Πέρυσι τέτοια εποχή η κυβέρνηση πανηγύριζε επειδή έκλεισε η β’ αξιολόγηση και ο τόπος «γυρίζει σελίδα». Ο Πρωθυπουργός αυτοπροσώπως έδωσε το σύνθημα της «μεγάλης αντεπίθεσης».
Τζίφος. Εναν χρόνο αργότερα η αντεπίθεση κατέληξε όπως κατέληγαν οι μεγάλες αντεπιθέσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου: με κανένα κέρδος αλλά αναρίθμητους νεκρούς.
Στο δωδεκάμηνο που πέρασε μεσολάβησαν πολλά. Δύο, τρεις αξιολογήσεις. «Καθαρή έξοδος». Σκοπιανό. Novartis. Τουρκικά –και δεν χωράνε να τα βάλω όλα…
Τίποτα δεν φτούρησε. Ο κύκλος κλείνει για την κυβέρνηση χειρότερα απ’ ό,τι άνοιξε.
Επί των πραγματικών στοιχείων δεν υπάρχει ουσιαστική αμφισβήτηση ή διχογνωμία.
Η δυσαρέσκεια χτυπάει ταβάνι, κάπου 75-80%. Η απαισιοδοξία το ίδιο. Ο Πρωθυπουργός υστερεί πλέον τραγικά σε δημοφιλία και σε όλα τα δημοσκοπικά χαρακτηριστικά ενός πολιτικού ηγέτη. Η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ κινείται στο 40-45% με το ζόρι και η συμμαχία με τους ΑΝΕΛ περισσότερο κοστίζει πλέον παρά ωφελεί.
Τελικά το προβάδισμα της ΝΔ και του Μητσοτάκη (που είχε διαμορφωθεί τον χειμώνα 2016-2017) δεν κλονίστηκε ούτε ελάχιστα.
Το αντίθετο. Οι επιπόλαιοι χειρισμοί στο Σκοπιανό περισσότερο ενίσχυσαν την αντιπολίτευση παρά την κυβέρνηση, ενώ το αφήγημα της οικονομίας πουλάει λιγότερο και από τις εφημερίδες που το παπαγαλίζουν.
Τρεις παράγοντες.
Πρώτον, το βαρύ πλήγμα που έχει υποστεί η προσωπική αξιοπιστία του Πρωθυπουργού και η ταχύτατη φθορά του ίδιου και της κυβέρνησης.
Είναι ένα πλήγμα που τείνει να εξελιχθεί σε δομικό πρόβλημα της κυβέρνησης. Τι αφήγημα να αρθρώσεις αν δεν σε πιστεύουν;
Δεύτερον, η ανακίνηση ενός «ταυτοτικού» ζητήματος (του Σκοπιανού αλλά και των τουρκικών που προστέθηκαν χωρίς να προσκληθούν) το οποίο παγίως ωφελεί την κεντροδεξιά πτέρυγα της πολιτικής –κυρίως αφότου ο Μητσοτάκης μάζεψε τη ΝΔ.
Σε τέτοια ζητήματα άλλωστε η Αριστερά είναι συνήθως μειοψηφική, ενώ και η συγκυρία στην Ευρώπη ευνοεί αφάνταστα την «ταυτοτική ατζέντα».
Προσέξτε. Μιλάω για «ταυτοτικό» ζήτημα κι όχι για εθνικό.
Η επιθετική δαιμονοποίηση από την κυβέρνηση όσων διαφωνούν μαζί της φούσκωσε τα πανιά τους και σχεδόν απέκοψε τις οδούς διαφυγής. Με την πλάτη στον τοίχο κινδυνεύει να βγει χαμένη ό,τι κι αν συμβεί.
Ηταν το λάθος που επιμελώς δεν έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1992-1993 και το οποίο μπερδεύει τον γιο του.
Τρίτον, η αδυναμία ή η δυσκολία της κυβέρνησης να παρουσιάσει μια συγκροτημένη και συνεκτική στρατηγική.
Η χασμωδία, για παράδειγμα, κάθε λογής κυβερνητικών στελεχών που ανεβοκατεβάζουν το μακρύ τους και το κοντό τους στις τηλεοράσεις για την περικοπή των συντάξεων ή το χρέος ή τις αγορές ή το ΔΝΤ ή την «καθαρή έξοδο» κινείται σταθερά μεταξύ πονοκεφάλου και ημικρανίας.
Φυσικά ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει ένα εκλογικό αποτέλεσμα, όσο κι αν πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα.
Ο Πρωθυπουργός προφανώς θα οχυρωθεί στο δοκιμασμένο μοτίβο «να μη γυρίσουμε στο παρελθόν» και στο «διεφθαρμένο παλαιό πολιτικό σύστημα που χρεοκόπησε τη χώρα» και το οποίο έχει φροντίσει όσο μπορεί να διαβάλει.
Δεν νομίζω, άλλωστε, ότι του έχει μείνει άλλο γήπεδο. Ουδείς τον εμπιστεύεται για μάνατζερ που θα φέρει την ανάπτυξη. Ενώ το παραμύθι «των πτωχών πλην τίμιων αριστερών» και του «ηθικού πλεονεκτήματος» κυκλοφορεί μόνο ως μεταμοντέρνα εκδοχή της Σταχτοπούτας.
Λογικά λοιπόν θα πουλήσει πόλωση, οξύτητα, καουμποϊλίκι και «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά». Χωρίς όμως την ένταση των παλαιών καιρών, ούτε το ταλέντο των πρωταγωνιστών τους.
Ούτως ή άλλως, το δημοσκοπικό σκηνικό παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο και μάλλον έτσι θα πάει έως την προκήρυξη των εκλογών.
Τότε μόνο θα φανεί αν οι 10-12 μονάδες που δείχνουν να αποτελούν το σταθερό και παγιωμένο προβάδισμα της ΝΔ θα μετακινηθούν προς τις 7 ή προς τις 17.
Στην πρώτη περίπτωση θα έχουμε γέλια. Στη δεύτερη ακούω ήδη τα κλάματα.

Πρόθυμοι αυτόχειρες

Δεν ξέρω αν υπάρχουν στις τάξεις του Κινήματος Αλλαγής πρόθυμοι να συνδράμουν την κυβέρνηση στο Σκοπιανό ή κάπου αλλού.
Ενδεχομένως να υπάρχουν, ακόμη και λίγοι. Το μυαλό του καθενός είναι μυστήρια υπόθεση. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται να ελπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ – έως και τον Παπανδρέου έφτασαν να αποθεώνουν στην «Αυγή» και στο Μαξίμου!
Σίγουρα όμως δεν κυκλοφορούν πολλοί τζογαδόροι. Διότι το πιθανότερο είναι πως όσοι εκδηλώσουν τέτοια προθυμία πολύ δύσκολα θα βρουν την ψήφο τους στις ερχόμενες εκλογές.
Συνεπώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ψάχνει για πρόθυμους. Ψάχνει για αυτόχειρες.
Και χωρίς μεγάλο κίνδυνο να πέσω έξω, υποψιάζομαι ότι ευκολότερα κανείς βρίσκει σήμερα πρόθυμους παρά αυτόχειρες.
Τα υπόλοιπα είναι άλλα λόγια να αγαπιόμαστε!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ