Σε κάποια άλλη χώρα το να απευθύνεται ο πρωθυπουργός της στα μέλη ενός ξένου κοινοβουλίου στη γλώσσα τους ίσως να μην είναι και είδηση. Στη Βρετανία όμως αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα και θέση στα ειδησεογραφικά δελτία, που επιτείνεται και από το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός της δεν μιλάει σε ένα οποιοδήποτε κοινοβούλιο αλλά στο γαλλικό. Η είδηση, λοιπόν, ότι ο Τόνι Μπλερ μίλησε πριν από λίγες ημέρες στους γάλλους βουλευτές σε καλά γαλλικά πέρασε ως πρώτη είδηση σε πολλά βρετανικά δελτία, συνοδευόμενη και από την πάγια παραδοχή των Βρετανών ότι δεν τα καταφέρνουν στις ξένες γλώσσες.


Λίγες ημέρες νωρίτερα οι «Sunday Times» (8 Μαρτίου 1998) διατυμπάνιζαν σε πρωτοσέλιδο και σε κύριο άρθρο ότι τα αγγλικά πλέον κυριαρχούν στις γερμανικές επιχειρήσεις· ακόμη και σε συνεδριάσεις με αμιγώς γερμανική σύνθεση η αγγλική επιβάλλεται και καθιερώνεται ως γλώσσα επικοινωνίας και διαπραγμάτευσης. Αυτές οι δύο ειδήσεις εκπέμπουν αντιφατικά σήματα. Αφενός θεωρείται κατόρθωμα ότι ο πρωθυπουργός της χώρας μιλάει μια ξένη γλώσσα και αφετέρου προβάλλεται η υπεροχή της αγγλικής ως lingua franca της αγοράς. Με άλλα λόγια, αποδοχή της πολυγλωσσίας και εδραίωση της ιδέας της γλωσσικής μονοκρατορίας ταυτόχρονα.


Ο,τι όμως έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η επωδός: εμείς οι Βρετανοί δεν μπορούμε να μάθουμε ξένες γλώσσες γιατί δεν τις παίρνουμε. Σε αυτή την ομολογία μιας συλλογικής εθνικής «αναπηρίας» υποφώσκει το σύμπλεγμα του προστατευτισμού και της διαφορετικότητας. Δεν μπορούμε να μάθουμε ξένες γλώσσες γιατί είμαστε διαφορετικοί, μοναδικοί· δεν μπορούμε να αλλάξουμε γιατί λειτουργούμε σε ένα γλωσσικό και διανοητικό μήκος κύματος ασύμβατο με αυτό των άλλων.


Μια τέτοια ομολογία συλλογικής αδυναμίας εκπλήσσει και μάλιστα όταν προέρχεται από ένα έθνος με άκαμπτο εθνικό γόητρο και αυτοκρατορικό κλέος, εκτός αν τη δει κανείς ως έναν ελιγμό που υποκρύπτει υποκριτική αδιαλλαξία. Παντού υπάρχουν άνθρωποι με ανεπτυγμένη ή μειωμένη ικανότητα γλωσσομάθειας αλλά το να πάσχει ένα ολόκληρο έθνος από ένα τέτοιο ομαδικό αναπηρικό σύνδρομο φαίνεται υπερβολικό, αν όχι αδιανόητο.


Νομίζω ότι η στάση ενός λαού απέναντι στη γλώσσα του αλλά και στις άλλες γλώσσες αποτελεί το κάτοπτρο της μειονεκτικότητας, της αυτοπεποίθησης ή της αλαζονείας του, της συγκαταβατικής ή της υπεροπτικής νοοτροπίας του. Μπορεί συχνά αυτό το κάτοπτρο να είναι θολό, αντικατοπτρίζοντας απλώς εθνικές αντιφάσεις, όπως συμβαίνει με τους Βρετανούς αλλά και τους Ελληνες που πότε κόπτονται για τη μακραίωνη ιστορία και σπουδαιότητα της γλώσσας τους και πότε μεμψιμοιρούν για τη λεξιπενία των ομιλητών της.


Είναι παγκοίνως γνωστό ότι οι πιο ανοιχτές, πολυπολιτισμικές και πλουραλιστικές κοινωνίες είναι όσες επιδεικνύουν τη μεγαλύτερη γλωσσική ανεξιθρησκία και ανοχή στις γλώσσες των μεταναστών, των μειονοτήτων αλλά και όσες προωθούν ενεργά τη γλωσσομάθεια από μικρή ηλικία (π.χ. σκανδιναβικές και Κάτω χώρες). Τούτο, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι ο υψηλός δείκτης γλωσσομάθειας είναι αυτόματα και ένδειξη πλουραλιστικής κοινωνίας. Δεν μπορούμε, π.χ., να ισχυριστούμε ότι η Ισπανία, όπου η γλωσσομάθεια ήταν δικαιολογημένα περιορισμένη λόγω του ότι ο Φράνκο καλλιέργησε εσωστρεφείς κοινωνικές τάσεις, είναι περισσότερο κλειστή από την ελληνική, όπου η εκμάθηση ξένων γλωσσών έχει πάρει επιδημικές διαστάσεις τα τελευταία χρόνια, για τον απλούστατο λόγο ότι η αυξημένη γλωσσομάθεια μπορεί να υπακούει σε καθαρά εργαλειακές και επαγγελματικές σκοπιμότητες. Είναι, εξάλλου, αξιοσημείωτο το πόσοι Ρώσοι βρέθηκαν να γνωρίζουν αρκετά καλά αγγλικά και μάλιστα με εμφανή αμερικανική προφορά πριν από τη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος τους.


Αν και δεν ακούστηκαν ακόμη φωνές για το γλωσσικό ευρώ, θα ήταν χρήσιμο να ερευνηθεί όχι απλώς η θεωρητική αλλά και η πρακτική στάση των Ευρωπαίων απέναντι στις γλώσσες και μάλιστα προς τις μικρότερες (και δη τις μη τουριστικές). Πόσοι λ.χ. μαθαίνουν φινλανδικά, πολωνικά, τσεχικά, καταλανικά και για ποιους λόγους; Τι δυνατότητες (ιδρύματα, βιβλία, λεξικά) υπάρχουν σε κάθε χώρα για την εκμάθηση τέτοιων γλωσσών; Παλιότερα αρκετοί ήταν εκείνοι στη Δυτική Ευρώπη που μάθαιναν εξωτικές ή ανατολικο-ευρωπαϊκές γλώσσες διότι προσδοκούσαν σε μια θέση στα υπουργεία Εξωτερικών ή στις μυστικές υπηρεσίες. Αν και με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η ζήτηση των ρωσικών έπεσε αισθητά, σήμερα η εκμάθηση ορισμένων γλωσσών της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας φαίνεται να εξυπηρετεί περισσότερο την επέκταση και τον συναγωνισμό των αγορών παρά κάποιο άλλο ενδιαφέρον.


Στο παρελθόν σε πολλές χώρες συναντούσε κανείς αυτά τα ιερά τέρατα που ήξεραν δεκάδες νεκρές και ζωντανές γλώσσες (ενδεικτικό ελληνικό παράδειγμα ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης). Σήμερα, με την ανάπτυξη των επικοινωνιών και των τεχνολογικών μεθόδων εκμάθησης γλωσσών, αυξήθηκε άραγε αυτό το ποσοστό ή απλώς περιορίστηκε στους ειδικούς και στους γλωσσολόγους; Μέσα σε όλες αυτές τις ευρω-στατιστικές που μας κατακλύζουν σχεδόν καθημερινά, από το εθνικό χρέος και την εγκληματικότητα ως το πόσο κοστίζει ένα χάμπουργκερ στις διάφορες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, καλό θα ήταν να ερευνηθεί στατιστικά και το ποσοστό γλωσσομάθειας. Οχι απλώς το πόσοι μαθαίνουν ή μιλούν αγγλικά, γαλλικά ή γερμανικά αλλά το πόσοι μαθαίνουν δανικά, ολλανδικά, ελληνικά, ουαλικά, ουγγρικά και για ποιο λόγο. Ενδεχομένως κάτι τέτοιες στατιστικές θα μας διαφώτιζαν για το πόσος ζήλος υπάρχει ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους για την Ευρώπη των πολιτισμών. Θα μας βοηθούσαν επίσης να διακρίνουμε τη χρησιμοθηρική από την πολιτιστική γλωσσομάθεια. Αν το χάσμα μεταξύ των δύο αποδειχθεί ανυπέρβλητο, τότε ετοιμαστείτε για την αγγλική ως Eurolingua.


Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας.