Η αναμενόμενη ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου τον Αύγουστο είναι μια ευκαιρία να ξανασυστηθεί η Ελλάδα στη διεθνή κοινότητα και να διεκδικήσει ένα καλύτερο μέλλον με τις δικές της δυνάμεις –σε υγιείς βάσεις αυτή τη φορά.
Δυστυχώς η «στρατηγική ανάπτυξης» που προκρίνεται δεν κομίζει καμία ουσιαστική αλλαγή στο μείγμα πολιτικών που εφαρμόζεται σήμερα και βασίζεται στην υπερφορολόγηση της εργασίας και των παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Συγκεκριμένα και με βάση τα στοιχεία του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2019-2022, οι επίσημες μακροοικονομικές προβλέψεις με ρυθμό ανάπτυξης 2% στην πενταετία 2018-2022 αποτυπώνουν μια κατάσταση οιονεί στασιμότητας της αναπτυξιακής δυναμικής. Ο ρυθμός αυτός κρίνεται αναντίστοιχος της απαιτούμενης ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας.Ενδεικτικά, στο σενάριο αυτό, οι καθαρές εξαγωγές αντί να έχουν θετική και αυξανόμενη συμβολή έχουν, αντιθέτως, μηδενική συνεισφορά στον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Μια άκρως ανησυχητική προσέγγιση, καθώς κατ’ αυτόν τον τρόπο η εξωστρέφεια του «νέου» παραγωγικού προτύπου της χώρας παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες.
Η μεταφορά πόρων (5% του ΑΕΠ) από την κατανάλωση στις επενδύσεις είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν πρόκειται να γίνει χωρίς τον μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου προς μια εξωστρεφή οικονομία. Χωρίς δηλαδή την αύξηση των εξαγωγών και την παράλληλη υποκατάσταση εισαγωγών, που αυξάνουν την παραγωγή, την απασχόληση και τα εισοδήματα.Διαφορετικά, οι επενδύσεις αυξάνουν το κεφαλαιακό απόθεμα των χαμηλής παραγωγικότητας κλάδων, της παραδοσιακής δηλαδή παραγωγικής βάσης της οικονομίας, απορροφώντας την όποια αύξηση της ιδιωτικής αποταμίευσης (μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης). Το αναπτυξιακό αυτό σενάριο είναι μεν εσωτερικά συνεπές, αλλά δεν πρόκειται να μας βγάλει από την κρίση.
Το βασικό διακύβευμα για την επόμενη ημέρα είναι η ικανότητα της χώρας να επανενταχθεί επί ίσοις όροις στην παγκόσμια οικονομία.Δεδομένου ότι η Ελλάδα θα υποχρεούται να λειτουργήσει σε ιδιαίτερα στενές δημοσιονομικές συνθήκες, οφείλει να δημιουργήσει ένα περιβάλλον εξαιρετικά φιλικό προς τις επιχειρήσεις, ικανό να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, εφόσον επιθυμεί να επιτύχει βιώσιμη ανάπτυξη και να συγκλίνει με την Ευρώπη.Κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να επιτευχθεί, γιατί το κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας παραμένει απαγορευτικό, καθώς τροφοδοτείται από έναν συνδυασμό υπερφορολόγησης, υψηλού μη μισθολογικού κόστους, υψηλού κόστους ενέργειας και δυσανάλογα αναποτελεσματικής γραφειοκρατίας και απονομής δικαιοσύνης.
Επιπλέον, η υπερφορολόγηση και η υπερπροοδευτικότητα των φορολογικών συντελεστών προκαλούν στρεβλώσεις στην κατανομή πόρων και στη συλλογή εσόδων, καθώς οδηγούν την οικονομική δραστηριότητα σε χαμηλότερα επίπεδα (χαμηλές επενδύσεις, χαμηλή απασχόληση), στην παρανομία (αδήλωτη εργασία, φοροδιαφυγή, λαθρεμπόριο) και στο εξωτερικό (brain drain, μετανάστευση επιχειρήσεων).
Οι τάσεις αυτές μπορούν να ανατραπούν με προσεκτικές και σταδιακές μειώσεις ασφαλιστικών εισφορών και φορολογικών συντελεστών και μείωση της υπερπροοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος, όχι γιατί έτσι ωφελούνται οι πλούσιοι, το κεφάλαιο κ.λπ., αλλά γιατί έτσι εξυπηρετείται η αξιοκρατία και αμείβεται η επαγγελματική προσπάθεια και η επιχειρηματική επιτυχία, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούνται περισσότεροι πόροι για αποταμίευση και επενδύσεις.
Κατά την άποψη του ΣΕΒ, η στρατηγική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας πρέπει να προβλέπει τα εξής:
l Μείωση του υψηλού και πολύ προοδευτικού μη μισθολογικού κόστους, με στόχο τη σταθερή ενίσχυση της απασχόλησης, της φορολογικής βάσης και της κοινωνικής συνοχής.
l Εισαγωγή δημοσιονομικά ουδέτερων κινήτρων για επενδύσεις προκειμένου να προσελκυσθούν και διευκολυνθούν νέες επενδύσεις σε κλάδους διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών.
l Στρατηγική που θα επιτρέψει τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας και θα επιβάλει –μεταξύ των άλλων –καθολική χρήση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης και των ηλεκτρονικών συναλλαγών, για την αποτροπή της φοροδιαφυγής.
l Οδικό χάρτη για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης.
l Ταχεία αποκατάσταση της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος με εντατική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
l Διατήρηση των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και σύνδεση του κατώτατου μισθού με τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
l Ενίσχυση της διεπαφής μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας και κάλυψη του κενούδεξιοτήτων των εργαζομένων που απαιτεί η προσαρμογή στον αναγκαίο ψηφιακό μετασχηματισμό.
Τα σημερινά προβλήματα και οι ανάγκες της οικονομίας δεν λύνονται ούτε με μαγικές συνταγές, που δεν υπάρχουν, ούτε με γιατροσόφια από το παρελθόν. Προϋποθέτουν κυρίως αλλαγή νοοτροπίας πουνα συνοδεύεται από την έμπρακτη αποφυγή της επιστροφής στις κακές συνήθειες που μας οδήγησαν στην κρίση.
Ο κ. Θεόδωρος Φέσσας είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ