Υπάρχουν λέξεις οι οποίες, δίχως να έχουν συγκεκριμένη και ξεκάθαρη (πολιτική) αναφορά, αποκτούν ιδιαίτερη συμβολική σημασία σε ορισμένες ιστορικές στιγμές διαμορφώνοντας νοοτροπίες και συνήθειες. Το δυστύχημα είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις αυτονομούνται και από τα υποκείμενα που τις προβάλλουν αρχικώς, μετατρεπόμενες σε αυτοτελή «προτάγματα», με τόσο απροσδιόριστη εννοιολογική υπόσταση ώστε να νομιμοποιούν αυτομάτως τη συμπεριφορά όποιου τις επικαλείται.


Τα τελευταία χρόνια όλοι ζούμε υπό την δυναστεία μιας λέξεως που ­ μεταξύ διαφόρων άλλων ­ επιτελεί την προειρημένη λειτουργία: «απορροφητικότητα». Οτιδήποτε αποδεικνύει ικανότητα αναλώσεως διαθέσιμων πόρων καθαγιάζει τους δράστες του επιτεύγματος, πιστοποιώντας την τεχνοκρατική επάρκειά τους και την εμβέλεια του διοικητικού τους πνεύματος. Λίγοι ασχολούνται εν τούτοις με την κοινωνική και επιχειρησιακή αποδοτικότητα των πολλαπλών «απορροφήσεων». Εχει ευρέως επικρατήσει η πεποίθηση, σε πολιτικούς αλλά και διαχειριστικούς κύκλους, πως η «απορρόφηση» είναι ένα είδος αυτοσκοπού ή, ακόμη χειρότερα, υπέρτατου κριτηρίου για την αξιολόγηση του παραγόμενου έργου σε οργανισμούς και υπηρεσίες. Η εντύπωση αυτή είναι άκρως πλανημένη, πιθανώς δε και επικίνδυνη. Αν ίσχυε η αρχή πως ό,τι δίδεται κατόπιν ενδοκοινοτικής διαπραγματεύσεως πρέπει να ξοδεύεται αυθωρεί και παραχρήμα για κάτι ενδεχομένως ξένο προς το αρχικό αντικείμενο της συναλλαγής, η υπεξαίρεση θα ήταν το ευγενέστερο διαπιστευτήριο «διευθυντικής» δεξιότητας στον δημόσιο τομέα. Για να μιλήσουμε, εν τούτοις, απαλλαγμένοι από τον πειρασμό της ειρωνείας: ελλοχεύει σήμερα ο κίνδυνος να επαναληφθεί με άλλη μορφή χάρη στον πακτωλό των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης, το πανταχόθεν καταγγελλόμενο ολίσθημα της δεκαετίας του ’80. Οταν λεφτά που προορίζονταν για δομικές αναδιαρθρώσεις μετατράπηκαν, ως λέγεται, σε εργαλείο εφήμερης εισοδηματικής πολιτικής και σπαταλήθηκαν για την επιδότηση επαγγελματικών ομάδων, κάποτε δε και ιδιωτικών βαλαντίων. «Απορροφήστε για να απορροφήσετε»… Υφίσταται, άραγε, συνολικός σχεδιασμός των δαπανών που φαινομενικώς πραγματοποιούνται από «χαρισμένα» αλλά εν τοις πράγμασι ακριβοπληρωμένα πακέτα;


Χαρακτηριστικό παράδειγμα οργανισμού ευάλωτου στην καινοφανή μανία της «απορρόφησης» είναι πλέον τα πανεπιστήμια. Η υπαγωγή τους στο αμάλγαμα της «τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» τείνει να τα εκτρέψει από τους καταστατικά οριοθετημένους στόχους τους και να τα μεταβάλει σε δρώντες παράγοντες της αγοράς ­ για τα γνωστά τοις πάσι, άλλωστε, νεοελληνικά καμώματα ο όρος «αγορά» ισοδυναμεί συχνά με την «αρπαχτή». Αν αυτή η διαδικασία δεν ανασχεθεί, η καταστροφή της παιδείας και των αυθεντικών εγκύκλιων σπουδών θα επέλθει αναπότρεπτα. Είναι αυτονόητο ότι και οι εμπορευματικώς προσοδοφόρες δραστηριότητες ενός ΑΕΙ δεν είναι σώφρον να παραμελούνται ή να υποβαθμίζονται. Αλίμονο, όμως, αν μεταβληθούν σε οιονεί κυριαρχική του μέριμνα. Η βασική έρευνα έχει άλλωστε εδώ και καιρό απισχνανθεί, σε σχέση με αμφίβολης ποιότητας και σκοπιμότητας μελέτες εφαρμογών. Αν κατίσχυαν οι χυδαία ωφελιμιστικές και χρησιμοθηρικές αντιλήψεις, που αρκετοί όψιμοι «μοντερνιστές» ανεμίζουν ως σημαία ριζοσπαστισμού, ο Αϊνστάιν δεν θα έβλεπε ποτέ εργασίες του δημοσιευμένες. Ενας πραγματικός ακαδημαϊκός δάσκαλος, κατά την άποψή μου, προτιμά να πίνει τον καφέ του με μεταπτυχιακούς φοιτητές, τυρβάζοντας «περί τη θεωρία», από το να καταγίνεται με ενδοπανεπιστημιακά γραφεία ευρέσεως εργασίας, ένια των οποίων προικίζονται με δεκάδες εκατομμυρίων για να φτιάξουν «υποδομή» χωρίς να κατορθώσουν να εξασφαλίσουν δουλειά έστω και σε πέντε ανθρώπους.


Δεν είναι δυνατόν να αποδεχθούμε, χωρίς να αυτοκαταργηθούμε, το όραμα μιας Universitas που θα φιλοδοξεί αποκλειστικώς να καταρτίσει επιδέξιους υδραυλικούς ή μηχανικούς για βέσπες… Διόλου δεν υποτιμώ την περιωπή ανάλογων επιτηδευμάτων. Μολοντούτο, αποστολή του πανεπιστημίου, έστω και τεχνολογικών προσανατολισμών, είναι να διδάξει και στον δικαίως αγωνιώντα για επαγγελματική αποκατάσταση πως δεν είναι ούτε άσκοπο ούτε βλακώδες να διαβάσει λίγο Καντ ή λίγο Χέγκελ, να μυρίσει τις φθαρμένες σελίδες ενός τόμου σε κάποιο παλαιοπωλείο, να ασχοληθεί με φαινομενικώς «άχρηστα ερωτήματα». Γι’ αυτό επιμένω πως μία από τις θετικές πτυχές της συντελούμενης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης είναι ότι επιχειρεί να αποσυνδέσει το πανεπιστήμιο από απολιθωμένα «επαγγελματικά δικαιώματα» και την αγορά εργασίας. Η μάθηση είναι διαβατήριο ζωής και όχι βιοπορισμού ­ δεν εγγυάται «θέσεις». Λογιστικά μαθαίνεις, κατά κύριο λόγο, στα τεφτέρια της επιχείρησης, δημοσιογραφικό ρεπορτάζ διδάσκεσαι πριν από όλα στο πεζοδρόμιο. Το αυθεντικό πανεπιστήμιο εμφυσά τον έρωτα της γνώσης αντάμα με την αίσθηση της περατότητας και σχετικότητάς της.


Φευ, ο τεράστιος, σε σύγκριση με το παρελθόν, όγκος χρημάτων που εισέρχεται στα ταμεία των ΑΕΙ αντιμετωπίζεται κάποτε ως θείο δώρο που επιτρέπει όνειρα για ένα ευτυχέστερο προσωπικό μέλλον στα μέλη ΔΕΠ, αλλά διευκολύνει και την άσκηση πελατειακής πολιτικής. Θα ήταν ενδιαφέρον να μελετηθεί, λόγου χάρη, τι ποσοστό σε έργα του ΕΠΕΑΕΚ (ΚΠΣ), με πενιχρή γενική απορροφητικότητα, καταλαμβάνουν οι δαπάνες μισθοδοσίας. Αν επαληθευόταν η υποψία ότι ενίοτε είναι δυσανάλογα μεγάλο, καθίσταται προφανές τι θα συνέβαινε αν οι υπεύθυνοι έσπευδαν να επιταχύνουν, χωρίς στρατηγικές δεσμεύσεις, τους χρόνους απορρόφησης. Θα είχαν την ευχέρεια, χάρη και στις ατέλειες του ελεγκτικού μηχανισμού, να πραγματοποιούν αυτοδυνάμως πολιτική προσλήψεων πέρα από κάθε δεοντολογία, συγκροτώντας με τα γνωστά κόλπα παραμάγαζα «κολλητών». Δεν αποκλείεται, λόγω των ενδελεχών και συνεχών κοινοτικών ελέγχων, όλοι οι λογαριασμοί να είναι λογιστικώς διευθετημένοι. Το ερώτημα δεν είναι αν εκτελούνται έρευνες και έργα εντός των ορίων της νομιμότητας. Είναι αν όλα αυτά εξυπηρετούν την ιδέα ενός πανεπιστημίου λίκνου της κριτικής γνώσης και αν συνεισφέρουν στην παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Δυστυχώς, πολύ περισσότερο συνετέλεσαν, ως τώρα, στην ανάδειξη μιας νέας πανεπιστημιακής φυσιογνωμίας: του επιχειρηματία καθηγητή, ο οποίος αντιστρέφει το ρητό του Μαντεβίλ περί ιδιωτικών βίτσιων, που καθίστανται δημόσιες αρετές, μετατρέποντας τα δημόσια βίτσια του σε απτά εξαργυρώσιμες ιδιωτικές «αρετές». Οι δημόσιοι πόροι, φυσικά, δεν πρέπει να αναπαύονται εσαεί στα δημόσια χρηματοκιβώτια. Ούτε όμως να στοιβάζονται επί τροχάδην και άνευ αξιόλογου δημοσίου αντικρίσματος στα ιδιωτικά πουγκιά, στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου «νέου» πανεπιστημίου, που δεν είναι ούτε πολύ νέο σε ό,τι αφορά τη νοοτροπία ούτε πρωτίστως πανεπιστήμιο.


Ο κ. Αιμίλιος Μεταξόπουλος είναι πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου.