Ενα από τα πιο βαρετά τηλεοπτικά θεάματα είναι οι μεταδόσεις της Βουλής και αυτό αποδεικνύεται από τα νούμερα της AGB. Ακόμα κι αν μια σκληρή συζήτηση στη Βουλή μεταδοθεί απέναντι από την εικοστή τέταρτη επανάληψη του σίριαλ «Κωνσταντίνου και Ελένης», νούμερα θα κάνει το σίριαλ. Αν βουλευτές, εισηγητές, αρχηγοί κομμάτων δούλευαν σε ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό, θα τους είχαν απολύσει όλους. Αν οι συζητήσεις στη Βουλή είχαν ενδιαφέρον, το Κανάλι της Βουλής θα έπαιζε τις παλαιότερες σε επανάληψη. Αν ο κόσμος διψούσε για να τις παρακολουθήσει, θα υπήρχαν pre game και post game shows, όπως στους ποδοσφαιρικούς αγώνες. Ισως το Βρετανικό Kοινοβούλιο, όπου όλοι σηκώνονται όρθιοι, να προσφέρει ένα ωραίο τηλεοπτικό θέαμα. Σίγουρα κάτι συζητήσεις που γίνονται σε «εξωτικά» κοινοβούλια όπως της Ταϊβάν και ολοκληρώνονται με ξύλο να έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από αυτές των βουλευτών μας. Από τις οποίες λείπει και η σκηνοθεσία και το σενάριο.
Με τρελαίνει η φρικτή ομοιότητα πλέον στα ντυσίματα: οι περισσότεροι βουλευτές φοράνε ένα ανοιχτό μπλε σακάκι και ένα γαλάζιο πουκάμισο, που σε κάνει να αναρωτιέσαι πόσα τέτοια σακάκια και πόσα τέτοια πουκάμισα έχουν. Μετά είναι εξαιρετικά βαρετά όσα διαδραματίζονται εντός της αίθουσας όσο ο βουλευτής ρητορεύει. Ακούγεται ύστερα από λίγο ένα μπίου μπίου που παραπέμπει σε ήχο από κάποιο επεισόδιο στον «Πόλεμο των Αστρων»: είναι το σημάδι ότι ο ομιλητής έχει ξεπεράσει τον προβλεπόμενο χρόνο ομιλίας –το περίεργο μπίου μπίου χρησιμοποιείται όπως η κόρνα της γραμματείας του μπάσκετ, με τη διαφορά ότι ο ομιλητής συνεχίζει απτόητος, ενώ στο μπάσκετ η κατοχή μπάλας αλλάζει.
Στη συνέχεια, σχεδόν πάντα, ο πρόεδρος λέει «ολοκληρώστε, παρακαλώ» και ο ομιλητής απαντά «ένα λεπτό, κύριε πρόεδρε» σαν να είναι κλεισμένος σε τουαλέτα και να του χτυπάνε. Το χειρότερο είναι ότι όποιος παρακολουθεί αυτό το πράγμα πάντα πιστεύει πως τα καλύτερα συμβαίνουν εκτός πλάνων. Ειδικά όταν μιλάνε οι αρχηγοί των κομμάτων, υπάρχει πάντα κάποιος που κάτι λέει εναντίον του ομιλητή –τον οποίο ο πρόεδρος ανακαλεί στην τάξη. Σου δημιουργείται η υποψία πως αυτός που φωνάζει έχει βγάλει στη φόρα όλα τα μυστικά του ομιλητή, κι εσύ, μολονότι παρακολουθείς τα πάντα με προσοχή, όχι μόνο δεν τα έχεις ακούσει, αλλά δεν ξέρεις και ποιος είναι αυτός που φωνάζει. Συχνά πυκνά ο στωικός πρόεδρος, καταλαβαίνοντας την αγωνία σου, παρεμβαίνει και αποκαλύπτει το όνομα του καπετάν φασαρία, απευθύνοντας εκκλήσεις του είδους: «Σας παρακαλώ, κυρία Τάδε, ηρεμήστε, τι έχετε πάθει;». Υποθέτεις ότι η κυρία Τάδε έχει δαιμονιστεί και ότι χτυπιέται στα έδρανα σαν να βρίσκεται στο Rock Wave Festival, αλλά δεν τη βλέπεις ποτέ.
Πολλές φορές ο ομιλητής αρχίζει και να συζητά με τον φωνακλά, αλλά εσύ ακούς μόνο τον βουλευτή που αγορεύει και όχι τον άλλον: είναι σαν να παρακολουθείς ένα ντουέτο ανάμεσα σε δύο τραγουδιστές που μικρόφωνο έχει μόνο ο ένας –ακούς, π.χ., το κουπλέ χωρίς το ρεφρέν. Επίσης είναι διασκεδαστική η απαίτηση όλων να απαντήσουν επί προσωπικού. Υστερα από κάθε αγόρευση διάφοροι ζητούν τον λόγο γιατί θίχτηκαν και όταν τον πάρουν θίγουν αυτόν που τους έθιξε. Αν ζητούσε και έπαιρνε κι αυτός τον λόγο, μια συνεδρίαση θα μπορούσε να κρατήσει επ’ άπειρον –προκαλώντας τη ζήλια της κυρίας Ζωής Κωνσταντοπούλου, που όταν ήταν Πρόεδρος φρόντιζε οι συνεδριάσεις να κρατούν ημέρες ολόκληρες –ίσως και εβδομάδες.
Ισως το πράγμα να είχε μεγαλύτερο τηλεοπτικό ενδιαφέρον αν δεν ακούγαμε αυτούς που μιλάνε, αλλά υπήρχε ένας δημοσιογράφος που περιέγραφε τι λέγανε –όπως οι σπορτκάστερ στα ματς, δηλαδή. Σε αυτή την περίπτωση θα μαθαίναμε και στοιχεία για τη ζωή του βουλευτή, πόσες παρουσίες έχει στη Βουλή, τι έχει κάνει στην καριέρα του, αλλά και πώς συμπεριφέρεται στον μαγικό τόπο που λέγεται καφενείο της Βουλής και που το φαντάζομαι σαν έναν χώρο όπου οι βουλευτές παίζουν πρέφα. Βάλτε έναν Μανώλη Μαυρομμάτη να μεταδώσει την επόμενη συζήτηση –να πει, π.χ., «ο Βασίλης Λεβέντης θαυμάσια, απαντάει από καλή θέση». Να ανατριχιάσει ο κόσμος και να περιμένει, αντί για κορόνες, ένα γκολ…