Αντίθετα με τις κυρίαρχες αναλύσεις και πεποιθήσεις, η προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών και προεδρικών εκλογών στην Τουρκία δεν οφείλεται στην υποτιθέμενη βουλιμία του Ταγίπ Ερντογάν για περισσότερη εξουσία και χρήμα αλλά ούτε και στην επερχόμενη οικονομική κρίση.
Οφείλεται σε κάτι πολύ βαθύτερο και στρατηγικό που αφορά το μέλλον αυτής της χώρας. Η απόφαση επίσπευσης των εκλογών αποτέλεσε επιλογή του τουρκικού βαθέως κράτους, δηλαδή των ενόπλων δυνάμεων και των υπηρεσιών πληροφοριών της χώρας, προκειμένου να προλάβουν τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή αναφορικά με το κουρδικό ζήτημα. Επιδίωξη αυτών των δυνάμεων είναι να καταργήσουν το κοινοβουλευτικό σύστημα και να εγκαθιδρύσουν ένα αλά τούρκα προεδρικό με όλες τις εκτελεστικές εξουσίες συγκεντρωμένες στα χέρια του προέδρου και χωρίς θεσμικούς ελέγχους και αντίβαρα. Επιθυμούν να εγκαθιδρύσουν μια δημοκρατικοφανή δικτατορία ούτως ώστε και να ελέγξουν απόλυτα το εσωτερικό αλλά και να αποφύγουν την διεθνή κατακραυγή.
Κεντρικός στόχος αυτών των θεσμικών και πολιτικών αλλαγών είναι η σε βάθος χρόνου αποτροπή και εξουδετέρωση της πολιτικής επιρροής των Κούρδων καθώς και η αποκατάσταση της κρατικής εξουσίας μετά από τις μαζικές εκκαθαρίσεις Γκιουλενιστών και άλλων φιλοδυτικών στελεχών της δημόσιας διοίκησης. Το τουρκικό κράτος επιχειρεί να ξανασταθεί στα πόδια του και να κάνει reboot, επιστρέφοντας στις εργοστασιακές του ρυθμίσεις. Επιπλέον η εισβολή του τουρκικού στρατού στη Συρία και στο Ιράκ και η πιθανότητα επέκτασης των εχθροπραξιών προϋποθέτουν πλήρη έλεγχο του κρατικού συστήματος στο εσωτερικό και περιθωριοποίηση όσων δυνάμεων αντιτίθενται σε αυτές τις τυχοδιωκτικές πολιτικές. Για όλους αυτούς τους λόγους η χώρα εξακολουθεί να παραμένει σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης εδώ και δύο χρόνια.
Είναι γεγονός ότι το παραδοσιακό κεμαλικό κρατικό κατεστημένο ποτέ δεν είδε με καλό μάτι την ανάδυση ενός αυτόνομου κουρδικού πολιτικού δρώντα στο πολιτικό σύστημα της χώρας γιατί θεωρούσε ότι απειλείται η κρατική ιδεολογία, ο κεμαλικός εθνικισμός, η ενότητα και η ασφάλεια της χώρας. Επομένως πάγια επιδίωξη της “βαθιάς Τουρκίας” είναι η περιθωριοποίηση του κουρδικού κινήματος όπως αυτό σήμερα εκφράζεται από το κόμμα HDP. Αν το κουρδικό κόμμα αφηνόταν να δράσει ελεύθερα, σε λίγα χρόνια θα αποτελούσε ίσως τη δεύτερη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη του τουρκικού κοινοβουλίου λαμβάνοντας υποστήριξη και από φιλελεύθερους δυτικότροπους Τούρκους, από μεγάλα τμήματα της νεολαίας της αλεβιτικής θρησκευτική κοινότητας αλλά και από μετριοπαθείς σουνίτες μουσουλμάνους που επιθυμούν ειρηνική επίλυση του κουρδικού προβλήματος και εκδημοκρατισμό!
Έτσι το κουρδικό κόμμα θα συμμετείχε με αξιώσεις σε μελλοντικές κυβέρνησης συνασπισμού, σε συνεδριάσεις του συμβουλίου εθνικής ασφαλείας αλλά και στη διοίκηση κρίσιμων κρατικών θεσμών από την άμυνα και τις μυστικές υπηρεσίες μέχρι τα υπουργεία ενέργειας, παιδείας και εξωτερικών. Επιπλέον πολλά νομοσχέδια θα εξαρτώνταν από την ψήφο των βουλευτών του. Εκτός των προαναφερθέντων, οι επίσημες κρατικές προβλέψεις και στατιστικές για συντριπτικές δημογραφικές ανατροπές υπέρ του κουρδικού πληθυσμού στην Ανατολία τα επόμενα χρόνια καθώς και οι εξελίξεις σε Ιράκ και Συρία, ήρθαν να εντείνουν τους τουρκικούς φόβους για μελλοντική κουρδική κυριαρχία στην Τουρκία αλλά και στη Μέση Ανατολή.
Έτσι το τουρκικό βαθύ κράτος αποφάσισε να εκκαθαρίσει το κουρδικό πολιτικό κίνημα στο εσωτερικό του, φυλακίζοντας δημάρχους, χιλιάδες στελέχη του αλλά και την ίδια την ηγεσία του. Παράλληλα ξεκίνησε πόλεμο εναντίον της ένοπλης πτέρυγά του, το ΡΚΚ, εντός και εκτός Τουρκίας. Οι δυνάμεις που αυτή τη στιγμή ελέγχουν το κράτος στην Τουρκία θεωρούν πως το κουρδικό πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί μόνο μέσω των όπλων! Το δηλώνουν άλλωστε δημόσια δίχως κανέναν ενδοιασμό. Πρόκειται για έναν άκρως επικίνδυνο παραλογισμό που απειλεί να βάλει φωτιά σε ολόκληρη την περιοχή. Επιπλέον ο σχεδιασμός και η επιδίωξη του τουρκικού κράτους για αλλοίωση των δημογραφικών ισορροπιών στις κουρδικές επαρχίες αλλά και στη βόρεια Συρία είναι κομμάτι αυτής της στρατηγικής εξόντωσης και εξανδραποδισμού των κούρδων και των δημοκρατικών κοινωνικών δυνάμεων γενικότερα.
Η αλλαγή του συντάγματος και του πολιτειακού καθεστώτος της Τουρκίας σε αλά τούρκα προεδρικό, στοχεύει στο να αποκλείσει διά παντός από την πολιτική διαδικασία και από την λήψη των αποφάσεων όχι μόνο την κουρδική κοινότητα, αλλά και την σουνιτική μουσουλμανική μετριοπαθή μεσαία τάξη, τους φιλελεύθερους αλεβίτες και τους εκκοσμικευμένους φιλοδυτικούς τούρκους πολίτες που επιθυμούν διακαώς ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της χώρας τους. Αυτές οι κοινωνικές ομάδες επιδιώκουν περαιτέρω αποκέντρωση και ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αντ᾽αυτού, ο στρατός και οι μυστικές υπηρεσίες, μέσω του Ερντογάν και άλλων ελεγχόμενων συστημικών πολιτικών δρώντων, προωθούν ακόμα μεγαλύτερο συγκεντρωτισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι την ατζέντα Ερντογάν, εκτός από τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί, πρόεδρο της ναζιστικής τουρκικής ακροδεξιάς και άνθρωπο του βαθέως κράτους, την υποστηρίζει δημόσια ακόμα και η γνωστή εθνικίστρια πρώην πρωθυπουργός Τανσού Τσιλέρ καθώς και άλλα στελέχη του παλαιού κεμαλικού εθνικιστικού κατεστημένου τα οποία είναι γνωστά και για την ιδιαίτερη “αγάπη” τους προς την δική μας χώρα. Επομένως, λίγο νόημα έχει αν θα κερδίσει ο Ερντογάν ή ο Ιντζέ. Τουλάχιστον στο ορατό μέλλον, η Τουρκία θα παραμείνει Τουρκία…και μάλιστα πιο επιθετική! Ας μην καλλιεργούμε ψευδαισθήσεις. Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ιστορικών διαστάσεων πρόκληση.




Ο Νίκος Κ. Μιχαηλίδης είναι διδάκτορας ανθρωπολογίας του Πρίνστον.