Ο πρόσφατος θάνατος του Γρηγόρη Στακτόπουλου, της τραγικότερης φιγούρας στην τραγωδία που τιτλοφορείται «Υπόθεση Πολκ», κλείνει ένα κεφάλαιο αλλά δεν μπορεί να κλείσει την Υπόθεση. Η τελευταία είναι και θα παραμείνει άχρι καιρού ανοιχτή υπόθεση και ανοιχτή πληγή. Ενα πολιτικό έγκλημα με θύμα «αντιπολιτευόμενο», πάντως δε κριτικό και ανήσυχο, αμερικανό δημοσιογράφο σε ώρες κορύφωσης της εμφύλιας σύγκρουσης στην Ελλάδα. Από κει και πέρα μια γιγαντιαία επιχείρηση συσκότισης της αλήθειας, αποπροσανατολισμού της έρευνας, σκηνοθετημένης, στην έκφραση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, δίκης καθιστά επίκεντρο της τραγωδίας αντί του νεκρού Αμερικανού τον ζωντανό – νεκρό Στακτόπουλο. Ενας επαρχιακός δημοσιογράφος, ανυποψίαστος, άσχετος, απίστευτα ξένος προς το σκηνικό των βαρβάρων που το επινόησαν, εκτινάσσεται στη δίνη μιας φρικιαστικής περιπέτειας που έχει ως αυτή την ώρα όλα τα χαρακτηριστικά αρχαίας τραγωδίας, εκτός από ένα, την κάθαρση.


Του έγινε, με όλες τις μεθόδους της συνωμοτικής, εμφύτευση ενοχής. «Ομολόγησε» κατόπιν αυτών τα πάντα. Οσα και όπως κάθε φορά τα ζητούσαν οι δράστες της σκευωρίας. Χρειάσθηκαν προς τούτο τέσσερις αλληλοαναιρούμενες και αναπροσαρμοζόμενες στα εκάστοτε νέα «δεδομένα» «ομολογίες», επιστημονικά ανυπόληπτες, για τις οποίες οι ίδιοι οι Αμερικανοί αποφάνθηκαν (Εκθεση καθηγητή Μόργκαν) ότι πλάθουν «μια φανταστική ιστορία της δολοφονίας». Ετσι ένας άνθρωπος ο οποίος δεν διανοήθηκε στη ζωή του να σκοτώσει ούτε μυρμήγκι, που δεν σκότωσε ούτε μυρμήγκι, κατηγορήθηκε και δικάστηκε και, αλίμονο, καταδικάσθηκε ότι σκότωσε άνθρωπο!


Ετοιμόρροπες «ομολογίες»


Σ’ αυτές τις ετοιμόρροπες «ομολογίες» βασίσθηκε ωστόσο η καταδίκη του 1949. Στις «ομολογίες» ενός, αδυνάτου κράσεως, ανθρώπου από τον οποίο είχαν εκριζωθεί μεθοδευμένα και τα τελευταία κατάλοιπα βούλησης και αντίστασης και τελούσε έρμαιο των διαθέσεων των βασανιστών του.


Σε επίρρωση αυτού του θνησιγενούς «αποδεικτικού υλικού», για το οποίο ο τότε εισαγγελεύς Εφετών Θεσσαλονίκης γνωστοποιεί στους προϊσταμένους του ότι «κατέχεται από φόβον σχετικώς με την ικανότητα της κατηγορούσης αρχής να εξασφαλίσει μίαν καταδίκην», επιστρατεύθηκε τότε η στρέβλωση και η κατά περιεχόμενο πλαστογράφηση του μοναδικού αντικειμενικού στοιχείου της δικογραφίας, του φακέλου με τον οποίο είχε ταχυδρομηθεί στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα η ταυτότητα του άτυχου Πολκ. Η γραφή του φακέλου, για να καταστεί αληθοφανής η σύνδεση του εγκλήματος με τον Στακτόπουλο, αποδόθηκε στην τραγική μάνα του κατηγορουμένου. Αυτή η διατεταγμένη γραφολογική έκθεση Πουλαντζά – Κουγέα ενώ αναγνωρίζει τη διαφορά γραφής φακέλου και δειγμάτων Αννας Στακτοπούλου στρέφει την ανομοιότητα και αυτήν εναντίον του Στακτόπουλου, με το βροντώδες επιχείρημα ότι στα δείγματα που έδωσε η μητέρα έκανε… σκόπιμη αλλοίωση του φυσικού τύπου γραφής της! Αλήθεια, γιατί οι γραφολόγοι δεν ζήτησαν προγενέστερα γραπτά της Στακτοπούλου τα οποία υπήρχαν βέβαια;


Ο,τι συνέβη με τον Στακτόπουλο δεν συνιστά δικαστική πλάνη αλλά δικαστική πλεκτάνη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών είχε καταλυθεί πλήρως. Κυριάρχησαν εξωδικαστικοί λόγοι, σκοπιμότητες και κύκλοι, ενώ εξωελλαδικοί σκηνοθέτες από κοινού με ιθαγενείς υπηρέτες έφεραν εις πέρας, τρόπος του λέγειν, την «επιχείρηση».


Είναι αξιοσημείωτο ότι ουδείς από τους πρωταγωνιστές της σκευωρίας πείσθηκε ότι η υπόθεση αυτή έκλεισε με τη δίκη και την καταδίκη του 1949.


Το όνειδος του 1949 και ο Αρειος Πάγος


Ουδείς, πολύ περισσότερο, τίμιος αναλυτής πείσθηκε ποτέ για την αλήθεια εκείνης της δίκης.


Στην Αμερική, όπου η ίδια η δολοφονία είχε ξεσηκώσει θύελλα κατά των κέντρων εξουσίας, άρχισαν έκτοτε να γράφονται εκατοντάδες άρθρα και βιβλία. Το όλο ζήτημα ενεφάνισε μια πρωτοφανή διαχρονικότητα, χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι μόνο τα τελευταία 5 – 6 χρόνια έχουν κυκλοφορήσει τρία νέα πολυσέλιδα βιβλία: του Εντμοντ Κήλυ, της Καίητ Μάρτον, νυν συζύγου του γνωστού μας κ. Χόλμπρουκ, και του Η. Βλάντον. Κοινό στοιχείο των αναλύσεων αυτών είναι η διακήρυξη της αθωότητας του Στακτόπουλου.


Η υπεράσπιση του Στακτόπουλου προσεκόμισε το 1977 το «βαρύ ύδωρ» στην υπόθεση: Την επιστημονικά πλήρη και αδιαμφισβήτητη ανατροπή της σκόπιμης ταύτισης γραφής φακέλου – γραφής μητέρας και παρέσχε μιαν εξαιρετική ευκαιρία στην Ελληνική Δικαιοσύνη να αποπλύνει το όνειδος της διατεταγμένης δίκης το 1949 με αίτηση αναψηλάφησης στον Αρειο Πάγο.


Δυστυχώς το ανώτατο δικαστήριο δεν αξιοποίησε την ευκαιρία. Την απεμπόλησε. Την απεδίωξε κλωτσηδόν θα έλεγα. Αρνήθηκε το άνοιγμα του φακέλου και επέμεινε, εις πείσμα της επιστήμης και της κοινής λογικής, στον παραλογισμό ότι ο Στακτόπουλος «ψυχραίμως, εν διαυγεία σκέψεως και ουχί υπό το κράτος ασκηθείσης επ’ αυτού σωματικής ή ψυχολογικής βίας» (sic!) ομολόγησε τη συμμετοχή του στο έγκλημα!


Είναι φανερή η υπερημερία της δικαιοσύνης. Και εξίσου σαφές το καθήκον της.


Δύο δικαιώσεις και ένας καημός


Ο πολυταλαιπωρημένος δημοσιογράφος έφυγε πλήρης ημερών με δυο δικαιώσεις και έναν καημό. Οι δικαιώσεις έγκεινται στο γεγονός: Πρώτον, ότι όλοι οι ιστορικοί ερευνητές, και είναι στρατιά ολόκληρη, Ελλήνων και ξένων, τον θεωρούν αθώο θύμα και τον αποδίδουν κατάλευκο στην κοινωνία. Δεύτερον, το κοινό περί δικαίου αίσθημα, το συνήθως αλάνθαστο και γρήγορο στις κρίσεις του, τον αθώωσε από την πρώτη στιγμή.


Και ο καημός: για τη Δικαιοσύνη που αρνήθηκε, για τη Δικαιοσύνη που καθυστερεί. Και που πρέπει, έστω μετά θάνατόν του, να αποκαταστήσει το τραυματισμένο κύρος της.


Οι πρωταγωνιστές εκείνης της ανατριχιαστικής σκευωρίας δεν ζουν πια. Κανείς τους εν τούτοις δεν φαίνεται να αισθάνθηκε τύψεις και να άφησε ύστερη γραφή για την αλήθεια.


Στο ερώτημα «ποιος σκότωσε τον Πολκ» αν πρόκειται να απαντηθεί κάποτε, εκτός από τη λογική της ιστορίας που το απήντησε ήδη, μια πιθανή απόκριση ενδέχεται να βρίσκεται στα αρχεία ξένων υπηρεσιών και δη των αμερικανικών και βρετανικών. Στο ερώτημα όμως «ποιος δεν σκότωσε τον Πολκ» μπορεί και πρέπει να βρει τον τρόπο να απαντήσει η παρούσα Ελληνική Δικαιοσύνη. Επιτέλους, το χρωστά στον εαυτό της. Τότε και μόνο έτσι θα γραφεί ο επίλογος της υπόθεσης Πολκ. Αλλιώς θα παραμένει ανοιχτή υπόθεση και ανοιχτή πληγή.


Ο βουλευτής του ΠαΣοΚ κ. Στυλιανός Παπαθεμελής ήταν ο συνήγορος του Γρ. Στακτόπουλου όταν ο τελευταίος υπέβαλε στον Αρειο Πάγο αίτηση αναψηλάφησης της δίκης του.