Το αποκαλούμενο διεθνές περιβάλλον κατάφερε στην τρέχουσα δεκαετία να αφυδατώσει εντελώς τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης και να τα μετατρέψει σταδιακά σε ενεργούμενα ενός ανελέητου νεοφιλελευθερισμού. Αν και κατά πόσο εμείς είμαστε εξαίρεση είναι περίπλοκη ιστορία.


Οι καινούργιοι όροι που επεβλήθησαν ως καταλύτες πανευρωπαϊκά και ενδοελλαδικά ακούνε κυρίως στα εξής ονόματα:


Αγορά, ως φυσική και εξ ορισμού αμετακίνητη κατάσταση.


Παγκοσμιοποίηση, ως καθολική ισχύς κανόνων που εξομοιώνουν και ενσωματώνουν σε ένα παγκόσμιο σύστημα τους πάντες και τα πάντα.


Ανταγωνισμός. Λέξη κλειδί που συνιστά την μοναδική κινητήρια δύναμη της ιστορίας.


Οι νέες ιδέες επενεργούν είτε ως ιός, είτε ως εμβόλιο. Εκτοπίζουν άλλες, αποκτούν αίγλη και οπαδούς, ιδίως ανάμεσα στις ελίτ της δημοσιογραφίας, της διανόησης και φυσικά της πολιτικής. Από κει και πέρα ενός κακού μύρια έπονται.


Οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες πέρασαν ως γνωστόν μια σχετικώς μακρά μεταπολεμική περίοδο όπου κεφάλαιο, απασχόληση και κοινωνικό κράτος συνυπήρξαν χάρη στους σκληρούς αγώνες της εργατικής τάξης. Αυτή έληξε ήδη.


Αυτά που και μόνο ως σκέψη θα οδηγούσαν χθες σε ανατροπή κυβενρήσεων, αποφασίζονται τώρα, αδαπάνως για τις κυβερνήσεις από τις Βρυξέλλες: Αλόγιστες αποκρατικοποιήσεις, ανεξήγητες συγχωνεύσεις, και ένα ευρώ, εγγύηση της επ’ άπειρον λιτότητας των εργαζομένων και των επ’ άπειρον περίπου μηδενικού πληθωρισμού ελλειμμάτων και δανεισμού.


Η τυφλή και αδηφάγος αγορά μπροστά στο πάθος της κερδοσκοπίας πολύ λίγο οσφραίνεται την έκρηξη που αναπόφευκτα έρχεται. Μολονότι η κρίση της σύγχρονης δημοκρατίας επηρεάζεται βαθύτατα από τα οικονομικά δρώμενα, αφού κατά την εύστοχη επισήμανση ευρωπαίου αρχισυνδικαλιστή φτάσαμε η αγορά να κυβερνά και οι κυβερνήσεις απλώς να διαχειρίζονται, η δημοκρατία υπό προϋποθέσεις σχετιζόμενες μετη συνειδητοποίηση των μαζών έχει πάντοτε τη δύναμή της. Δεν έχει εξίσου επίγνωση της δύναμής της, που πηγάζει απ’ την καθολικότητα της ψήφου.


Στην Ελλάδα εμφανίζεται συχνά μια σύγχιση ανάμεσα στον σκοπό της εθνικής μας στρατηγικής αναφορικά με την Ενωμένη Ευρώπη και τα μέσα που μπορούν ασφαλέστερα και γρηγορότερα να οδηγήσουν σ’ αυτόν. Είναι κοινή θέληση και κοινός στόχος όλων, ή έστω σχεδόν όλων, η τελική ένταξη στην ΟΝΕ. Εγγενείς αδυναμίες και λάθη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και έκτοτε οδήγησαν την ελληνική οικονομία σε απόκλιση αντί της συγκλίσεως. Ορισμένοι από τους λόγους που προκάλεσαν την ελληνική καθυστέρηση υφίστανται και τώρα. Παραδείγματα: η κρατική σπατάλη, που ενίοτε γίνεται κραιπάλη, επιβιώνει επίμονη, βίαιη και ανυποχώρητη. Η διαφθορά είναι η άλλη όψη της κρατικής σπατάλης.


Έχουμε ενώπιόν μας μιαν επίπονη πορεία προς τη σύγκλιση. Στρατηγικός στόχος που είναι αδύνατο να εξυπηρετηθεί από το προϊόν ξεπουλήματος ακόμη και σε «καλή τιμή» της δημόσιας περιουσίας ή των συνεχών εκ-πτώσεων του κοινωνικού κράτους. Αυτά είναι παράλογες λύσεις. Είναι φρόνιμο, αν και εφόσον ούτε τώρα μπορούμε να εξυγιάνουμε, να απαλλαγούμε για να μην έχουμε από τις προβληματικές β’ γενεάς για να μην έχεις τέτοιες και γ’ γενεάς. Αλλά είναι αλλόκοτο να πουλάμε κερδοφόρες επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα με προχειρότητα, χωρίς πλάνο και με εφήμερο αποτέλεσμα.


Η ιδεολογία της αγοράς εξαπολύει τους τυφλούς «νόμους» της που τσακίζουν τους όποιους δεσμούς αλληλεγγύης της κοινωνίας και τινάζουν στον αέρα την κοινωνική συνοχή. Η αναθεώρηση και η αναδιατύπωση βασικών σημερινών επιλογών καθίσταται αναγκαία.


Στην Ελλάδα προέκυψε αυτά τα χρόνια μια θεοποίηση της σύγκλισης. Αν ρωτήσεις τους φανατικούς ευρωπροπαγανδιστές γιατί αυτή η ψύχωση, θα πάρεις απαντήσεις που θυμίζουν το γνωστό δόγμα της αισθητικής «η τέχνη για την τέχνη»!


Η επιπόλαιη αποδόμηση του δημόσιου τομέα θα έχει σωρευτικές επιπτώσεις στην οικονομία στο μέτρο που κάθε κίνησή της δεν θα εντάσσεται σε ένα πραγματικό και δοκιμασμένο σχεδιασμό, ο οποίος θα προστάτευε σε κάθε περίπτωση τους τομείς στρατηγικού χαρακτήρα. Οι θεωρητικοί της σύγκλισης αντιγράφουν κοινωνικά αποτυχημένα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα που απώθησαν, για να επιτευχθούν, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού τους στην απόγνωση επισημαίνουν με αγωνία ότι το σημαντικότερο γεγονός του τέλους του αιώνα στη Δ. Ευρώπη είναι η έκρηξη της νέας φτώχειας.


Η ελληνική οικονομία πρέπει να ενισχυθεί από την πολιτεία στους τομείς που μειώνουν τις εισαγωγές και αυξάνουν τις εξαγωγές, ενώ δημιουργούν νέες θέσεις απασχόλησης. Παθογενή συμπτώματα που είναι παράγωγα μιας βαθύτερης νοσηρότητας προερχόμενης από τον εύκολο πλουτισμό που επιτυγχάνουν αεριτζήδες και ραντιέρηδες όπως για παράδειγμα το 1,5 δις ημερησίως που δαπανάται εδώ στη ρουλέτα, αυτά πρέπει να χτυπηθούν στη ρίζα τους.


Η ελληνική οικονομία οφείλει να αιμοδοτεί μόνιμα υψηλές στρατιωτικές δαπάνες λόγω της απειλής που υφίσταται η χώρα από τον τουρκικό επεκτατισμό. Η διαρκής τροφοδότηση που δέχεται ο επεκτατισμός αυτός από τις Η.Π.Α., η αναγωγή της γείτονος ως μεγαλοπαίκτη ενός μείζονος γεωπολιτικού παιχνιδιού καθιστά ακαθορίστου τέλους την αντιπαλότητα αυτή και επιβάλλει μακροπρόθεσμη εξασφάλιση αποτρεπτικής ισορροπίας εκ μέρους μας. Πρέπει να αποκτήσουμε πολεμική βιομηχανία ικανή να ανταποκριθεί στις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες μας. Και μια τέτοια βιομηχανία δημιουργεί νέες θέσεις απασχόλησης. Είναι εξωφρενική η μανία με την οποία οι Αμερικανοί υπερασπίζονται την Τουρκία. Ενώ γνωρίζουν την εσωτερική της αστάθεια, την επισφάλεια των συμφερόντων τους, μετατρέπουν το πλην σε συν και ζητούν όπως προ ημερών ο κ. Μπρεζίνσκι («Βήμα» 17/5/98) «Η Ευρώπη και η Αμερική να συμπεριφερθούν κατά τρόπο που να ενισχύει τον δυτικό προσανατολισμό της Άγκυρας και την αυτοπεποίθησή της»! Δηλαδή μονά-ζυγά υπέρ της Τουρκίας. Κορύφωμα το προχθεσινό φιλοτουρκικό ξεδάλωμα του κ. Κλίντον που έβαλε στην ίδια ζυγαριά τον εγκληματία και το θύμα του και αξίωσε από το θύμα να παραδοθεί στον δράστη άνευ αντιστάσεως. Και ο μεν Μπρεζίνσκυ και οι δικοί του θα στηρίξουν την αυτοπεποίθηση της Άγκυρας τη δική μας όμως αυτοπεποίθηση, αποφασιστικότητα και ετοιμότητα οφείλουμε εμείς να τη στηρίζουμε. Ώρα να επιδείξουμε ακάματον ενέργειαν και υψηλήν φύσιν!, όπως ζητεί ο Κάλβος.


Ο κ. Στέλιος Παπαθεμελής είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ, πρώην υπουργός.