Διεξάγεται εδώ και καιρό ένας άστοχος διάλογος που αφορά την υπεραπόδοση της οικονομίας εξαιτίας του εξαιρετικά υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος που επετεύχθη, της τάξης του 4,2% επί του ΑΕΠ, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερο συσταλτική, δηλαδή περισσότερο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν πρόκειται περί υπεραπόδοσης της οικονομίας, καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα δεν έχει παραγωγικά στοιχεία, δεν είναι αποτέλεσμα αναπτυξιακής διαδικασίας. Αντίθετα, είναι αποτέλεσμα σκληρής δημοσιονομικής συμπίεσης, με ανεπανάληπτες αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας και της ρευστότητας στις επιχειρήσεις.
Η παραγωγή, από την άλλη, αυτού του τύπου πρωτογενούς πλεονάσματος προκύπτει, πέραν της δημοσιονομικής συμβολής, και από καθυστερήσεις πληρωμών του Δημοσίου προς τρίτους και υστέρηση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων με τη λογική του push back για το μέλλον, πολιτικές βεβαίως που ευρέως υιοθετούνταν και από προηγούμενες κυβερνήσεις.
Ενώ έχουμε και είναι πιθανόν να έχουμε και στο μέλλον υπεραποθεματοποίηση πρωτογενούς πλεονάσματος, εξαντλώντας τη ρευστότητα και υπονομεύοντας τη δυναμική ανάπτυξης, οι πραγματικοί ρυθμοί ανάπτυξης θα υπολείπονται του πρωτογενούς πλεονάσματος, καθώς είναι δύσκολο να εγγίσουν το 3,5% ως το 2022. Ως εκ τούτου παρατηρείται ένα χάσμα, το οποίο, αφού αδυνατεί η οικονομία να το παράξει μέσω αύξησης του εθνικού προϊόντος, το πιθανότερο είναι να καλυφθεί με τη λήψη νέων επώδυνων μέτρων.
Εκτός αν αποφασιστεί το σωρευμένο πλεόνασμα να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο άσκησης κοινωνικής πολιτικής. Αυτό το βέβαια θα είναι σαν να «πυροβολεί» κάποιος τα πόδια του, καθώς δεν είναι προϊόν αύξησης του ΑΕΠ αλλά κατά βάση προϊόν συνεχούς, πολυετούς δημοσιονομικής συμπίεσης.
Ολες οι υποθέσεις καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα, ότι αν δεν λειτουργήσει ο παρονομαστής της ανάπτυξης, αν δηλαδή δεν αυξηθεί το παραγόμενο προϊόν, ο πλούτος της χώρας, οποιαδήποτε απόπειρα διαμοίρασης, με όρους έστω ισότητας και δικαιοσύνης, του υπάρχοντος εθνικού προϊόντος (δεδομένης της πτώσης του ΑΕΠ κατά 25%) θα είναι απόπειρα διαμοίρασης σε επίπεδο φτώχειας στο πλαίσιο μιας πολιτικής διαταξικής αναδιανομής, ισοπέδωσης προς τα κάτω.
Η αδυναμία των περισσότερων μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων να διευρύνουν τη φορολογική βάση και να ισοκατανείμουν τα βάρη οδήγησε σε εγγενείς εισοδηματικές ανισότητες, στοχοποίησε ευθέως και αφάνισε τη μεσαία τάξη, και διεύρυνε το χάσμα μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων κοινωνικών τάξεων. Ως εκ τούτου η μια παράμετρος είναι η παραγωγή πλούτου, η άλλη η δίκαιη κατανομή αυτού του πλούτου προς όφελος των πολλών και όχι των ολίγων.
Ο δρ Αντώνης Ζαΐρης είναι αντιπρόεδρος του ΣΕΛΠΕ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ