Υπάρχουν ειδήσεις στο επιστημονικό ρεπορτάζ που αποτελούν «στάνταρντ» πρωτοσέλιδα, όπως συνηθίζουμε να λέμε εμείς οι δημοσιογράφοι –από την άποψη της σπουδαιότητάς τους, της καινοτομίας τους, των νέων δρόμων που ανοίγουν στην έρευνα αλλά και στην ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Μια τέτοια καλή είδηση ήταν εκείνη που πριν από περίπου μια πενταετία μάς πρωτοσυνέστησε το «μοριακό ψαλίδι» CRISPR/Cas9, μια τεχνική επεξεργασίας του γονιδιώματος που αφορά την κατά βούληση πρόσθεση, αφαίρεση ή τροποποίηση τμημάτων στην αλληλουχία του DNA σε ελάχιστο χρόνο και με ελάχιστο κόστος. Οι καλές ειδήσεις όμως σε σχέση με αυτή την τεχνική που έδειχνε να υπόσχεται θεραπεία πλήθους νόσων δεν σταμάτησαν πέντε χρόνια πριν, αλλά συνέχισαν να αυξάνονται: για παράδειγμα, πέρυσι μάθαμε ότι στην Κίνα ασθενής με καρκίνο έγινε ο πρώτος παγκοσμίως που υποβλήθηκε στη μέθοδο –λίγο αργότερα ξεκίνησαν αντίστοιχες κλινικές δοκιμές και στις ΗΠΑ –ενώ πάλι μέσα στο 2017 αυτός ο «επεξεργαστής» του «κειμένου» του DNA φάνηκε ότι μπορεί να αναστρέψει και την τύφλωση σε ποντίκια με γλαύκωμα. Το επόμενο διάστημα μάλιστα αναμένεται να ξεκινήσουν πολλές ακόμη δοκιμές του CRISPR ενάντια σε νόσους όπως η δρεπανοκυτταρική αναιμία.
Μια μέθοδος λοιπόν που φαίνεται να είναι έως και… μαγική. Και ξαφνικά πριν από κάποιες ημέρες η μαγεία άρχισε να χάνεται, όταν δύο ανεξάρτητες μελέτες που δημοσιεύθηκαν στην έγκριτη επιθεώρηση «Nature Medicine» έδειξαν ότι το CRISPR, που μεταξύ άλλων υπόσχεται να νικήσει ακόμη και τον καρκίνο, φαίνεται να αυξάνει τον κίνδυνο για καρκίνο! Στις μελέτες αυτές οι επιστήμονες –η μια ομάδα προερχόταν από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα στη Στοκχόλμη ενώ η δεύτερη από τη φαρμακευτική εταιρεία Novartis –ανέφεραν ότι κύτταρα των οποίων το γονιδίωμα έχει υποστεί επιτυχή επεξεργασία με το CRISPR μπορούν στη συνέχεια να μετατραπούν σε καρκινικά.
Πώς κατέληξαν οι δύο ομάδες σε αυτό το αναπάντεχο και ανησυχητικό συμπέρασμα; Να σημειωθεί αρχικώς ότι εργάστηκαν με διαφορετικούς τύπους ανθρώπινων κυττάρων –οι ειδικοί του Καρολίνσκα με κύτταρα του αμφιβληστροειδούς χιτώνα του ματιού ενώ οι ειδικοί της Novartis με πολυδύναμα βλαστικά κύτταρα. Ωστόσο αμφότερες οι ομάδες παρατήρησαν το ίδιο φαινόμενο: όταν το «ψαλίδι» κόβει τη διπλή έλικα του DNA, το τραύμα που προκαλείται ενεργοποιεί ένα βιοχημικό «κουτί πρώτων βοηθειών» στο οποίο καταλυτικό ρόλο παίζει ένα γονίδιο, το p53. Το γονίδιο αυτό επιδιορθώνει τη βλάβη ή κάνει το κύτταρο να αυτοκαταστρέφεται. Οποια και αν είναι η δράση του p53, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η τεχνική CRISPR δεν είναι αποτελεσματική είτε επειδή η γενετική επεξεργασία έχει ακυρωθεί αφού το «γενετικό τραύμα» έχει επιδιορθωθεί είτε επειδή το κύτταρο έχει πεθάνει. Η ανακάλυψη αυτή πιθανώς εξηγεί γιατί το CRISPR είναι σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικό –μόνο μια μικρή μειονότητα κυττάρων υφίσταται τη σωστή επεξεργασία. Το μεγάλο πρόβλημα τώρα είναι ότι όσα κύτταρα επιβιώνουν έχοντας υποστεί την επεξεργασία επιβιώνουν ακριβώς επειδή διαθέτουν ένα δυσλειτουργικό p53. Και δυσλειτουργικό p53 σημαίνει αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου –όχι σπανίως αλλά συχνά, όπως δείχνουν οι αριθμοί: οι μεταλλάξεις του συγκεκριμένου γονιδίου είναι ένοχες για σχεδόν τους μισούς καρκίνους των ωοθηκών, το 43% των καρκίνων του παχέος εντέρου, το 38% των καρκίνων του πνεύμονα, σχεδόν το ένα τρίτο των καρκίνων του παγκρέατος, του στομάχου και του ήπατος και το 25% των καρκίνων του μαστού (μεταξύ άλλων).
Ολα αυτά μπορεί να σας φαίνονται άκρως επιστημονικά, αλλά το δια ταύτα τελικώς είναι άκρως πρακτικό: πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις (γενικώς στη ζωή) αλλά και σε ό,τι αφορά τις θεραπείες. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ρίξουμε το CRISPR –ή όποια άλλη υποσχόμενη μέθοδο εμφανιστεί στο μέλλον –τόσο εύκολα… στην πυρά. Ακόμη και οι ειδικοί που επέστησαν προσοχή μετά τις τελευταίες δύο δημοσιεύσεις, δεν ανέφεραν ξαφνικά ότι ο «επεξεργαστής του γονιδιώματος» πρέπει σε μια στιγμή να μετατραπεί από το θεωρούμενο μέλλον της ιατρικής σε… παρελθόν. Ανέφεραν όμως κάτι το οποίο οφείλουμε όλοι να έχουμε στον νου μας. Πανάκειες δεν υπάρχουν, υπάρχουν θεραπείες περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικές ανάλογα με τη νόσο, την περίπτωση, τον κάθε οργανισμό. Δεν θέλουμε να περάσουμε ένα απαισιόδοξο μήνυμα, αλλά ένα μήνυμα ρεαλιστικό –για τους ασθενείς αλλά και για όλους εμάς τους δημοσιογράφους του πεδίου. Διότι ο υπέρμετρος ενθουσιασμός μπορεί να χαρίζει καλά πρωτοσέλιδα, αλλά μπορεί και να βλάψει σοβαρά την υγεία…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ