Ιταλία και Ελλάδα θέτουν άμεσα και επιτακτικά το ερώτημα. Και η άμεση απάντηση είναι βεβαίως αρνητική. Ευρωπαϊσμός και λαϊκισμός εμφανίζονται ως δύο ασύμβατες έννοιες, καθώς ο λαϊκισμός εμφανίζεται να αντιστρατεύεται τις βασικές αξίες της δημοκρατίας, της ανοιχτής κοινωνίας κ.λπ. πάνω στις οποίες στηρίζεται η ευρωπαϊκή ενοποίηση αλλά και να απορρίπτει τον τελεολογικό της σκοπό που είναι η οικοδόμηση της υπερεθνικής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ενωσης. Ωστόσο υπάρχουν φωνές που επιχειρηματολογούν προς την αντίθετη κατεύθυνση, ότι δηλαδή μπορεί, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να υπάρξει είτε ήπιος είτε τελικά συνολικός εξευρωπαϊσμός του λαϊκισμού. Στην περίπτωση της Ελλάδας, π.χ., ορισμένοι θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ένας κατ’ εξοχήν αριστερο-λαϊκίστικος σχηματισμός, υπέστη το 2015 τον ήπιο εξευρωπαϊσμό με την αποδοχή των μνημονίων και των κανόνων πειθαρχίας της ευρωζώνης και οδεύει τώρα προς τον συνολικό εξευρωπαϊσμό του ακολουθώντας λίγο-πολύ το προηγούμενο του ΠαΣοΚ στις δεκαετίες 1980-1990.
Δεν είναι αυτή η εκτίμησή μου. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ακολουθεί την αντίστοιχη πορεία του ΠαΣοΚ στη μετεξέλιξή του σε ευρωπαϊκό κόμμα, με την έννοια ότι στηρίζει την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης με στόχο την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ενωση. Δεν έχω διαβάσει ούτε μία ολοκληρωμένη τοποθέτηση υπέρ της Πολιτικής Ενωσης από στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ. Και εν πάση περιπτώσει η μετεξέλιξη του ΠαΣοΚ στις δεκαετίες 1980-1990 (στην οποία συνέπραξα) υπήρξε το αποτέλεσμα συστηματικής προσπάθειας προσωπικοτήτων με καθαρή, συγκροτημένη, οραματική άποψη υπέρ της βαθύτερης ολοκλήρωσης της Ευρώπης, όπως των Κ. Σημίτη (κυρίως), Θ. Πάγκαλου, Ι. Παπαντωνίου, Ι. Κρανιδιώτη, Ν. Θέμελη κ.ά. Προσωπικότητες με ανάλογο ευρωπαϊκό προσανατολισμό (κάποιον που να μοιάζει τέλος πάντων λίγο με Σημίτη) δεν διακρίνω στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν ξεχωρίζει κάποιος με ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή ταυτότητα και σχέδιο.
Ούτε βεβαίως ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να έχει προσχωρήσει στο βαθύτερο ευρωπαϊκό αξιολογικό πολιτικό περιεχόμενο της Σοσιαλδημοκρατίας. Το περιεχόμενο αυτό βρίσκεται, μεταξύ άλλων, στο ήθος και στην κουλτούρα του πολιτικού θεσμισμού (institutionalism – πλήρης σεβασμός στη δημοκρατική θεσμική διάρθρωση), πολιτικής ανεκτικότητας, θεσμικής αυτοσυγκράτησης (institutional forbearance, όπως την αποκαλούν οι Levitsky και Ziblatt στο βιβλίο τους «How Democracies Die») και της πολιτικής αισθητικής. Η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία είναι και ένα πολιτιστικό και αισθητικό φαινόμενο. Και αυτό ας μην παραγνωρίζεται.
Παραμένει επομένως στο επίπεδο του ήπιου εξευρωπαϊσμού. Μπορεί όμως έστω το ήπιο αυτό προηγούμενο να επαναληφθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη;
Η πολιτική κρίση στην Ιταλία με την περιπέτεια του (μη) σχηματισμού κυβέρνησης με τη σύμπραξη του λαϊκιστικού Κινήματος 5 Αστέρων και της ακροδεξιάς Λέγκας (του Βορρά) θέτει επιτακτικά το ζήτημα της μετεξέλιξης ή μη του λαϊκισμού (όπως άλλωστε θέτει και την Ευρωπαϊκή Ενωση σε νέα δοκιμασία και ιδιαίτερα την ευρωζώνη, καθώς η Ιταλία είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του συστήματος. Too big to fail and too big to save –πολύ μεγάλη για να αποτύχει αλλά και πολύ μεγάλη για να διασωθεί). Μια ομάδα αναλυτών εκτιμά ότι η συμμετοχή των λαϊκιστών στην εξουσία είναι αναγκαία για την εκτόνωση του φαινομένου αλλά για την κάποια, έστω απρόθυμη, προσαρμογή τους στα ευρωπαϊκά δεδομένα και κανόνες. Ηπιος εξευρωπαϊσμός. Επικαλούνται κυρίως το προηγούμενο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και της Αυστρίας όπου το εθνολαϊκίστικο κόμμα (Κόμμα Ελευθερίας) που συμμετέχει στην κυβέρνηση έχει αποδεχθεί έστω και για λόγους ωμής πολιτικής σκοπιμότητας το ευρωπαϊκό πλαίσιο. Δεν έχει αγαπήσει την ευρωπαϊκή ενοποίηση και τις αξίες που αντιπροσωπεύει αλλά τουλάχιστον έχει εγκαταλείψει τις θέσεις για αποχώρηση της χώρας από την ευρωζώνη. Ετσι η Αυστρία ετοιμάζεται να αναλάβει από την 1η Ιουλίου την προεδρία του Συμβουλίου ως… «φιλοευρωπαϊκή χώρα» κατά δήλωση του πρωθυπουργού της Σεμπάστιαν Κουρτς.
Προς την ίδια κατεύθυνση σκοπιμότητας φαίνεται να έχουν κινηθεί και η Μαρίν Λεπέν και το Εθνικό Μέτωπο μετά την ήττα του στις προεδρικές εκλογές του 2017. Η Λεπέν, η οποία πριν από τις εκλογές προωθούσε δημοψήφισμα για την έξοδο της Γαλλίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση (Frexit), υποστηρίζει τώρα την παραμονή της χώρας τόσο στην ευρωζώνη όσο και στην ΕΕ. Η προσαρμογή δεν φαίνεται να είναι άσχετη με τις έντονα φιλοευρωπαϊκές τάσεις που καταγράφονται στη γαλλική και ευρύτερη ευρωπαϊκή κοινωνία. Η Ευρωπαϊκή Ενωση απολαμβάνει την υψηλότερη δημοφιλία των τελευταίων δεκαετιών σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο. Πρόκειται για μια κραυγαλέα αντίφαση: την ίδια ώρα που ψηφίζονται οι λαϊκιστές και ευρωσκεπτικιστές στην εξουσία, την ίδια ακριβώς στιγμή τα ποσοστά όσων θεωρούν την Ενωση «κάτι καλό» αυξάνονται. Σε κάποιον βαθμό ο δημοψηφισματικός θρίαμβος του λαϊκισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο που οδηγεί τη χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης (Brexit) αλλά με όλο και εμφανέστερες τις ζημιογόνες συνέπειες λειτουργεί υπέρ της ενίσχυσης των φιλοευρωπαϊκών τάσεων. Κάτι ανάλογο έχει συμβεί και με τις (αντιευρωπαϊκές) επιλογές του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Brexit και Τραμπ στηρίζουν με τον τρόπο τους την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οπως υποστηρίζεται, το Brexit δεν είναι πρόβλημα για την Ενωση. Είναι πρόβλημα για το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ιταλία είναι όμως μείζον πρόβλημα για τις Βρυξέλλες. Αρκετοί θεωρούν ότι η συμμετοχή των λαϊκιστών στην εξουσία είναι αναπόφευκτη ως βήμα που μπορεί να οδηγήσει σε έναν ήπιο εξευρωπαϊσμό. Οι τεχνοκρατικές επιλογές δεν θα επιλύσουν το πολιτικό πρόβλημα. Μπορεί να το καταστήσουν οξύτερο.
Σε κάθε περίπτωση όμως ο ήπιος (ψευδο)εξευρωπαϊσμός δεν αποτελεί και τη συνολική, δομική απάντηση στην πρόκληση του λαϊκισμού. Το φαινόμενο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί στη ρίζα του, αλλά για αυτό η Ενωση δεν έχει ακόμη βρει την ενδεδειγμένη πολιτική στρατηγική. Θα πρέπει εν όψει ευρωεκλογών να τη βρει. Η Ενωση χρειάζεται δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις με σχέδιο και στρατηγική για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Οχι δυνάμεις με καιροσκοπικές επιλογές…
Ο κ. Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ