Στο επίκεντρο της συζήτησης που ήδη ξεκίνησε για την αναθεώρηση του Συντάγματος βρίσκεται το ζήτημα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη θητεύουσα Βουλή, ούτως ώστε να αποφεύγεται η πρόωρη διάλυσή της και η εσπευσμένη προσφυγή στις κάλπες. Ακούγεται, μάλιστα, ότι η αλλαγή του τρόπου εκλογής του ανώτατου άρχοντα θα πραγματοποιηθεί είτε με την πρόβλεψη μιας διαδικασίας αλλεπάλληλων ψηφοφοριών, έως ότου επιτευχθεί η αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων ή των δύο τρίτων, είτε με την αντικατάσταση της σχετικής συνταγματικής ρήτρας της αυξημένης πλειοψηφίας με αυτήν της απλής ή και της σχετικής πλειοψηφίας από τη θητεύουσα Βουλή.


Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα αποφεύγεται πάντως έτσι η διάλυση της Βουλής και η προκήρυξη πρόωρων εκλογών, στην περίπτωση που δεν συμπίπτουν χρονικά η λήξη της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας με το πέρας της βουλευτικής περιόδου.


Ανεξάρτητα από την ορθότητα ή μη αυτών των προτάσεων, που προωθούνται από την κυβέρνηση και θα προσλάβουν την οριστική τους μορφή στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, η κεντρική επιδίωξή τους είναι να εξασφαλισθεί η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από τη θητεύουσα Βουλή, ώστε η θητεύουσα κυβέρνηση να μην αναγκάζεται να διακόπτει πρόωρα τη θητεία της. Μπορεί βέβαια έτσι να μετατρέπεται το ζήτημα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από σχετικά ανεξάρτητη σε πλήρως εξαρτημένη πολιτική μεταβλητή, μπορεί ακόμη να κλονίζεται, υπέρμετρα ίσως, η θεσμική ισορροπία μεταξύ των συντεταγμένων εξουσιών του κράτους και να ενισχύεται ακόμη περισσότερο ο πρωταγωνιστικός ρόλος της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού στο πολίτευμα.


Το καθαρό όμως όφελος από τη σκοπιά της πρακτικής πολιτικής είναι ότι με τις νέες ρυθμίσεις αυξάνονται τα περιθώρια της ελευθερίας της (κάθε) κυβέρνησης ως προς το ζήτημα του προσδιορισμού του χρόνου των εκλογών. Ενώ δηλαδή σε μια πρώτη ανάγνωση η κυβερνητική πρόταση εμφανίζεται να υπηρετεί την ανάγκη της αποφυγής των πρόωρων εκλογών και της επιμήκυνσης της θητείας της Βουλής και της κυβέρνησης, σε ένα δεύτερο επίπεδο το βαθύτερο νόημα και η βασική επιδίωξη είναι να διασφαλίσει η κυβέρνηση την αποκλειστική νομή και κατοχή του δικαιώματος της πρόωρης διάλυσης της Βουλής και της προκήρυξης των εκλογών, σε συνθήκες και όρους που αυτή ελέγχει.


Το «μήλον της Εριδος» είναι ακριβώς οι πρόωρες εκλογές και ποιος διαθέτει το πάνω χέρι σε αυτές. Γιατί αν η κυβέρνηση εξασφαλίσει το αποκλειστικό προνόμιο της πρόωρης, όσο και αιφνιδιαστικής, διάλυσης της Βουλής και της προσφυγής στις κάλπες, όποτε αυτή το κρίνει πολιτικά σκόπιμο και επωφελές, αυτό αποτελεί φυσικά μια σαφώς προτιμότερη κατάσταση από το να εμφανίζεται συρόμενη στις εκλογές από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, λόγω της αδυναμίας εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη θητεύουσα Βουλή.


Αν το «μήλον της Εριδος» είναι ουσιαστικά οι πρόωρες εκλογές, αξίζει συνεπώς να διερευνηθεί κατά πόσον τα διαθέσιμα ιστορικά δεδομένα επιβεβαιώνουν αυτή την υπόθεση: ότι δηλαδή η πρόωρη διάλυση της Βουλής και η διεξαγωγή εκλογών από τη θητεύουσα κυβέρνηση λειτουργούν πράγματι θετικά για αυτήν.


Από το 1844, που πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες βουλευτικές εκλογές, μετά την κατάργηση του πολιτεύματος της απόλυτης μοναρχίας του Οθωνος, ως τις τελευταίες εκλογές του Σεπτεμβρίου 1996, πραγματοποιήθηκαν στη χώρα μας 57 εκλογικές αναμετρήσεις. Πράγμα που δείχνει ότι σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα των περίπου 150 χρόνων, εκλογές διενεργούνταν κάθε περίπου 30 μήνες, κατά μέσο όρο. Σε πραγματικές τιμές ωστόσο οι εκλογές διεξάγονταν σε διάφορες ιστορικές περιόδους και για διάφορους λόγους είτε συχνότερα είτε αραιότερα. Ετσι την περίοδο λ.χ. 1872-75 εκλογές γίνονταν περίπου κάθε χρόνο, πράγμα που επαναλήφθηκε και την περίοδο 1950-52. Ενώ δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις εκείνες που μέσα στον ίδιο χρόνο πραγματοποιήθηκαν δύο εκλογικές αναμετρήσεις, λ.χ. το 1910, το 1915 και το 1989. Εκλογές όμως πραγματοποιήθηκαν στη χώρα μας και σε διαστήματα πολύ μεγαλύτερα των 30 μηνών. Ετσι κατά την ανώμαλη δεκαετία 1936-46 έγιναν εκλογές μόνο δύο φορές, λίγο πριν από τη δικτατορία του Μεταξά και λίγο μετά την Κατοχή. Ενώ και την περίοδο 1964-74 εκλογές πραγματοποιήθηκαν πάλι μόνο δύο φορές, την πρώτη λίγο καιρό πριν από το ξέσπασμα της κρίσης του 1965 και τη δεύτερη αμέσως μετά την κατάρρευση της δικτατορίας των συνταγματαρχών.


Θητεία της Βουλής και εξαιρέσεις


Το Σύνταγμα του 1844 καθιέρωσε τον κανόνα της τριετούς διάρκειας της θητείας της Βουλής. Αυτός ήταν ένας κανόνας που τηρήθηκε σχεδόν απαρέγκλιτα, κατά την περίοδο ισχύος αυτού του Συντάγματος, δεδομένων και των πολιτικών συνθηκών, που επικρατούσαν τότε (συνταγματική μοναρχία).


Στη συνέχεια το Σύνταγμα του 1864 καθιέρωσε την αρχή της τετραετούς διάρκειας της θητείας της Βουλής, μια αρχή που στην πράξη μάλλον παραβιάστηκε παρά τηρήθηκε. Τα χρόνια που ακολούθησαν τη θέσπιση του νέου Συντάγματος ο «κανόνας» που διαμορφώθηκε στην πράξη ήταν μάλλον η πρόωρη διάλυση της Βουλής και η εσπευσμένη προσφυγή στις κάλπες, παρά η εξάντληση της θητείας της Βουλής και η συμπλήρωση της βουλευτικής περιόδου.


Ως πιθανές εξαιρέσεις στον κανόνα της πρόωρης διάλυσης της Βουλής θα μπορούσαν ωστόσο να θεωρηθούν οι δύο μεγάλες κυβερνητικές θητείες του Τρικούπη (1882-85 και 1887-90), καθώς και αυτή του Θεοτόκη (1906-10). Ενώ ως πολιτικά ιδιάζουσα (sui generis) θα πρέπει να χαρακτηρισθεί η περίπτωση της αναβίωσης της Βουλής των «Λαζάρων» του 1915 και η αντισυνταγματική επιμήκυνση της θητείας της από τον Βενιζέλο ως το 1920.


Με τα δεδομένα επομένως της ιστορικής περιόδου που εγκαινιάστηκε με τις πολιτικές και τις συνταγματικές μεταβολές του 1862-64 προκύπτει ότι ο κανόνας που διαμορφώθηκε έκτοτε είναι η πρόωρη διάλυση της Βουλής. Ετσι από το σύνολο των 50 εκλογικών αναμετρήσεων που πραγματοποιήθηκαν από το 1862 και μετά, οι 38 (ήτοι το 76%) από αυτές οφείλονταν σε πρόωρη διάλυση της Βουλής.


Το ποσοστό αυτό περιορίζεται κατά τι και μόλις ξεπερνά το 68%, αν συνεκτιμηθεί το σύνολο των πρόωρων διαλύσεων της Βουλής (39) επί του συνόλου των εκλογικών αναμετρήσεων (57). Παραμένει όμως μια εξαιρετικά υψηλή αναλογία, πράγμα που δικαιολογεί την εξαγωγή του συμπεράσματος ότι ο «κανόνας» στην πολιτική ζωή της χώρας μας είναι όχι η εξάντληση του συνταγματικά προβλεπόμενου ορίου της θητείας της Βουλής αλλά μάλλον η πρόωρη διάλυσή της και η διεξαγωγή πρόωρων εκλογών.


Η προσφυγή στις κάλπες και η ανανέωση της λαϊκής εντολής αποτελεί βέβαια τη μόνη ορθή και την έσχατη διέξοδο στις πολιτικές κρίσεις, τις αμφισβητήσεις και τις διαφορές μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων για την αντιμετώπισή τους.


Το ερώτημα παραμένει ωστόσο αν και σε ποιο βαθμό το γεγονός τη πρόωρης διάλυσης της Βουλής συνδέεται θετικά με τις εκλογικές προοπτικές της θητεύσουας κυβέρνησης. Εξυπηρετεί δηλαδή την επανεκλογή και τη διατήρηση στην εξουσία της κυβέρνησης που τις αποφασίζει και τις πραγματοποιεί. Γιατί είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι η θητεύουσα και επισπεύδουσα τις εκλογές κυβέρνηση βρίσκεται σε μια κατ’ αρχήν προνομιακή θέση έναντι των αντιπάλων της ως προς το ζήτημα αυτό. Αν μη τι άλλο, διότι η πρόωρη διάλυση της Βουλής ενέχει πάντοτε, έστω άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, το στοιχείο του αιφνιδιασμού, που εκ των πραγμάτων ευνοεί τον επισπεύδοντα και τον λιγότερο εκτεθειμένον σε αυτόν. Επιπλέον η θητεύουσα κυβέρνηση που προωθεί ή διεξάγει τις εκλογές είναι κατ’ αρχήν σε θέση να προσδιορίσει, και πάλι άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, τους όρους της εκλογικής αναμέτρησης, μέσω λ.χ. της ευνοϊκής για αυτήν αλλαγής του εκλογικού νόμου.


Τα ιστορικά δεδομένα



Αξίζει συνεπώς να δούμε αν αυτές οι υποθέσεις επαληθεύονται από τα δεδομένα της ιστορικής εμπειρίας και διαθέτουν ως εκ τούτου μιαν έστω και περιορισμένη προγνωστική χρησιμότητα και αξία.


Ξεκινώντας από την 35ετία 1844 – 1875 παρατηρείται ότι από τις 15 εκλογικές αναμετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο αυτή μόνο σε δύο από αυτές η κυβέρνηση που διεξήγαγε τις εκλογές απέτυχε και να τις κερδίσει και να διατηρηθεί στην εξουσία και ύστερα από αυτές. Αυτές ήταν η κυβέρνηση Μαυροκορδάτου το 1844 και η κυβέρνηση Τρικούπη το 1875. Σε όλες τις λοιπές περιπτώσεις φάνηκε να ισχύει ο «κανόνας» ότι η κυβέρνηση που διενεργεί τις εκλογές είναι αυτή που τις κερδίζει. Η ισχύς του «κανόνα» αυτού, κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, θα πρέπει να θεωρηθεί ως ακόμη μεγαλύτερη, αν συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι οι δύο αποκλίνουσες περιπτώσεις ήταν πράγματι εξαιρετικές (μετατροπή του πολιτεύματος, θέσπιση νέου Συντάγματος, καθιέρωση του κοινοβουλευτισμού).


Την επόμενη ωστόσο περίοδο, της έντασης του δικομματισμού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ιδίως όσον αφορά την πόλωση των πολιτικών αντιπαραθέσεων και την ανάδειξη ισχυρών πολιτικών ηγετών, φαίνεται να επέρχεται μεγαλύτερη ισορροπία στις εκλογικές επιτυχίες των κομμάτων και των ηγετών τους. Ετσι η ισχύς του «κανόνα» ότι κερδίζει τις εκλογές η κυβέρνηση που τις διενεργεί φαίνεται να κλονίζεται και να κάμπτεται. Ενδεικτικά αναφέρεται το εκλογικό και πολιτικό pas de deux μεταξύ Κουμουνδούρου και Τρικούπη αρχικά, και Τρικούπη και Δηλιγιάννη κατόπιν.


Κατά τη δεκαετία μάλιστα του 1890 (1890 – 1902 για την ακρίβεια) οι πέντε εκλογικές αναμετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο αυτή φάνηκε ανατρέπουν πλήρως τον «κανόνα» ότι τις εκλογές κερδίζει η κυβέρνηση που τις διεξάγει. Αντίθετα την περίοδο αυτή καμία από τις πέντε κυβερνήσεις που διενήργησαν τις εκλογές δεν διατηρήθηκε στην εξουσία ύστερα από αυτές. Ετσι ο μεν Τρικούπης ηττήθηκε δύο φορές από τον Δηλιγιάννη, νίκησε μία φορά τους αντιπάλους του, όπως έπραξε και ο διάδοχός του, ο Θεοτόκης, στις τελευταίες εκλογές του 19ου αιώνα, ενώ ο Δηλιγιάννης εγκαινίασε τον νέο αιώνα με μια ακόμη, την τελευταία όμως, νίκη του στις εκλογές.


Τελικά με την άνοδο του Βενιζέλου στην εθνική πολιτική σκηνή ο παλαιός «κανόνας» ότι τις εκλογές κερδίζει η κυβέρνηση που τις διενεργεί φαίνεται να επιστρέφει και πάλι στο πολιτικό προσκήνιο. Αυτό συμβαίνει με τις εκλογές του 1910 και του 1912, αναιρείται όμως στη συνέχεια με τρόπο εντυπωσιακό στις εκλογές του 1915 και ιδίως του 1920, όταν η θητεύουσα επί μακρόν στην εξουσία κυβέρνηση του Βενιζέλου υπέστη εκλογική πανωλεθρία μέσα σε ιδιάζουσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες.


Αυτή ήταν και η πρώτη αλλά όχι η τελευταία φορά που θητεύουσα κυβέρνηση του Βενιζέλου ηττήθηκε στις εκλογές. Μολονότι ο Βενιζέλος ήταν ο πρωθυπουργός (ο Κυβερνήτης) που διενεργούσε τις εκλογές προκειμένου να τις κερδίσει και δεν δίσταζε για τον σκοπό αυτό να λαμβάνει διάφορα μέτρα (περιλαμβανομένων λ.χ. της πρόωρης διάλυσης της Βουλής και της συγκυριακής αλλαγής του εκλογικού νόμου), στις εκλογές του 1932 και του 1933 η θητεύουσα κυβέρνηση του Βενιζέλου δεν μπόρεσε να αποφύγει την ήττα της.


Ποιος επωφελείται


Στο ερώτημα επομένως ποιος επωφελείται από τις πρόωρες εκλογές, η απάντηση μοιάζει κατ’ αρχήν να μην είναι απολύτως σαφής. Πράγματι από το σύνολο των 57 εκλογικών αναμετρήσεων, που πραγματοποιήθηκαν από το 1844 ως σήμερα, εντοπίζονται 28 καθαρές περιπτώσεις (ήτοι το 49% του συνόλου) στις οποίες η θητεύουσα πολιτική κυβέρνηση που διεξήγαγε τις εκλογές διατηρήθηκε στην εξουσία και ύστερα από αυτές. Στις υπόλοιπες 29 περιπτώσεις (που αντιστοιχούν στο 50,8% του συνόλου) η κυβέρνηση που διαξήγαγε τις εκλογές είναι διαφορετική από αυτήν που σχηματίστηκε και κατέλαβε την εξουσία ύστερα από αυτές.


Τα στοιχεία αυτά εμφανίζουν μια κατ’ αρχήν αμφίσημη εικόνα σχετικά με τις εκλογικές προοπτικές και δυνατότητες της εκάστοτε θητεύουσας κυβέρνησης. Αν εξαιρεθεί όμως ο αριθμός των 12 αμιγώς ή οιονεί υπηρεσιακών κυβερνήσεων (αυτών δηλαδή που δεν έλαβαν οι ίδιες μέρος στην εκλογική αναμέτρηση)1, τότε οι περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η θητεύουσα κυβέρνηση που διεξήγαγε τις εκλογές ηττάται σε αυτές περιορίζονται στις 17 (ήτοι 29,8% επί του συνόλου). Πράγμα που δείχνει ότι τελικά οι περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η θητεύουσα κυβέρνηση ηττάται στις εκλογές είναι συγκριτικά πολύ λιγότερες από εκείνες στις οποίες αυτή κερδίζει (28, ήτοι 49%).


Εξάλλου το ποσοστό αυτό αυξάνεται κατά τι περισσότερο (περίπου 5,2%), αν συνυπολογισθούν οι περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η θητεύουσα πολιτική κυβέρνηση, που βρισκόταν στην εξουσία αμέσως πριν από την υπηρεσιακή κυβέρνηση που διεξήγαγε τις εκλογές, επανήλθε στην εξουσία ύστερα από αυτές. Ετσι η κυβέρνηση Καραμανλή επανήλθε στην εξουσία μετά τις εκλογές του 1958, τις οποίες διεξήγαγε η υπηρεσιακή κυβέρνηση Γεωργακόπουλου, γεγονός που επαναλήφθηκε και μετά τις εκλογές του 1961, τις οποίες διεξήγαγε η υπηρεσιακή κυβέρνηση Δόβα.


Στην κατηγορία αυτή ανήκει και η περίπτωση των εκλογών του 1964, τις οποίες διεξήγαγε η υπηρεσιακή κυβέρνηση Παρασκευόπουλου, αλλά η πολιτική κυβέρνηση που βρισκόταν στην εξουσία πριν από τις εκλογές και ύστερα από αυτές ήταν η ίδια, αυτή του Γ. Παπανδρέου.


Αυτές οι τρεις γνωστές περιπτώσεις στις οποίες η θητεύουσα πολιτική κυβέρνηση αντικαθίσταται πρόσκαιρα από μια μεταβατική υπηρεσιακή κυβέρνηση και επανέρχεται στην εξουσία μετά τις εκλογές, θα πρέπει να συμπεριληφθούν στη γενικότερη κατηγορία των 28 καθαρών περιπτώσεων, στις οποίες η θητεύουσα κυβέρνηση διατηρείται στην εξουσία και μετά τις εκλογές. Ο αριθμός τους αυξάνει έτσι στις 31 ήτοι 54,3% του συνόλου. Αυτό είναι εύλογο, διότι η προ των εκλογών θητεύουσα πολιτική κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι αντικαθίσταται προσωρινά από μια υπηρεσιακή, εξακολουθεί κατά τεκμήριο να διαθέτει και να αξιοποιεί μια σειρά από πραγματικά και συμβολικά συστημικά πλεονεκτήματα ή και τον «αέρα της νίκης», που προσφέρει η παραμονή της στην εξουσία για μεγαλύτερο ή μικρότερο διάστημα.


Τα στοιχεία αυτά φαίνεται συνεπώς να ενισχύουν την αρχική μας βασική υπόθεση ότι η θητεύουσα πολιτική κυβέρνηση διατηρείται στην εξουσία και μετά τις εκλογές, στο μέτρο που διαθέτει την πρωτοβουλία και τα συστημικά και συμβολικά πλεονεκτήματα για τη διενέργεια και τη διεξαγωγή τους είτε άμεσα από την ίδια είτε από άλλη, υπηρεσιακή, κυβέρνηση.


Αν μάλιστα συνδυασθεί η παράμετρος της πρόωρης διάλυσης της Βουλής και της διεξαγωγής εκλογών από τη θητεύουσα κυβέρνηση, προκύπτει ότι από τις 39 περιπτώσεις της πρόωρης διάλυσης της Βουλής περίπου στις μισές από αυτές (20, ήτοι 51,2%) βγαίνει κερδισμένη η θητεύουσα και επισπεύδουσα κυβέρνηση, μια και διατηρείται στην εξουσία και μετά τις εκλογές.


Παραδειγματικές περιπτώσεις


Αν επιπλέον συνεκτιμηθούν στην κατηγορία αυτή και οι τρεις sui generis υπηρεσιακές κυβερνήσεις, που αναφέρθηκαν προηγουμένως και λειτούργησαν εκ των πραγμάτων μέσα σε ένα κλίμα ευνοϊκό για τη θητεύουσα πολιτική κυβέρνηση, τότε ο συνολικός αριθμός των επωφελών για τη θητεύουσα κυβέρνηση πρόωρων εκλογών ανέρχεται στις 23 και αντιστοιχεί στο περίπου 59% του συνόλου.


Αντίθετα οι καθαρές περιπτώσεις στις οποίες η πρόωρη διάλυση της Βουλής αποβαίνει εις βάρος της θητεύουσας και επισπεύδουσας κυβέρνησης και υπέρ της αντιπολίτευσης είναι μόνο εννέα (ήτοι 23%). Με πρώτη εξ αυτών την ήττα του Τρικούπη στις εκλογές του 1875, οπότε και εξαγγέλθηκε η «αρχή της δεδηλωμένης» και τελευταία την ήττα του Μητσοτάκη στις εκλογές του 1993, τις οποίες αναγκάστηκε να διενεργήσει πρόωρα, λόγω της μετ’ ασφαλείας τεκμαιρόμενης απώλειας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της κυβέρνησής του2.


Η αξία της συμπερασματικής εκδοχής ότι η θητεύουσα και επισπεύδουσα τις πρόωρες εκλογές κυβέρνηση τη μία στις δύο περιπτώσεις κερδίζει σε αυτές, ενισχύεται ακόμη περισσότερο αν ληφθούν υπόψη και οι «παραδειγματικές» περιπτώσεις. Εκείνες δηλαδή οι περιπτώσεις στις οποίες ο «κανόνας» ότι η θητεύουσα κυβέρνηση κερδίζει τις πρόωρες εκλογές λειτούργησε με τρόπο ξεκάθαρο και επιβεβαιώθηκε πλήρως από τα αποτελέσματα. Στην κατηγορία αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανήκουν λ.χ. η νίκη του Τρικούπη στις εκλογές του 1887, του Δηλιγιάννη το 1905, οι δύο διαδοχικές εκλογικές νίκες του Βενιζέλου το 1910 και το 1912, καθώς και αυτή του 1928, οι νίκες του Καραμανλή το 1956, το 1958 και το 1961, του Παπανδρέου το 1964 και του Καραμανλή ξανά το 1977. Στην ίδια κατηγορία θα πρέπει, τέλος, να καταταχθεί και η τελευταία νίκη του Σημίτη στις εκλογές του 1996, που διενεργήθηκαν επίσης πρόωρα αξιοποιώντας κατάλληλα το ευνοϊκό κλίμα και τον αέρα της νίκης που υπήρχε για την κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό. Υπάρχουν ωστόσο και εντυπωσιακές εξαιρέσεις που αν δεν επιβεβαιώνουν, δεν αλλοιώνουν όμως ουσιωδώς τον «κανόνα». Σε αυτές περιλαμβάνονται ενδεικτικά η ήττα του Κουμουνδούρου στις εκλογές του 1881, του Τρικούπη το 1885, του Βενιζέλου το 1920 και του Καραμανλή το 1963.


1. Στον κατάλογο αυτό περιλαμβάνονται οι ακόλουθες κατά σειρά κυβερνήσεις: Ν. Δηλιγιάννη (1895), Σκουλούδη (1915), Κονδύλη (1926), Δεμερτζή (1936), Θεοτόκη (1950), Κιουσόπουλου (1952), Γεωργακόπουλου (1958), Δόβα (1961), Μαυρομιχάλη (1963), Παρασκευόπουλου (1964), Γρίβα (1989) και Ζολώτα (1990).


2. Αλλες σχετικές περιπτώσεις είναι αυτές του Κουμουνδούρου το 1881, του Τρικούπη το 1885, του Κωνσταντόπουλου το 1892, του Ζαΐμη το 1902, του Γούναρη το 1915, του Ελευθέριου Βενιζέλου το 1933 και του Σοφοκλή Βενιζέλου το 1951. Ο επιδιωκόμενος σκοπός


Αν ο ιστορικά εξαγόμενος «κανόνας» της πρόωρης διεξαγωγής των εκλογών και της συνήθους νίκης σε αυτές της θητεύουσας και επισπεύδουσας κυβέρνησης δικαιολογεί τη βάσιμη υποψία ότι η νυν θητεύουσα κυβέρνηση του Κ. Σημίτη θα διενεργήσει, όπως και την προηγούμενη φορά, πρόωρες εκλογές, αυτό είναι κάτι που θα αποδειχθεί στη συνέχεια. Απόλυτη βεβαιότητα δεν μπορεί να υπάρξει ούτε για το ένα (ότι θα γίνουν οπωσδήποτε πρόωρες εκλογές) ούτε για το άλλο (ότι θα τις κερδίσει η θητεύουσα κυβέρνηση).


Ούτως ή άλλως η δυνατότητα πρόγνωσης στα κοινωνικά και στα πολιτικά ζητήματα είναι πάντοτε επισφαλής και πεπερασμένη. Τα ιστορικά δεδομένα στην καλύτερη των περιπτώσεων παρέχουν μιαν αίσθηση του παρελθόντος και ίσως κάποιες ενδείξεις για ενδεχόμενες τάσεις και προοπτικές. Γιατί όπως λέει και το απόσπασμα του Φιλοστράτου, που παραθέτει στο ποίημά του «Σοφοί δε προσιόντων» ο Καβάφης, «Θεοί μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε γιγνομένων, σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται».


Εκείνο που φαίνεται ωστόσο ως μάλλον βέβαιο ως προς τα «γιγνόμενα» και ίσως και τα «προσιόντα» είναι ότι η βασική επιδίωξη της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης είναι όχι μόνο να εξασφαλισθεί η εκλογή στο μέλλον του Προέδρου της Δημοκρατίας από την εκάστοτε θητεύουσα Βουλή αλλά κυρίως να μην κλονίζεται από τη διαδικασία αυτή η θητεύουσα κυβέρνηση. Και αυτό όχι για να αποφεύγονται οπωσδήποτε οι πρόωρες εκλογές· αντίθετα κάτι τέτοιο δεν συνάδει με τα δεδομένα της ιστορικής εμπειρίας, όπως εξετέθησαν προηγουμένως.


Αλλος φαίνεται να είναι ο επιδιωκόμενος αντικειμενικός σκοπός: να αφαιρεθεί μια ανεξάρτητη από τη θέληση της κυβέρνησης πολιτική μεταβλητή, η υποχρεωτική διάλυση της Βουλής λόγω αδυναμίας εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, προκειμένου να διευρυνθούν αναλόγως τα περιθώρια ελευθερίας της κυβέρνησης ως προς τον καθορισμό της χρονικής στιγμής της διενέργειας των εκλογών. Δεν είναι δηλαδή ότι η κυβέρνηση δεν επιθυμεί ή ότι αποκλείει τις πρόωρες εκλογές αλλά μάλλον ότι επιδιώκει την αποκλειστική χρήση και άσκηση αυτού του προνομιακού δικαιώματος, της αιφνιδιαστικής εξαγγελίας και διενέργειας πρόωρων εκλογών, όποτε αυτή το κρίνει πολιτικά σκόπιμο και επωφελές.


Αυτό εξάλλου είναι κάτι που έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν στη χώρα μας και δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι θα πάψει να συμβαίνει στο μέλλον. Οι ενδείξεις μάλλον συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου.