπινου και φυσικού κεφαλαίου που θα απαιτήσουν συστηματική και επίμονη προσπάθεια στα επόμενα χρόνια. Με λίγα λόγια, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού ούτε και δυνατότητα επιστροφής στις συνήθειες του παρελθόντος. Η διασφάλιση ότι η χώρα μας δεν θα ξαναβρεθεί σε παρόμοια κατάσταση είναι μονόδρομος.
Το δεύτερο ερώτημα είναι, κατά τη γνώμη μου, το σημαντικότερο. Το τέλος του προγράμματος θα επιστρέψει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης καθορισμού της οικονομικής πολιτικής στο εγχώριο πολιτικό προσωπικό, δηλαδή σε τελική ανάλυση στους πολίτες της χώρας που το ψηφίζουν. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις θα πρέπει να αναμετρηθούν με μια σειρά από παθογένειες που χαρακτήρισαν ιστορικά την εξέλιξη του ελληνικού κράτους. Σίγουρα αυτές οι παθογένειες είναι πολλές και πολυδιάστατες, όμως εδώ θα περιοριστώ σε μία που θεωρώ από τις πλέον σημαντικές: την αδυναμία ελέγχου των δημόσιων οικονομικών (το γεγονός ότι πρόκειται για ιστορικών διαστάσεων αδυναμία είναι μάλλον αυταπόδεικτο αν θυμηθεί κανείς πως ήδη πριν από το 2010 το ελληνικό κράτος είχε χρεοκοπήσει άλλες τέσσερις φορές, η πρώτη μάλιστα, το 1827, προτού καλά-καλά αναγνωριστεί διεθνώς ως ανεξάρτητο κράτος).
Η ανάκτηση του ελέγχου των δημόσιων οικονομικών είναι μία από τις πλέον ιστορικές προκλήσεις για τη χώρα μας. Παρότι στο μυαλό των περισσοτέρων η δημοσιονομική σταθερότητα σημαίνει λιτότητα και νέα μέτρα, η αλήθεια είναι πως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Ελεγχος των δημόσιων οικονομικών σημαίνει υπευθυνότητα, διαφάνεια και λογοδοσία στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος. Σημαίνει ότι οι πολίτες είναι σε θέση να γνωρίζουν πώς εισπράττονται και πώς ξοδεύονται τα χρήματά τους, ποια είναι τα δημοσιονομικά περιθώρια και πώς πρέπει να αξιοποιηθούν. Πρόκειται, δηλαδή, για ζήτημα Δημοκρατίας.
Στην κατεύθυνση αυτή, οι μεταρρυθμίσεις του πλαισίου δημοσιονομικής διαχείρισης που νομοθετήθηκαν και εφαρμόστηκαν στη διάρκεια του προγράμματος βελτίωσαν θεαματικά το θεσμικό πλαίσιο, τη μεθοδολογία και τις διαδικασίες άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής στη χώρα μας. Ισως να μην είναι ευρύτερα γνωστό αλλά οι επίσημες δημοσιονομικές αναφορές και στοιχεία που παράγουν οι ελληνικές αρχές είναι από τα πλέον αναλυτικά και αξιόπιστα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτή η αναβάθμιση αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη διεθνούς αξιοπιστίας για τη χώρα μας και πρέπει να προστατευθεί αλλά και να ενισχυθεί με φιλόδοξο τρόπο.
Ωστόσο δεν είναι μόνο θέμα υποχρέωσης απέναντι σε κάποιους εταίρους αλλά θεμελιώδες ζήτημα Δημοκρατίας. Οσο κρίσιμο ζητούμενο κι αν είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της αξιοπιστίας του ελληνικού κράτους απέναντι στους δανειστές του επίσημου και του ιδιωτικού τομέα, ακόμα πιο κρίσιμο ζητούμενο είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του ελληνικού κράτους απέναντι στους έλληνες πολίτες. Αυτή ίσως θα είναι η σημαντικότερη πρόκληση του πολιτικού προσωπικού στο μέλλον.
Ο κ. Φραγκίσκος Κουτεντάκης είναι συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ