«Στον κόσμο των επιχειρήσεων, όταν ολοκληρώνουμε ένα μεγάλο έργο, έρχεται η ώρα του απολογισμού» είπε ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θεόδωρος Φέσσας μιλώντας στη γενική συνέλευση του Συνδέσμου την περασμένη εβδομάδα. Επιχειρώντας να κάνει τον απολογισμό του τι έχει γίνει στη χώρα με αφορμή την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου και ευελπιστώντας πως η Ελλάδα θα βγει από τα μνημόνια τουλάχιστον με τη μορφή που τα ξέρουμε από το 2010 έως σήμερα, είπε ότι:
«Εχουμε νοικοκυρέψει τα δημόσια οικονομικά και παράγουμε πλέον πλεονάσματα, όμως με υπερφορολόγηση και υποβάθμιση των υπηρεσιών του κράτους.
Εχουμε ισοσκελίσει το εξωτερικό μας ισοζύγιο, κυρίως λόγω του τουρισμού, όμως το εμπορικό μας ισοζύγιο παραμείνει ελλειμματικό.
Εχουμε βελτιώσει ορισμένες επιδόσεις μας στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας, όμως το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας παραμένει μεγάλο.
Εχουμε κάνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην είσπραξη των φορολογικών εσόδων, στην επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, στην αγορά εργασίας, στη συγκράτηση των δημοσίων δαπανών. Ομως υπάρχει πολλή δουλειά να γίνει ακόμη, στο Ασφαλιστικό, στη δημόσια διοίκηση, στη χωροταξία, στις αδειοδοτήσεις, στη Δικαιοσύνη, στην απελευθέρωση των αγορών.
Επιπλέον, η πολυετής κρίση», πρόσθεσε, «δημιούργησε και νέα προβλήματα όπως υψηλή ανεργία, βαθιά αποεπένδυση, αρνητική αποταμίευση, τεράστιο όγκο «κόκκινων» δανείων, μετανάστευση κ.ά.». Κλείνοντας τον απολογισμό είπε πως «μπορούμε να πούμε ότι γλιτώσαμε τη συντριβή και βελτιωθήκαμε σε αρκετούς τομείς, όμως με τεράστιο κόστος, θυσίες, καθυστερήσεις και νέα προβλήματα».
Πράγματι, το κόστος είναι τεράστιο και αποτυπώνεται στο γεγονός ότι την οκταετία των μνημονίων η απόσταση από τους ευρωπαίους εταίρους μεγάλωσε. Ακόμα και το 2017 που η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 1,4%, η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας ήταν 3,8% και της ευρωζώνης 2,3%. Ομως το σπουδαιότερο, όπως επισήμανε ο κ. Φέσσας, είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα υστέρησε σημαντικά στην προσέλκυση επενδύσεων, καθώς πέρυσι οι επενδύσεις στην Ελλάδα κινήθηκαν στο 12,6% του ΑΕΠ, όταν στην ευρωζώνη ανήλθαν στο 20,5% και στην Τσεχία, που καταγράφηκε το υψηλότερο ποσοστό, ξεπέρασαν το 25% του ΑΕΠ.
Και ανάπτυξη χωρίς επενδύσεις δεν νοείται. Και όλη η πρόοδος που έχει σημειωθεί σε δημοσιονομικό και μακροοικονομικό επίπεδο, αποσκοπεί στην προσέλκυση επενδύσεων που θα οδηγήσουν στην ανάκαμψη της οικονομίας, της κοινωνίας και της χώρας. Πρακτικά τι σημαίνει αυτό; Οπως είπε ο κ. Φέσσας, για να πετύχει η χώρα υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, θα πρέπει να προσεγγίσουμε σε 4-5 χρόνια τους μέσους όρους της ευρωζώνης. Δηλαδή να γίνονται νέες επενδύσεις περίπου στο 20% του ΑΕΠ ή 45 δισ. ευρώ ετησίως, από 22,5 δισ. ευρώ το 2017. Δηλαδή να «πέσουν» σωρευτικά στην οικονομία την επόμενη πενταετία περί τα 100 δισ. ευρώ επιπλέον από αυτά που «πέφτουν». Οποιοι θεωρούν ότι τα κεφάλαια αυτά, θα επενδυθούν στην Ελλάδα αυτόματα, με την έξοδο από τα μνημόνια, πλανώνται.
Με ή χωρίς μνημόνιο, οι μεταρρυθμίσεις είναι μονόδρομος. Και όπως τόνισε ο κ. Φέσσας, για να υλοποιηθούν απαιτείται «μια μεταρρυθμιστική υπέρβαση τόσο σε επίπεδο στόχων και χρόνων όσο και σε επίπεδο νοοτροπίας». Και το κλειδί βρίσκεται στη νοοτροπία. Πώς, δηλαδή, θα γίνουν οι μεταρρυθμίσεις κτήμα της κοινωνίας. Και αυτό είναι δουλειά του πολιτικού συστήματος και των πολιτικών που το συγκροτούν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ