«Εμείς πετύχαμε εκεί που όλοι οι άλλοι απέτυχαν», ισχυρίζεται ο κ. Τσίπρας. Περισσεύει η αυτοπεποίθηση και λείπει η μετριοφροσύνη. Αλλά εύλογα αναρωτιέται ο καθένας: πως είναι δυνατό με τόση επιτυχία το 80% και πλέον του πληθυσμού μας να είναι δυσαρεστημένο και απογοητευμένο. Πως είναι δυνατό με τόση επιτυχία το 47% των πολιτών να αδυνατεί να πληρώσει τους λογαριασμούς του (στοιχεία Eurostat). Πως είναι δυνατό με τόση επιτυχία τα χρέη των ιδιωτών να φθάνουν τα 102 δισ. προς το Δημόσιο με αυξητική τάση; (επίσημα στοιχεία του κράτους). Πως είναι δυνατό με τόση επιτυχία από 1/1/2019 να αφαιρούνται από τους συνταξιούχους 1,8 δισ. και με τη μείωση του αφορολόγητου άλλα 1,8 δισ. από τα λαϊκά στρώματα; Αυτά καταγράφουν καθολικά οι μετρήσεις της κοινής γνώμης, οι στατιστικές υπηρεσίες και οι ψηφισμένοι νόμοι. Συνεπώς, και χωρίς αμφισβήτηση, ο λαός μας βιώνει μία διαφορετική πραγματικότητα, από αυτή που επικαλείται με «επιτυχίες» μάλιστα ο κ. Τσίπρας.
Να έρθουμε όμως και στο περιβόητο «ολιστικό» Σχέδιο Ανάπτυξης, που απασχόλησε για λίγο την επικαιρότητα. Κατ’ αρχήν προέκυψε ως πρόγραμμα των Βρυξελλών μέχρι το 2022 για να είναι δυνατή η εξυπηρέτηση των μέτρων του 4ου μνημονίου, τα οποία έχουν ψηφισθεί.

Το προγραμματικό αυτό πλαίσιο συζητήθηκε με τους θεσμούς, πήρε «πράσινο» φως και εμφανίσθηκε στη χώρα, ως «μάνα εξ ουρανού», που θα φέρει αλλαγές στο παραγωγικό πρότυπο της χώρας και θα συμβάλει στη βιώσιμη ανάπτυξη. Βέβαια, στολίσθηκε το κείμενο και με ιδεολογικές αναφορές: «Πυρήνας του προγράμματος η εργασία», επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, δίκαια ανάπτυξη κ.α. Και σε βάθος χρόνου μπορεί να συζητηθεί η αύξηση μισθών. Μπορεί και η επαναφορά της 13ης σύνταξης, αφού μέχρι τότε θα έχουν χαθεί τέσσερις συντάξεις.

Ελπίζω η αριστερά να μην αναγνωρίζει το πρόγραμμα αυτό ως αριστερό και σοσιαλιστικό. Φαίνεται ότι οι κυβερνόντες ξεπέρασαν αυτό το δίλημμα και το βάπτισαν «ολιστικό».
Με βάση τα πραγματικά αυτά γεγονότα δικαιολογημένα οι πολίτες όταν ακούνε για «επιτυχίες» είναι επιφυλακτικοί και δύσπιστοι στο δημόσιο λόγο των κυβερνόντων. Το επικαιροποιημένο σχέδιο των Βρυξελλών στις 23 Μαΐου, προσγείωσε τις κυβερνητικές επιτυχίες και δοξασίες για «καθαρή» έξοδο. Το κεντρικό αυτό μήνυμα προσγειώθηκε, ομαλά ή ανώμαλα στο επικαιροποιημένο πρόγραμμα της Ε.Ε., που συμφωνήθηκε με τους θεσμούς. Δηλαδή, η αυστηρή εφαρμογή των ήδη ψηφισθέντων μέτρων μέχρι το 2022. Αφαίμαξη των εισοδημάτων 1.8 δισ. από τους συνταξιούχους (1/1/2019) και 1.8 δισ. από τις λαϊκές τάξεις με τη μείωση του αφορολόγητου στις 5.700 ευρώ κ.α. Τα βάρη παραμένουν:
Ο ΕΝΦΙΑ, η υψηλή φορολογία και οι εισφορές θα συνεχίζουν να βαραίνουν την ατομική ιδιοκτησία και τα εισοδήματα επιχειρήσεων και ελευθεροεπαγγελματιών. Οι αυξήσεις σε μισθούς μεταφέρονται για μετά το 2022. Διαφημίζονται ως αριστερή πολιτική: η επιστροφή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, η διαιτησία υπό προϋποθέσεις και υπό στενή εποπτεία του κράτους. Υποστηρίζεται επίσης ότι η ψυχή του «ολιστικού» προγράμματος είναι η εργασία, οι νέες θέσεις εργασίας, η καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και γενικά η «δίκαια» ανάπτυξη. Εξαγγελίες που η κάθε κυβέρνηση θα μπορούσε να επικαλεστεί στον ευρωπαϊκό χώρο, χωρίς καμία δυσκολία. Και εμείς τις χαρακτηρίζουμε αριστερές και επαναστατικές!!!
Καλοπροαίρετα ο απλός πολίτης αναρωτιέται:
Στο «ολιστικό» σχέδιο της κυβέρνησης υπάρχουν πολλές διαπιστώσεις και ενέργειες για το αύριο, αλλά χωρίς να δίνονται απαντήσεις:

Πως θα γίνει προσέλκυση ξένων επενδύσεων σε αφιλόξενο επιχειρηματικό περιβάλλον; (ιδεολογικές προκαταλήψεις, φορολογία, εισφορές, γραφειοκρατία, ασταθές πολιτικό περιβάλλον κ.α.).

Πως θα γίνει ανάπτυξη της εγχώριας (made in Greece) παραγωγής στη μεταποίηση; Στη μικρή βιομηχανία, στις αγροδιατροφικές επιχειρηματικές δραστηριότητες με το σημερινό (έως το 2022) φορολογικό σύστημα, τις εισφορές και το ακριβό χρήμα και την περιορισμένη ρευστότητα από τα πιστωτικά ιδρύματα; Μήπως η υπόσχεση για τη δημιουργία αναπτυξιακής τράπεζας θα φέρει τα κάτω – πάνω; Έχω την αίσθηση ότι δεν μιλάμε σοβαρά:
Ποια είναι τα μέτρα και τα κίνητρα που θα αλλάξουν αυτό το περιβάλλον για να ξανά ανακτήσει την ανταγωνιστικότητα η οικονομία μας στο διεθνές περιβάλλον. Λίγες θέσεις μείνανε για να γίνουμε πρωτοπόροι στην ουρά.
Σε αυτά τα βασικά ερωτήματα το «ολιστικό» πρόγραμμα της κυβέρνησης δεν δίνει απαντήσεις. Το πρόγραμμα αποτελεί μία έκθεση προθέσεων για αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου, για βιώσιμη ανάπτυξη και δίκαια διανομή και γι’ αυτό πήρε και το οκ από τη «νομενκλατούρα» της Ε.Ε., όπως θα έλεγε ο κ. Τσίπρας. Αυτό που ουσιαστικά λείπει είναι οι πολιτικές και τα μέτρα που πρέπει να εφαρμοσθούν για να αντιμετωπισθούν τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα του τόπου. Βέβαια από την «ολιστική» αντιμετώπιση των πραγμάτων δεν λείπουν και οι προεκλογικές νότες, όπως αναφέραμε, για αύξηση μισθών στο μέλλον (για να τονώσουν την κατανάλωση) για φοροελαφρύνσεις, αλλά μετά το 2022. Η δίκαια διανομή της ανάπτυξης, παραπέμπεται στο απροσδιόριστο μέλλον. Προς το παρόν υπάρχουν τα «συσσίτια» και τα έκτακτα επιδόματα για κοινωνική αλληλεγγύη με αντίκρισμα την εκλογική πελατεία. Και για το επιστημονικό δυναμικό, την κοινωνία της γνώσης, την αξιοποίηση της φαιάς ουσίας, στην έρευνα, την καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες, απλά στο πρόγραμμα υπάρχουν κάποιες αναφορές χωρίς συγκεκριμένες προτάσεις σε μέτρα και κίνητρα. Το εκπαιδευτικό και ερευνητικό πεδίο βρίσκεται σε απροσδιόριστη ρευστότητα. Όσο για την τεράστια «φαιά ουσία» των παιδιών μας που έχουν μεταναστεύσει, δεν υπάρχει σχέδιο κανένα, παρά μονάχα ευχολόγια και ότι η ανεργία μειώθηκε.

Γνωρίζουν οι κυβερνόντες, ότι το επικαιροποιημένο πρόσφατα πρόγραμμα από την Ε.Ε. μέχρι το 2022 θα είναι ο «στενός κορσές» για τη διακυβέρνηση του τόπου.

Πιστεύω πραγματικά ότι η αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ) δεν γνωρίζει τι ποιεί η «ολιστική» διακυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΟΑΝΕΛ). Δεν θέλω να πιστέψω ότι έχασε τελείως το «κινηματικό της» χαρακτήρα και προσαρμόσθηκε τόσο νωρίς στο σύστημα και τη γοητεία της εξουσίας. Οι δείκτες στην οικονομία και την κοινωνία δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικοί για να υπερηφανευόμαστε για επιτυχίες:
α. Η ανταγωνιστικότητα της χώρας είναι στο χειρότερο σημείο που βρέθηκε ποτέ από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν. Βρίσκεται στις τελευταίες 3-4 θέσεις.
β. Το δημόσιο χρέος έφθασε τα 350 δισ. πάνω από το 180%του ΑΕΠ.
γ. Οι ιδιώτες χρωστάνε στο δημόσιο 102 δισ. και το 47% του πληθυσμού δεν μπορεί να πληρώσει βασικούς λογαριασμούς.
δ. Στα ασφαλιστικά ταμεία 36 δις.
ε. Τα «κόκκινα δάνεια» πάνω από 100 δισ. στις τράπεζες.
Οι αριθμοί στην οικονομία και την κοινωνία, αν προσθέσει κανείς και τις επιβαρύνσεις στα νοικοκυριά (ΕΝΦΙΑ), στις επιχειρήσεις (υψηλή φορολογία και ακριβό δυσεύρετο χρήμα), στους ελευθεροεπαγγελματίες (φορολογία- εισφορές) και στο μεγάλο πτωχευμένο πληθυσμό (33%) δεν είναι πηγή έμπνευσης, ούτε ενθουσιασμού, ούτε επιτυχίας, για τα οποία ο κ. Τσίπρας καμαρώνει με τη ρήση «πετύχαμε μόνο εμείς εκεί που όλοι οι άλλοι απέτυχαν».
Αναγνωρίζουν ελπίζω οι σύντροφοι ότι:

Το κοινωνικό μοντέλο της χώρας, συνεχίζει να οδεύει συντροφιά με τη λιτότητα προς τις βαλκανικές χώρες.

Μισθοί για τους νέους μέχρι 25 χρονών στα 510 ευρώ μεικτά είναι ντροπή. Μισθοί στα 586 ευρώ βρίσκονται στα όρια της φτώχειας. 629.000 εργαζόμενοι, από τα 2 εκ. ασφαλισμένους δηλώνουν ότι αμείβονται στον ιδιωτικό τομέα με μεικτό μισθό 385 ευρώ (ΕΦΚΑ).
Άνεργοι πάνω από 1 εκ. και μερικώς απασχολούμενο ή με ευέλικτες μορφές εργασίας το 40% των εργαζομένων περιγράφουν μία «χρεοκοπημένη» κοινωνική κατάσταση.
Και ασφαλώς δεν ευθύνεται για όλα αυτά η «ολιστική» διακυβέρνηση, αλλά κυβερνάει όμως τρία και πλέον χρόνια. Συνέχισε τη μνημονιακή πολιτική των προκατόχων της και μάλιστα με πιο σκληρή λιτότητα, μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και προσαρμογές στους μνημονιακούς κανόνες.
Με αυτή την κατάσταση πραγμάτων φαντάζει προκλητικό, παραπλανητικό και εξόχως λαϊκίστικο το μήνυμα του κ. Τσίπρα «πετύχαμε εκεί που όλοι οι άλλοι απέτυχαν».
Όσο για το «ολιστικό» Σχέδιο Στρατηγικής Ανάπτυξης, φαντάζομαι ότι οι θεσμοί (δεν έγειραν αριστερά, η τρόικα και το «κουαρτέτο» της Ε.Ε. κατά τη ρήση του κ. Τσίπρα) αν δεν ήταν προσαρμοσμένο στις πολιτικές τους δεν θα το ενέκριναν!!! Συνεπώς, οι «αριστερόστροφες» ρητορείες για το Πρόγραμμα δεν έχουν σοβαρή βάση για συζήτηση. Εκτός και η αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ) κάνει πως δεν γνωρίζει τι ποιεί η «ολιστική» διακυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ).

Από τους θεσμούς πήρε πρώτα το πράσινο φως και η κυβέρνηση και μετά (από τις σχετικές παρατηρήσεις και διορθώσεις) παρουσίασε το πρόγραμμα στη Βουλή για να ενημερωθεί η ελληνική αντιπροσωπεία και ο λαός.

Τα ψήγματα ιδεολογικοποίησης του καθ’όλα «φιλελεύθερου προγράμματος: «η εργασία στο επίκεντρο», «οι νέες θέσεις εργασίας», «η δίκαια ανάπτυξη», οι «συλλογικές διαπραγματεύσεις» κ.α., δεν αλλάζουν τον χαρακτήρα του. Τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα του τόπου χρειάζονται άμεσες και μεσοπρόθεσμες απαντήσεις και λύσεις. Τα προγράμματα όταν μάλιστα προβλέπονται στο τέλος της κυβερνητικής θητείας δεν πείθουν τους πολίτες. Το να κάνεις αναφορά στα πραγματικά γεγονότα, στις πραγματικές συνθήκες που βιώνει ο λαός δεν σημαίνει ότι κινδυνολογείς ή καταστροφολογείς. Αντίθετα, για του λόγου το αληθές, προσγειώνεις στην πραγματικότητα τους κυβερνόντες:
Να συμφιλιωθούν και να αφουγκρασθούν την κοινωνική πραγματικότητα.
Να συζητήσουν με συγκρούσεις και συναινετικές διαδικασίες στο πολιτικό πεδίο και όχι με αφορισμούς: «εμείς πετύχαμε εκεί που απέτυχαν όλοι οι άλλοι».
Τα αναπτυξιακά προγράμματα για να υπερβεί η χώρα την πολύπλευρη κρίση, θα είχαν μεγαλύτερη σοβαρότητα και χρησιμότητα, αν δεν σχεδιάζονταν στα γραφεία, αλλά σε συνεργασία με τους παραγωγικούς φορείς, τα κόμματα και τα συνδικάτα. Οι αναφορές ότι έγιναν περιφερειακές συσκέψεις δεν σώζουν την κατάσταση, διότι αφενός μεν δεν εμπεριέχονται στο πρόγραμμα συγκεκριμένες προτάσεις, θέσεις αυτών των διασκέψεων και αφετέρου λειτούργησαν περισσότερο ως βήμα προβολής και μονολόγου του κ. Τσίπρα. Απέκτησαν δημοσιότητα μόνο με την παρουσία του κ. Πρωθυπουργού.
Η διαρκής μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, επιβεβαιώνει τη ρήση ότι η αριστερά δεν γνωρίζει τι ποιεί η «ολιστική» διακυβέρνηση. Η προσαρμογή στο σύστημα γίνεται όλο και περισσότερο προφανής και οι «αριστερόστροφες» ρητορείας δεν πείθουν το εκλογικό σώμα.

Με αυτά και με τα άλλα τρέχοντα αναρωτιέται κανείς: «που πέτυχε ο κ. Τσίπρας, εκεί που όλοι οι άλλοι απέτυχαν». Λίγη κυβερνητική μετριοφροσύνη δεν θα έβλαπτε τον δημόσιο διάλογο.