Η δημιουργία του σύγχρονου κράτους στη Δυτική Ευρώπη συνδέθηκε για πολλές δεκαετίες με τις παρεμβάσεις του στην παραγωγή, κατά τρόπο που οι παρεμβάσεις αυτές καθόριζαν και τον προσανατολισμό των πολιτικών δυνάμεων. Ηταν η εποχή στην οποία η παραγωγή είχε συγκεκριμένους στατικούς και μετρήσιμους συντελεστές, όπως το κεφάλαιο, την εργασία, τη γη και τις πρώτες ύλες.


Σήμερα υπάρχουν νέοι συντελεστές της παραγωγής, όπως είναι η γνώση και η πληροφορία και κυρίως η μετάδοσή τους, που σε συνδυασμό με την πληροφορική, τη διαδικτύωση και τη διασύνδεση δημιουργούν μια δυναμική πολλαπλασιαστικών επιδράσεων με αντίστοιχο όφελος. Αυτή η νέα πραγματικότητα αλλάζει τελείως τη λογική της παραγωγής και της οικονομίας.


Για πολλά χρόνια η έννοια της ιδιωτικοποίησης συμβόλιζε το κακό για την Αριστερά, ενώ για τον φιλελεύθερο χώρο ήταν συνώνυμο του καλού. Σήμερα η λέξη ιδιωτικοποίηση είναι τόσο τετριμμένη, ώστε τείνει να ξεπεραστεί το περιεχόμενό της. Οι λέξεις της εποχής είναι πλέον ο ανταγωνισμός και η συνεργασία. Για κάθε επιχείρηση, είτε του ιδιωτικού είτε του δημόσιου τομέα, το ζητούμενο είναι το κατά πόσο μπορεί να σταθεί ανταγωνιστικά στην αγορά ενώ πληθώρα νέων θεσμικών εργαλείων εμβαθύνουν και διευρύνουν συνεργασίες μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.


Στη χώρα μας κατά τη δεκαετία του ’80, όταν για άλλες χώρες η ιδιωτικοποίηση ήταν βασικό εργαλείο άσκησης οικονομικής πολιτικής, δεν υπήρχε ούτε ως πρόθεση ούτε ως πολιτικός προβληματισμός. Αυτό έχει την εξήγησή του. Τα δεδομένα και οι ρυθμοί εξέλιξης ήταν τελείως διαφορετικά στην Ελλάδα, όπως ήταν διαφορετικές και οι επιλογές που έγιναν για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα του αναχρονισμού, της οικονομικής υστέρησης και της αναδιανομής του εισοδήματος, που κυριαρχούσαν εκείνη την περίοδο.


Στη συνέχεια, στην αρχή της δεκαετίας του ’90, η ιδιωτικοποίηση προβλήθηκε ως λύση και ως μια κυβερνητική επιλογή, απόλυτη και βίαιη, χωρίς ουσιαστική πολιτική ή κοινωνική συναίνεση και στο πλαίσιο ευρύτατα διαδεδομένης αίσθησης αδιαφάνειας. Αυτό είχε αποτέλεσμα τη δημιουργία συγκρουσιακού κοινωνικού κλίματος, που απέβη με τη σειρά του καταστροφικό για την οικονομία και την κοινωνία. Φυσικά δεν υπήρξε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα από τις απόπειρες ιδιωτικοποιήσεων που έγιναν σε αυτές τις συνθήκες.


Ετσι στο ερώτημα γιατί οι ιδιωτικοποιήσεις βραδυπορούν στη χώρα μας και γιατί υπήρξε αυτή η καθυστέρηση, η απάντηση βρίσκεται σε συγκεκριμένες αιτίες, στις οποίες συγκαταλέγονται:


* η αμφιταλάντευση των κυβερνήσεων,


* η αβεβαιότητα που υπήρχε επί σειρά ετών στην οικονομία,


* η αντίσταση από διάφορες ομάδες συμφερόντων,


* ο αδύναμος και συχνά κρατικοδίαιτος ιδιωτικός τομέας,


* οι ανεπαρκείς θεσμοί και η έλλειψη σύγχρονων υποδομών, ιδιαίτερα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς και η ισχυρή γραφειοκρατία.


Ορισμένοι από αυτούς τους παράγοντες δεν έχουν εξαλειφθεί. Σήμερα υπάρχει όμως κοινωνική «κατανόηση» και η οικονομία βρίσκεται σε σταθερή πορεία εξυγίανσης. Επιπλέον η πολιτική σταθερότητα, η συνέπεια στη σύγκλιση της οικονομίας, οι θετικοί μακροοικονομικοί δείκτες αλλά και η συνέπεια των κυβερνητικών στόχων και έργων είναι όροι που υπάρχουν και τηρούνται.


Αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα. Διότι για να προχωρήσει η απελευθέρωση των αγορών, πρέπει το συνολικό περιβάλλον της οικονομίας να είναι τέτοιο, που οι ιδιωτικοποιήσεις να μπορούν να αποτελούν ένα κομμάτι των υπόλοιπων κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών.


Εκ παραλλήλου όμως αναγκαία συνθήκη, για δομικές και διαρθρωτικές αλλαγές, είναι να υπάρχει ένα δίχτυ κοινωνικής προστασίας που θα αντιμετωπίζει την ανεργία, κυρίως των μη εξειδικευμένων εργαζομένων. Αυτό θα κριθεί τελικώς από το πρόγραμμα αντιμετώπισης της ανεργίας, με τη δημιουργία 200.000 θέσεων στα μεγάλα έργα, από τα μέτρα κοινωνικής προστασίας που αφορούν τους απολυόμενους από τις προβληματικές επιχειρήσεις, από τα προγράμματα κατάρτισης του υπουργείου Εργασίας και τέλος από τις μακροπρόθεσμες δομικές αλλαγές που προωθούνται στην παιδεία.


Η ιδιωτικοποίηση δεν μπορεί και δεν είναι από μόνη της οικονομική πολιτική. Αποτελεί τμήμα ενός σχεδιασμού που διευκολύνει την αναπτυξιακή συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην παροχή υπηρεσιών και προϊόντων που παραδοσιακά ανήκαν στην αρμοδιότητα των ΔΕΚΟ και του κράτους.


Το πρώτο βήμα για την υλοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων στο πλαίσιο αυτό είναι η επιτάχυνση των απαραίτητων δομικών και θεσμικών αλλαγών στην κοινωνία και στην οικονομία, καθώς δεν μπορούμε να κάνουμε ιδιωτικοποιήσεις «εν κενώ».


Ακριβώς επειδή οι ιδιωτικοποιήσεις στη χώρα μας έχουν καθυστερήσει υπερβολικά, ο αριθμός των επιχειρήσεων και οργανισμών που πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν είναι πολύ μεγάλος και περιλαμβάνει σχεδόν όλους τους τομείς της οικονομίας. Αντίστοιχα απαιτούνται και ιδιαιτέρως ταχείς ρυθμοί. Επιπροσθέτως, καθώς θα υλοποιούνται παράλληλα πολλές προσπάθειες, υπάρχει κίνδυνος η αποτυχία ή έστω οι δυσκολίες σε μια περίπτωση να επηρεάσουν αρνητικά και όλες τις άλλες. Γι’ αυτό ο σωστός και συντονισμένος σχεδιασμός, η χρησιμοποίηση εξειδικευμένων συμβούλων, ο οργανωμένος διάλογος και η επικοινωνιακή στρατηγική, είναι προϋποθέσεις και όροι επιτυχίας.


Επειδή αργήσαμε και βιαζόμαστε, δεν πρέπει να κάνουμε λάθη. Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων δεν αποδίδει χωρίς συγκρούσεις με ξεπερασμένες νοοτροπίες και κατεστημένα. Αλλά δεν αποδίδει και χωρίς τομές σχεδιασμένες ανάλογα με το βάθος τους κατά περίπτωση. Και φυσικά γι’ αυτό χρειάζεται συνεχώς ενιαίο κέντρο συντονισμού, εφαρμογής, αλλά και υπεράσπισης αυτής της πολιτικής.


Η κυρία Αννα Διαμαντοπούλου είναι υφυπουργός Ανάπτυξης.