Πριν από λίγο καιρό η ελληνική κυβέρνηση έπεισε τους εταίρους μας να δεχθούν την ένταξή μας τον Ιανουάριο του 2001 με τους ίδιους όρους που θα ισχύουν για τα κράτη – μέλη που θα συμμετάσχουν στην ΟΝΕ τον Ιανουάριο του 1999. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι ώρα για θριαμβολογίες. Και δεν πρέπει να θριαμβολογούμε όχι επειδή αυτό που πέτυχε η κυβέρνηση δεν είναι σημαντικό αλλά επειδή αυτό που πετύχαμε είναι μεν η αναγκαία αλλά όχι και η ικανή προϋπόθεση για να μπούμε στην ΟΝΕ σε δύο χρόνια περίπου. Για μένα η ένταξή μας στην ΟΝΕ είναι τόσης ιστορικής σημασίας όσο και η αρχική μας ένταξη στην Κοινότητα. Από αυτή τη σκοπιά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μήνες που μας χωρίζουν ως την αρχή του 2001 είναι εξαιρετικά κρίσιμοι. Μέσα σε αυτό το σχετικά βραχύ διάστημα θα κριθεί αν η χώρα μας θα βρεθεί στο κέντρο ή στην ημιπεριφέρεια/περιφέρεια του ευρωπαϊκού μπλοκ ­ ενός μπλοκ που θα μπορέσει επιτέλους να παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Θα κριθεί, δηλαδή, αν στον αιώνα που έρχεται θα μοιάζουμε πιο πολύ με τη Βουλγαρία ή με την Ολλανδία.


Εθνική ασφάλεια


Ο παραπάνω ισχυρισμός δεν είναι καθόλου παράλογος αν λάβουμε υπόψη μας τα πλεονεκτήματα εντός και τα μειονεκτήματα που θα έχουμε αν βρεθούμε εκτός της ΟΝΕ το 2001. Κατά τη γνώμη μου, σε τρεις βασικούς χώρους η ένταξή μας θα είναι ευεργετική, όχι μόνο για το «κεφάλαιο», όπως υποστηρίζει η παραδοσιακή Αριστερά, αλλά για τη συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού λαού.


Σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, παρ’ όλο που οι εταίροι μας δεν είναι διατεθειμένοι να πάνε σε πόλεμο για μας, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ένταξή μας στο κέντρο μιας ενωμένης Ευρώπης θα βάλει σοβαρά εμπόδια στις αναχρονιστικές, επεκτατικές βλέψεις της γείτονος χώρας. Το ότι θα είμαστε στο κέντρο της Ευρώπης δημιουργεί περισσότερη ασφάλεια σε μας από όλα τα οπλικά συστήματα που θα μπορούσαμε να αγοράσουμε. Αν όχι για άλλον λόγο, γιατί όσους πόρους και αν διαθέσουμε στους εξοπλισμούς, η Τουρκία θα μπορεί πάντα να διαθέτει τα δεκαπλάσια.


Οι «υπερπατριώτες» σε όλα τα κόμματα που βλέπουν με καχυποψία την ΕΕ γενικά και την ΟΝΕ ειδικά θα πρέπει να αναλογισθούν πώς θα είναι οι σχέσεις μας με την Τουρκία αν τυχόν παραμείνουμε στην περιφέρεια της Ευρώπης. Με τα γεωπολιτικά και δημογραφικά δεδομένα των δύο χωρών που αναλυτές σαν τον Κονδύλη σωστά έφεραν στην επιφάνεια (βλέπε σχετικά άρθρα του στο «Βήμα»), ο μόνος τρόπος για να αποφύγουμε μια δεύτερη, μικρασιατικού τύπου καταστροφή είναι η όσο πιο ταχεία ένταξή μας στο κέντρο του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι.


Ευημερία, δημοκρατία, κοινωνική πρόνοια


Μπορεί, όπως ισχυρίζεται η παραδοσιακή Αριστερά, η ΕΕ σήμερα να είναι περισσότερο ένωση κεφαλαίων και λιγότερο ένωση λαών αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να αμφισβητήσει σοβαρά ότι στις δεκαετίες που έρχονται η εργατική τάξη θα ζει καλύτερα (με την έννοια πως θα έχει περισσότερη ευημερία, πολιτική ελευθερία, κοινωνική ασφάλεια και πολιτιστική αυτονομία) αν η χώρα μας βρίσκεται στο ευρωπαϊκό κέντρο παρά στην ευρωπαϊκή ημιπεριφέρεια. Δεν υπάρχει αμφιβολία, με άλλα λόγια, ότι όχι μόνο οι άρχουσες τάξεις αλλά και η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων θα έχει ένα πιο ανθρώπινο επίπεδο ζωής αν η χώρα μας κατορθώσει να παραμείνει στο κέντρο της Ευρώπης, έστω και αν αυτή η Ευρώπη είναι η Ευρώπη του «κεφαλαίου». Χίλιες φορές καλύτερα να ανήκουμε στην Ευρώπη του «κεφαλαίου» από το να γίνουμε στις δεκαετίες που έρχονται μια Βουλγαρία του «κεφαλαίου» ή, ακόμη χειρότερα, μια Βουλγαρία του «λαού» (όπως ήταν η γειτονική μας χώρα στην περίοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού). Είτε αρέσει στη δογματική Αριστερά είτε όχι, η συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού λαού προτιμά να ζει πιο καλά (δηλαδή, με ευημερία και σχετική ελευθερία) σε μια άνιση κοινωνία παρά άσχημα (δηλαδή, με ανέχεια και αυταρχισμό) σε μια πιο ίση κοινωνία.


ΟΝΕ και παγκοσμιοποίηση


Με τα παραπάνω δεν αγνοώ ότι όλο και περισσότερο είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε σε ένα παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα: ένα κοινωνικά άδικο σύστημα που λειτουργεί εις βάρος της εργατικής τάξης στον ανεπτυγμένο κόσμο και εις βάρος ενός σημαντικού κομματιού της ανθρωπότητας στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο. Αλλά, από την άλλη μεριά, είναι ουτοπικό και άκρως ανεύθυνο να αγνοεί κανείς ότι ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος μετασχηματισμού αυτού του βάρβαρου συστήματος είναι να βοηθήσουμε τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό (που, όπως πολλές φορές έχω τονίσει, είναι πιο ανθρώπινος από τον αμερικανικό και πιο δημοκρατικός από τον ασιατικό), να αποκτήσει, μέσω της ενωμένης Ευρώπης, φωνή σε παγκόσμιο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, να μετασχηματισθεί δηλαδή σε οικονομικό μπλοκ ισοδύναμο με αυτό των


ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο που η όσο πιο ταχεία νομισματική και πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης είναι απαραίτητη. Ετσι οι επιλογές που δεν μπορούν να αποφύγουν οι προοδευτικές δυνάμεις σήμερα είναι οι εξής:


* Ή μια κατακερματισμένη Ευρώπη αυτόνομων εθνών – κρατών που θα είναι έρμαια ενός αμερικανικού τύπου καπιταλισμού – καζίνου στο παγκόσμιο επίπεδο.


* Ή μια νομισματικά και πολιτικά ενωμένη Ευρώπη, ικανή να εξανθρωπίσει, δηλαδή να ρυθμίσει κατά σοσιαλδημοκρατικό παρά νεοφιλελεύθερο τρόπο, τη διαδικασία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.


Με άλλα λόγια, η ΟΝΕ είναι αναγκαία (αν όχι και ικανή) προϋπόθεση για να διατηρήσει η Ευρώπη (και να επιβάλει πιο πλατιά) τις σημαντικές κοινωνικές κατακτήσεις που τα εργατικά κινήματά της με τόσες θυσίες απέκτησαν.


Η μελλοντική κυβερνητική πολιτική


Αν όχι όλη η κυβέρνηση, τουλάχιστον ο Πρωθυπουργός και αυτοί που ειλικρινά τον υποστηρίζουν έχουν πλήρη αντίληψη του τι διακυβεύεται στους μήνες που έρχονται. Δυστυχώς όμως αυτή η αριθμητικά μικρή εκσυγχρονιστική ομάδα έχει να αντιμετωπίσει τεράστια εμπόδια όχι μόνο στον χώρο της αντιπολίτευσης αλλά και στον ενδοκομματικό, ακόμη και ενδοκυβερνητικό χώρο. Εχει, με άλλα λόγια, να αντιμετωπίσει μια μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου που είτε βλέπει τα πράγματα στρουθοκαμηλικά είτε αντιπροσωπεύει συμφέροντα που δεν θέλουν με κανέναν τρόπο την αλλαγή, συμφέροντα που είναι διατεθειμένα να θυσιάσουν το καλό του τόπου και το μέλλον της επόμενης γενιάς στον βωμό του βραχυχρόνιου βολέματος και του παπανδρεϊκού τύπου λαϊκισμού. Από την άλλη μεριά, και αυτό είναι το παρήγορο σε όλη αυτή την ιστορία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων, αν είχε ουσιαστική και ακριβή πληροφόρηση, πράγμα που δυστυχώς δεν συμβαίνει σήμερα, θα υποστήριζε το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα του Πρωθυπουργού και θα έλεγε «ναι» στο στοίχημα του 2001.


Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τρεις είναι κατά τη γνώμη μου οι βασικές κινήσεις που πρέπει η κυβέρνηση να κάνει στους επόμενους 18 μήνες:


1. Να διαλέξει πολύ πιο προσεκτικά και μεθοδευμένα (από ό,τι έκανε με την Ολυμπιακή) τους επόμενους τομείς όπου απαιτείται ριζική αλλαγή δομών και να αντιμετωπίσει τις αναπόφευκτες αντιδράσεις και συγκρούσεις με μεγαλύτερη τόλμη και αποφασιστικότητα.


2. Να δώσει καθαρά και έμπρακτα το μήνυμα ότι η απαιτούμενη λιτότητα δεν θα είναι μονόπλευρη. Αυτό μπορεί κάλλιστα να γίνει αν η κυβέρνηση ακολουθήσει μια σοβαρή πολιτική ανακατανομής του πλούτου μέσα στα αυστηρά δημοσιονομικά όρια που η ΟΝΕ απαιτεί (όπως έδειξε η κυβέρνηση Μπλερ, αυτό είναι δυνατόν να γίνει χωρίς την υπόσκαψη της επενδυτικής δραστηριότητας ­ βλ. το σχετικό άρθρο μου στο «Βήμα», 5.4.98). Πρέπει επιτέλους να γίνει ευρέως αντιληπτό ότι άλλο πράγμα η κοινωνική δικαιοσύνη και άλλο η αναχρονιστική κρατική προστασία συντεχνιακών συμφερόντων κρατικοδίαιτων ομάδων που διαιωνίζονται εις βάρος των φορολογουμένων.


3. Να απευθυνθεί ο Πρωθυπουργός (μέσω της τηλεόρασης, περιοδειών στην επαρχία κλπ.) κατευθείαν στον ελληνικό λαό, η πλειονότητα του οποίου δεν έχει ακόμη αντιληφθεί τι σημαίνει για τον ίδιο και για τα παιδιά του το στοίχημα του 2001. Αυτή η κίνηση εμπεριέχει βεβαίως έναν μικρό κίνδυνο «βοναπαρτισμού». Αλλά, δεδομένης της κομματικής αγκύλωσης και του μη λαϊκιστικού χαρακτήρα της σημιτικής διακυβέρνησης, ο κίνδυνος βοναπαρτισμού/αυταρχισμού είναι ελάχιστος και πάντως πολύ μικρότερος από τον κίνδυνο που διατρέχει η Ελλάδα λόγω της χαμηλής ποιότητας της εξωκομματικής αλλά και της εσωκομματικής αντιπολίτευσης να χάσει το στοίχημα του 2001.


Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.