Η εμπέδωση της ιδέας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ήτοι της παραδοχής ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν αξίωση προστασίας ορισμένων θεμελιωδών αγαθών συνεπεία της ανθρώπινης ιδιότητάς τους και μόνο, είναι μια από τις μεγαλύτερες ηθικές και πολιτικές κατακτήσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι τρεις αυτές λέξεις, «δικαιώματα του ανθρώπου», συνοψίζουν μακραίωνους αγώνες, συνοδευόμενους από τη θυσία χιλιάδων ανθρώπων που αφιέρωσαν τη ζωή τους παλεύοντας για να καταργηθεί η δουλεία, για να πάψουν τα βασανιστήρια, για να σταματήσουν οι αυθαίρετες συλλήψεις, κρατήσεις και εκτελέσεις ανθρώπων, για να αρθούν οι περιορισμοί στην ελευθερία της συνείδησης και του λόγου, για να τεθεί τέρμα στις γενοκτονίες και στα εγκλήματα πολέμου, για να προστατευθούν τα μικρά παιδιά και οι μητέρες τους από κάθε είδους βία, για να καταπολεμηθούν η φτώχεια, ο πόνος, η αρρώστια και οι κάθε είδους ταπεινώσεις οπουδήποτε της γης. Οι αγώνες αυτοί δεν έμειναν χωρίς αντίκρισμα. Τα δικαιώματα του ανθρώπου αποτελούν σήμερα πυρήνα της πολιτικής μας ηθικής και βάση, πάνω στην οποία, παρ’ όλες τις αδυναμίες τους, στηρίζονται η διεθνής έννομη τάξη και οι συνταγματικοί θεσμοί μας.


Θα νόμιζε λοιπόν κανείς ότι εναντίον της αξίας και της ισχύος των δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν υπάρχουν έντονες αντιρρήσεις. Είναι ίσως εκπληκτικό, όμως συμβαίνει, τόσο στον πολιτικό όσο και στον ακαδημαϊκό χώρο, το αντίθετο. Και δεν εννοώ μόνο το ακροδεξιό κέρας του πολιτικού φάσματος, όπου βρίσκονται οι συνεχιστές της παράδοσης άρνησης (και βίαιης καταπάτησης) των δικαιωμάτων του ανθρώπου που εγκαινίασε το ναζιστικό καθεστώς. Ακόμη και σε κύκλους διανοουμένων που αρέσκονται να αυτοαποκαλούνται «κριτικοί» και να ανακαλύπτουν παντού αδικίες και υποκρισίες της κοινωνίας μας (δεν λέω ότι αυτό δεν γίνεται συχνά με εύστοχο τρόπο), η αρνητική στάση απέναντι στα δικαιώματα του ανθρώπου έχει τα τελευταία χρόνια γίνει σχεδόν ένα είδος ακαδημαϊκής μόδας. Η συμπόρευση των κύκλων αυτών, στην αρνητική αυτή στάση τους, με τους ιστορικούς αρνητές και καταπατητές των δικαιωμάτων του ανθρώπου τούς ενοχλεί περίεργα λίγο και δεν διεγείρει επαρκώς την κριτική τους διάθεση ώστε να γίνουν και αυτοκριτικοί. Δεν είναι λοιπόν καθόλου περιττό να προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε και να ελέγξουμε τα επιχειρήματα που προβάλλονται συνήθως εναντίον των δικαιωμάτων του ανθρώπου.


Επιχειρήματα διπλής φύσεως


Τα επιχειρήματα αυτά διακρίνονται κατ’ αρχήν σε επιχειρήματα επιστημολογικής και επιχειρήματα ηθικοπολιτικής φύσεως. Επιστημολογικής φύσεως είναι όλα εκείνα τα επιχειρήματα που στοχεύουν να δείξουν ότι ο λόγος περί δικαιωμάτων του ανθρώπου είναι κενός περιεχομένου, ότι δηλαδή στερείται νοήματος και δεν δηλώνει τίποτε το υπαρκτό και υποστατό. Τα επιχειρήματα αυτά είναι δύο ειδών: αρνούνται είτε τη νομική δεσμευτικότητα των δικαιωμάτων του ανθρώπου είτε την ηθική τους σημασία. Στην πρώτη περίπτωση ανήκουν όλα εκείνα που προσπαθούν να μας πείσουν ότι ναι μεν είναι ενδεχομένως ηθικά σωστό να μην υπάρχει δουλεία, να μη γίνονται βασανιστήρια κ.ο.κ., ωστόσο οι σχετικές διακηρύξεις, παραμένοντας στο ηθικό επίπεδο, είναι απλά ευχολόγια, γιατί δεν υπάρχει δυνατότητα νομικού εξαναγκασμού στο πλαίσιο της παγκόσμιας κοινωνίας και έτσι η τήρησή τους εξαρτάται από την καλή θέληση των κρατών και ιδίως των ισχυρών, που ποσώς κόπτονται για τις συναφείς ηθικές επιταγές και απλώς τα επικαλούνται μόνο κάθε φορά που τους συμφέρει.


Στη δεύτερη περίπτωση ανήκουν όλα τα επιχειρήματα, σύμφωνα με τα οποία όχι μόνο τα δικαιώματα του ανθρώπου ως νομικά κατασκευάσματα, αλλά και οι υποκρυπτόμενες ηθικές αρχές είναι ανυπόστατες, είναι απλώς το αποτέλεσμα σύμβασης, ιστορικής τυχαιότητας ή και ιδεολογικής εξαπάτησης. Πρόκειται για τα ποικίλα εκείνα σχετικιστικά ή σκεπτικιστικά επιχειρήματα που από καθαρά γνωσιολογική ­ υποτίθεται ­ αφετηρία ελέγχουν όσους επιμένουν να επικαλούνται τέτοια δικαιώματα ότι υποπίπτουν σε έναν μεταφυσικό δογματισμό Πλατωνικού τύπου ή ότι υποκύπτουν αφελώς στη γοητεία ενός φανταστικού και ανύπαρκτου «φυσικού δικαίου».


Καθολική αξία και δεσμευτικότητα


Ηθικοπολιτικής υφής είναι τα επιχειρήματα, σύμφωνα με τα οποία πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί απέναντι στα δικαιώματα του ανθρώπου, γιατί οι αξίες που υποτίθεται ότι εκφράζουν δεν είναι τελικά τόσο προφανείς ή τόσο αγαθές. Τέτοιου είδους επιχειρήματα προβάλλονται από πολλές πλευρές. Ορισμένοι μαρξιστικών αποχρώσεων διανοητές ισχυρίζονται ότι όποιος αποδέχεται τα δικαιώματα του ανθρώπου έχει, συχνά χωρίς να το αντιληφθεί, παρασυρθεί στην κατάφαση μορφών κοινωνικής οργάνωσης συνοδευόμενων από αδικία και εκμετάλλευση· τα δικαιώματα του ανθρώπου, κατά την άποψη αυτή, «πάνε πακέτο» με τον καπιταλισμό και την οικονομία της αγοράς και δεν απομονώνονται ώστε να μπορούμε να υιοθετήσουμε τα μεν και να απορρίψουμε τα δε. Αλλοι πάλι, εμπνεόμενοι από έναν άκρως συντηρητικό κοινοτισμό, απορρίπτουν συλλήβδην κάθε έννοια δικαιώματος, ισχυριζόμενοι ότι τα δικαιώματα γενικά προδίδουν ένα πνεύμα ατομισμού και ηθικά κατακριτέου εγωισμού, ότι κάνουν τους ανθρώπους όχι απλώς να ξεχνούν τους άλλους, αλλά ιδίως να αδιαφορούν για τις αξίες της κοινότητας και της συσσωμάτωσης, για τη συλλογική ταυτότητα, τις κοινές παραδόσεις και την κοινωνική συνοχή.


Αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί κανείς διαδοχικά με όλα αυτά τα επιχειρήματα για να τα αντικρούσει ένα προς ένα. Βέβαια κάτι τέτοιο ξεφεύγει από τα όρια ενός άρθρου. Γι’ αυτό και θα επιχειρήσω εδώ κάτι συνολικό ­ αλλά και πιο ριζικό. Θα υποστηρίξω ότι τα δικαιώματα του ανθρώπου διαθέτουν καθολική αξία και δεσμευτικότητα γιατί από πουθενά δεν έχει διατυπωθεί κάποιο πειστικό επιχείρημα που να θίγει τον κανονιστικό τους πυρήνα. Με άλλα λόγια, τα δικαιώματα του ανθρώπου θα πλήττονταν μόνο στην περίπτωση που κάποιος κατόρθωνε να μας πείσει όχι για όλα αυτά τα δευτερεύοντα και παρεπόμενα που επικαλούνται τα επιχειρήματα που προαναφέραμε, αλλά για την καρδιά του ζητήματος: για το ότι δεν διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι αξία, για το ότι η ανθρώπινη ζωή δεν είναι παντού άξια σεβασμού, για το ότι ο πόνος και η απόγνωση κάποιου άλλου ­ του οποιουδήποτε άλλου ­ είναι πράγματα για τα οποία μπορούμε ενίοτε και να αδιαφορήσουμε, για το ότι τα βασανιστήρια ή ο εξανδραποδισμός ενός ανθρώπου ­ του οποιουδήποτε ανθρώπου ­ μπορούν κατά τις περιστάσεις να αποτελέσουν κάτι ανεκτό ή και αποδεκτό. Οσο λοιπόν κανείς δεν έχει κατορθώσει να μας πείσει με αυτόν τον τρόπο για την απαξία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όλα τα άλλα είναι είτε υπεκφυγές είτε παρανοήσεις είτε αντιφάσεις είτε ενσυνείδητη παραδοξολογία. Μια παραδοξολογία που κάνει τη σύγχρονη ακαδημαϊκή μόδα να εμφανίζεται ως φιλοπαιγμοσύνη ­ αλλά εν ου παικτοίς.


Τι κρύβουν οι αντιρρήσεις


Θα ήθελα μάλιστα να επισημάνω επιπλέον ότι πολλές από τις αντιρρήσεις κατά των δικαιωμάτων του ανθρώπου οφείλουν την όποια ελκυστικότητά τους στο γεγονός ότι στηρίζονται ανομολόγητα στις ίδιες ακριβώς αξίες τις οποίες αυτά εκφράζουν. Ετσι, για παράδειγμα, η αντίρρηση ότι οι ισχυροί της γης επικαλούνται τα δικαιώματα του ανθρώπου επιλεκτικά και απλώς ως πρόφαση δεν έχει νόημα παρά μόνο ως καταγγελία ότι είναι υποκριτές και δεν τα σέβονται πραγματικά, έτσι όπως θα ώφειλαν· η αντίρρηση ότι τα δικαιώματα του ανθρώπου είναι ιδεολογήματα που απλώς συγκαλύπτουν σχέσεις δύναμης και επιβολής κρύβει μια καταγγελία της εξαπάτησης, εκμετάλλευσης και αδικίας, η οποία δεν έχει νόημα παρά μόνον εφόσον στηρίζεται σε μια αντίληψη περί δικαιοσύνης που είναι όμοια με εκείνην που εκφράζουν τα δικαιώματα του ανθρώπου· η αντίρρηση ότι υπήρξαν εποχές και κοινωνίες που αγνόησαν τα δικαιώματα του ανθρώπου και ότι εμείς δεν δικαιούμαστε να μεμφόμαστε τη ζωή τους επειδή δεν έχουν τις δικές μας αντιλήψεις στηρίζεται ανομολόγητα στην (αναπόσπαστα συνδεόμενη με την αντίληψη περί δικαιωμάτων του ανθρώπου) παραδοχή ότι η αξία της ανθρώπινης ζωής και προσωπικότητας απαγορεύει την προς οποιονδήποτε άλλον υπόδειξη και επιβολή του τρόπου με τον οποίο οφείλει να ζει· η αντίρρηση ότι γενικά τα δικαιώματα παρασύρουν σε ένα πνεύμα ατομισμού και στην παραγνώριση αξιών της συλλογικότητας βασίζεται στην (βέβαια εσφαλμένη και ιστορικά ουδέποτε επαληθευθείσα) προσδοκία ότι οι αξίες που εκφράζονται από τα δικαιώματα του ανθρώπου ενσωματώνονται και προστατεύονται επαρκώς από τις αξίες της συλλογικότητας χωρίς να χρειάζονται ξεχωριστή κατοχύρωση.


Γι’ αυτό λοιπόν, κάθε φορά που προβάλλεται κάποιο επιχείρημα εναντίον των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η επιβαλλόμενη αντίδραση είναι να ρωτήσουμε τον επικριτή εν ονόματι τίνος ασκεί την κριτική του. Το πιθανότερο είναι να ενεργεί, ηθελημένα ή αθέλητα, ως ηθικός λαθρεπιβάτης. Δηλαδή να ασκεί κριτική στηριζόμενος ανομολόγητα σε αξίες τις οποίες με τα λόγια καμώνεται ότι αμφισβητεί.


Υπάρχει βέβαια και ένα άλλο ενδεχόμενο: να αρνηθεί γενικά ότι στηρίζεται σε αξίες, να αμφισβητήσει δηλαδή ότι ο λόγος του έχει οποιαδήποτε ηθική χροιά και να ισχυριστεί ότι μιλάει ηθικά ουδέτερα, ότι απλώς περιγράφει με ρεαλισμό και δίχως ιδεοληψίες την ωμή πραγματικότητα. Ούτε και αυτή την υπεκφυγή μπορούμε όμως να πάρουμε στα σοβαρά. Είναι δυνατόν να ισχυριστεί κάποιος, ο οποίος απευθύνεται στους άλλους λέγοντάς τους «οι αξίες, πάνω στις οποίες στηρίξατε τους αγώνες σας, πάνω στις οποίες χτίσατε τους θεσμούς σας, για τις οποίες πολλοί από εσάς θυσιάστηκαν, είναι, αν τις δούμε ψυχρά και αντικειμενικά, ανυπόστατες, ανύπαρκτες, απλά ιδεολογήματα» ­ είναι δυνατόν αυτός να ισχυριστεί ότι μιλάει ουδέτερα, ότι βρίσκεται εκτός ηθικής, ότι αγνοεί αφελώς την απήχηση που ο λόγος του μπορεί να έχει στην ηθική αυτοκατανόηση και στη διαμόρφωση της ζωής τους;


Ο κ. Παύλος Σούρλας είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.