Το κείμενο της συμφωνίας στο οποίο κατέληξαν οι κυβερνήσεις Αθηνών και Σκοπίων αποτελεί προϊόν ενός ωφέλιμου συμβιβασμού με θετικό γεωπολιτικό πρόσημο. Ενισχύοντας πολυεπίπεδα το εύρος δράσης και τις επιμέρους στοχεύσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια. Τόσο για τον τόπο μας όσο και για την περιφερειακή ασφάλεια και σταθερότητα. Πόσο μάλλον όταν η επίλυση του ζητήματος αναφορικά με την επίσημη ονομασία της πΓΔΜ πραγματοποιείται σε μία περίοδο όπου παραμένει διάχυτη η αίσθηση σκεπτικισμού και αβεβαιότητας για το μέλλον των Δυτικών Βαλκανίων. Εκεί όπου γίναμε μάρτυρες του πλέον σαρωτικού εθνικισμού μετά τον Β΄ΠΠ. Στο πέρασμα του οποίου οι αλυτρωτισμοί και οι ιστορικές μνήμες αναβίωσαν με τον πλέον εφιαλτικό τρόπο.
Η περίοδος όπου η Ευρώπη προσποιείται πως διευρύνεται και οι χώρες της περιοχής προσποιούνται πως μεταρρυθμίζονται πρέπει να λάβει τέλος. Χωρίς την ένταξη στις ευρωπαϊκές (ΕΕ) και ευρωατλαντικές δομές (ΝΑΤΟ), η βαριά κληρονομιά του παρελθόντος από κοινού με την εύθραυστη περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων θα καταστεί μη βιώσιμη και εν τέλει θα καταρρεύσει. Με τη γεωπολιτική να έχει επιστρέψει στην Ευρώπη ως απόρροια της κρίσης στην Ουκρανία, τυχόν αποτυχία της Δύσης δεν θα την κεφαλαιοποιήσει μόνο η Ρωσία αλλά και η Τουρκία, η Κίνα και χώρες του Κόλπου. Η πΓΔΜ αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση αυτού που ονομάζουμε «κράτος ανάχωμα» και εξακολουθεί να παραμένει ευάλωτη. Προστατεύοντας και ενισχύοντας την εδαφική ακεραιότητα και τη συνοχή της, θωρακίζουμε τα εθνικά μας συμφέροντα. Αντιθέτως, η αποσταθεροποίησή της θα προκαλέσει ντόμινο εξελίξεων και θα ναρκοθετήσει τις δυνατότητες άσκησης «έξυπνης ισχύος» και ελκτικής δύναμης εκ μέρους της χώρας μας.
Η συμφωνία προσφέρει στην Ελλάδα ένα ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας για να επιστρέψει στον φυσικό της χώρο με όρους εθνικής αυτοπεποίθησης και δυναμικής εξωστρέφειας. Αποδεικνύοντας πως οι σύγχρονες κοινωνίες και δημοκρατίες δεν κρίνονται μόνο από το ιστορικό τους παρελθόν αλλά κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται το παρόν για να χτίσουν το μέλλον τους. Σφυρηλατώντας με τη γειτονική χώρα έναν στρατηγικό συνεταιρισμό πολλαπλής δικτύωσης. Εκείνον που θα την οδηγήσει στο ασφαλές ευρωπαϊκό λιμάνι και θα την προφυλάξει από την απειλή μια νέας βαλκανικής φουρτούνας. Ο δρόμος δεν θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα και θα παραμείνει για αρκετά χρόνια δύσβατος και ανηφορικός. Ως εκ τούτου, είναι ο μεγάλος γείτονας (η Ελλάδα) που θα πρέπει να δώσει τον τόνο, διαχειριζόμενος με ώριμο και υπεύθυνο τρόπο την ισχύ του. Είναι ο αδύναμος που νιώθει ανασφάλεια και όχι ο ισχυρός. Σε διαφορετική περίπτωση, θα είναι εθνικά επιζήμιο να ασκήσουμε (για ακόμη μία φορά) εξωτερική πολιτική με ανορθολογικό τρόπο, διαποτισμένη από στοιχεία αμυντικής νοοτροπίας και φοβικών συνδρόμων.
Στις διεθνείς σχέσεις ο παράγοντας χρόνος αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο. Κάθε άλλο παρά κύλησε υπέρ μας το διάστημα που μεσολάβησε. Είναι ήδη υψηλό το τίμημα που καταβάλαμε και είναι πολλά τα χρόνια που θυσιάσαμε στον βωμό του «διπλωματικού αυτισμού», της πατριωτικής πλειοδοσίας και του λαϊκίστικου εθνικισμού. Πλην της χρήσης στρατιωτικής ισχύος, δοκιμάσαμε κάθε πιθανό μέσο για να επιτευχθεί η ανεδαφική μαξιμαλιστική μας θέση. Από τη «διπλωματία των συλλαλητηρίων» μέχρι και την επιβολή οικονομικού εμπάργκο απολαύσαμε το ταξίδι της βολικής μας φαντασίωσης. Καταφέραμε μάλιστα να πετάξουμε τόσο ψηλά ώστε να αποξενωθούμε από τη διεθνή κοινότητα. Οταν επιτέλους αντιληφθήκαμε πως δεν είμαστε οι μόνοι στον κόσμο που θα αποφασίσουμε για την τύχη μιας χώρας, προσγειωθήκαμε στη διεθνοπολιτική πραγματικότητα και συμβιβαστήκαμε με μια ενδιάμεση συμφωνία αρκετά κατώτερη από εκείνη των προτάσεων και των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης που προέβλεπε το «πακέτο Πινέιρο».
Λαμβάνοντας υπόψη πως με το καθεστώς Γκρουέφσκι δεν θα προέκυπτε καμία δυνατότητα επίτευξης συμφωνίας, πλέον δεν υπάρχει το στρατηγικό περιθώριο για την απώλεια και της τελευταίας ευκαιρίας. Πολύ περισσότερο όταν το πολιτικό και διπλωματικό μας κεφάλαιο θα πρέπει άμεσα να συγκεντρωθεί και να διοχετευτεί στην αντιμετώπιση της υπαρκτής –και όχι φαντασιακής –απειλής εκ μέρους της αναθεωρητικής Τουρκίας που φιλοδοξεί να καταστεί περιφερειακή υπερδύναμη. Αν δεν το πράξουμε και επιλέξουμε να είμαστε εμείς που θα υπονομεύσουμε τη συμφωνία με την πΓΔΜ και άρα να πυροβολήσουμε τα πόδια μας καθώς –μεταξύ άλλων –η συμφωνία θα αναχαιτίσει την επιρροή της Αγκυρας στα Σκόπια, τότε θα πρόκειται για οδυνηρή επιβεβαίωση του ισχυρισμού του τούρκου πρωθυπουργού Γιλντιρίμ. Πως η Ελλάδα είναι ένα μικρό κι ασήμαντο βιλαέτι. Κι όμως δεν είναι!
Ο κ. Σωτήρης Σέρμπος είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο ΔΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ