Μπορεί το «Μακεδονικό» να συγκλονίζει τη χώρα, αλλά το μεγάλο παιχνίδι συνεχίζει να παίζεται στη ζώνη της Οικονομίας, και ιδιαιτέρως σε εκείνη της διευθέτησης του χρέους.
Ολες οι πληροφορίες από τις Βρυξέλλες, τη Φρανκφούρτη και το Βερολίνο, παρά τα εκπεμπόμενα αισιόδοξα μηνύματα από την Αθήνα, παραπέμπουν σε δυσκολίες και «μίζερη» αντιμετώπιση των χρεών μας.
Ορισμένοι εκ των εταίρων θα προτιμούσαν μια τυπική ρύθμιση που θα τους έβγαζε απλώς από την υποχρέωση και δεν δείχνουν διατεθειμένοι να προκρίνουν ένα γαλαντόμο σχήμα που θα καθιστούσε ευκρινή και αδιαμφισβήτητη τη βιωσιμότητα του χρέους.
Κατά τα φαινόμενα, το προκρινόμενο σχήμα ρύθμισης θα ορίζεται από επαναγορές των ακριβών δανείων του IMF και της ECB, από σχετικά υψηλό αποθεματικό, και η επιμήκυνση των χρεών του EFSF θα εξαρτηθεί από τη χρήση των αδιάθετων ποσών του μεγάλου δανείου της διάσωσης. Οσο μεγαλύτερες θα είναι οι επαναγορές ακριβότερων δανείων τόσο μικρότερη θα είναι η επιμήκυνση.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ελπίζει ότι ο συνδυασμός των επιμέρους πράξεων θα οδηγεί σε βιώσιμο χρέος, θα δίνει ένα καθαρό σήμα στις διεθνείς αγορές και στους ξένους επενδυτές και θα εξασφαλίζει ομαλή πορεία τουλάχιστον μέχρι το 2030.
Ωστόσο διατηρεί τις ανησυχίες του, καθώς η Μέρκελ πιέζεται από τους βαυαρούς χριστιανοκοινωνιστές, οι οποίοι κατευθύνονται σε ολοένα και συντηρητικότερες θέσεις, με κίνδυνο να θέσουν εμπόδια στην επιδιωκόμενη από εμάς ασφαλή διευθέτηση του χρέους.
Γι’ αυτό και η Αθήνα διεκδικεί πέραν της ρύθμισης και δέσμευση ότι το 2030 θα επανεκτιμηθεί η πορεία χρέους με πρόβλεψη και νέας ρύθμισης αν χρειαστεί.
Αν τώρα δεν επιβεβαιωθεί ο κυβερνητικός στόχος και επικρατήσουν ενδεχόμενες γερμανικές επιφυλάξεις ως προς το ιδανικό σχήμα ρύθμισης του ελληνικού χρέους, τα πράγματα κινδυνεύουν να πάρουν άλλη τροπή.
Αν δηλαδή αντί μιας ρύθμισης που θα οδηγεί σε βιώσιμο χρέος προσφερθεί διευκόλυνση μικρής διάρκειας, η οποία δεν εκκαθαρίζει την εκκρεμότητα παρά διατηρεί την αμφιβολία για τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, τότε ο κίνδυνος για την ελληνική προσπάθεια θα είναι μεγάλος.
Στην περίπτωση αυτή το απαιτούμενο ισχυρό σήμα επανεκκίνησης προς τους διεθνείς επενδυτές δεν θα δοθεί και, αντιθέτως, θα μεταδοθούν σήματα αμφισβήτησης και καχυποψίας.
Υποτίθεται ότι οι εταίροι είχαν δεσμευθεί για μια γενναία ρύθμιση, η οποία θα έλυνε το πρόβλημα της βιωσιμότητας του χρέους, θα επανέντασσε την Ελλάδα κατά τρόπο σαφή και αυτόνομο στο διεθνές οικονομικό σύστημα και θα της προσέφερε την ευκαιρία ή, καλύτερα, τον «αέρα» να ανοίξει τα πανιά της και να αναπτυχθεί με ταχείς ρυθμούς.
Αυτό ήταν άλλωστε και το μεγάλο κίνητρο για την ολοκλήρωση του σκληρού προγράμματος διάσωσης.
Αν λοιπόν δεν εξελιχθούν ομαλά τα πράγματα, αν η ρύθμιση είναι «κολοβή», η ελληνική οικονομία θα κινδυνεύσει να εγκλωβιστεί σε αυτό που ονομάζεται «παγίδα χρέους», δηλαδή σε ένα περιβάλλον παρατεταμένης επιτήρησης και αμφισβήτησης, με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, χωρίς μεγάλες δημοσιονομικές δυνατότητες κάλυψης των πάμπολλων κοινωνικών αναγκών και, βεβαίως, χωρίς το ξεχωριστό κύμα διεθνών επενδύσεων, που θα της προσέφερε δυναμική και θα την καθιστούσε τόπο προόδου και ευημερίας.
Στην περίπτωση αυτή η χώρα μας θα μείνει εξαρτημένη από τη βοήθεια των άλλων, θα εκλιπαρεί για αυτήν και θα την αναμένει, όπως τώρα, στο τέλος κάθε μικρής περιόδου χάριτος.
Μπορεί να αντιληφθεί ο καθένας πόσο προβληματική θα είναι για την πορεία της χώρας μια τέτοια εξέλιξη. Γι’ αυτό και έχουν όλοι, κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι, σοβαρούς λόγους να συντονίσουν τις δυνάμεις τους προκειμένου να επιτευχθεί μια αξιόπιστη ρύθμιση του χρέους, ικανή να απαλλάξει την ελληνική οικονομία από την αμφιβολία, την καχυποψία και τη διαρκή αμφισβήτηση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ