Το φάντασμα του «Μακεδονικού», το εκκρεμές και χρονίζον ζήτημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, απειλεί και πάλι να ανατινάξει την πολιτική ζωή και μαζί τη σταθερότητα της χώρας, που τόσο χρειάζεται σε τούτη την κρίσιμη για την οικονομία συγκυρία.
Η επίδρασή του υπήρξε καταλυτική το 1992 και όπως εξελίσσονται τα πράγματα πιθανόν να επιδράσει αναλόγως και τώρα, 26 χρόνια από την ανάδειξή του.
Φέρει, χωρίς αμφιβολία, μεγίστη ευθύνη ο Πρωθυπουργός, επειδή –κατά την πάγια πρακτική του –θέλησε να «εργαλειοποιήσει» το όλο ζήτημα, να μετατρέψει δηλαδή την όποια ευκαιρία επίλυσής του σε ευκαιρία έκθεσης των πολιτικών του αντιπάλων και δημιουργίας συνθηκών πολυδιάσπασης του αντιπολιτευτικού μετώπου.
Με την όλη στάση του στις διαπραγματεύσεις, με την υπεροψία και την αδιαφάνεια που χαρακτηρίζει τις πρωτοβουλίες του, αλλά και με την ανοχή που επέδειξε και επιδεικνύει απέναντι στον ανεκδιήγητο συνέταιρό του, που θέλει να είναι «και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ», προκάλεσε τις άλλες πολιτικές δυνάμεις και έχασε την ευκαιρία υποτυπώδους συναίνεσης, χωρίς την οποία δεν επιλύονται εθνικά θέματα, ιδιαιτέρως εκείνα που ερεθίζουν την κοινή γνώμη και διεγείρουν τα αισθήματα του ελληνικού λαού.
Είναι αλήθεια ότι πολλούς εξέπληξε η αντίδραση των πολιτών και σίγουρα αιφνιδίασε την κυβέρνηση, η οποία υπέθετε ότι ο χρόνος έχει αμβλύνει τα προ εικοσιπενταετίας πάθη.
Παρά ταύτα, δεν θέλησε να προσαρμόσει τη στάση και τη συμπεριφορά του, ούτε αναζήτησε τη συνεννόηση ή έστω την υποτυπώδη συμμετοχή τουλάχιστον των «συστημικών» πολιτικών δυνάμεων στην αναζήτηση της προσφορότερης λύσης για το «Μακεδονικό».
Αντιθέτως, αναδεικνύοντας στον αυτό χρόνο την υπόθεση της Novartis και αποδίδοντας κατηγορίες στο μισό πολιτικό σύστημα όξυνε τις αντιθέσεις, αποκλείοντας από την όλη συζήτηση ακόμη και εκείνους που «έβλεπαν» την ανάγκη επίλυσης του συγκεκριμένου εθνικού θέματος και μπορεί να θεωρούσαν ότι είναι καιρός πια να λυθεί η πολύχρονη εκκρεμότητα.
Επιπλέον, οι συνεχείς εντάσεις και η απουσία επαφής δεν επέτρεψαν έγκαιρες παρατηρήσεις και έγκυρα σχόλια που θα επέτρεπαν να καταστεί η συμφωνία επαρκέστερη και ευχερέστερα διαχειρίσιμη.
Με τη στάση του δυστυχώς ο Πρωθυπουργός την καχυποψία και την υποκρισία των πάντων ενθάρρυνε. Και βεβαίως επέτρεψε στους αρνητές της Δημοκρατίας να διεκδικούν από του βήματος της Βουλής την εκτροπή και να παροτρύνουν τους στρατιωτικούς να αναλάβουν δράση.
Κατά κοινή ομολογία οι κυβερνητικοί χειρισμοί υπήρξαν χείριστοι και εν τέλει τον διχασμό ενίσχυσαν, παρά την απαιτούμενη συναίνεση διευκόλυναν. Αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση έχει τους πάντες απέναντι και την κοινωνία στη συντριπτική της πλειοψηφία αρνητική.
Δεν υπάρχει πολίτης πάνω από τα Τέμπη που να υπερασπίζεται τη συμφωνία που θα υπογράψει ο κ. Τσίπρας στις Πρέσπες. Κακά τα ψέματα, ο Πρωθυπουργός φέρει το σπέρμα του διχασμού, δι’ αυτού πολιτεύεται εδώ και χρόνια.
Το χειρότερο είναι ότι σε αυτές τις τόσο διχαστικές συνθήκες ο κ. Τσίπρας κατέρχεται στις διαπραγματεύσεις με εταίρους και δανειστές για την οικονομία και το χρέος απομονωμένος, χωρίς συμμάχους και εθνική υποστήριξη. Τα μηνύματα μάλιστα δεν είναι τα καλύτερα. Ηδη στις διεθνείς αγορές μιλούν για «βρώμικη έξοδο» και επικρατεί η άποψη ότι οδεύουμε προς μια μίζερη λύση για το χρέος.
Θα έπρεπε να γνωρίζει ο Πρωθυπουργός ότι ο χειρισμός των μεγάλων εθνικών θεμάτων απαιτεί προπάντων αρραγές εσωτερικό μέτωπο.
Κακά τα ψέματα, κύριε Τσίπρα, χωρίς εθνική ενότητα και εμπιστοσύνη δεν κερδίζονται οι εθνικές υποθέσεις.

ΤΟ ΒΗΜΑ

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ