Τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της κρίσης πολλοί Ελληνες άλλαξαν δουλειές. Το επάγγελμα του οδηγού ταξί φάνηκε σε πολλούς ωραία ιδέα. Υπάρχουν άλλωστε αρκετά αβαντάζ. Είσαι αυτοαπασχολούμενος, και άρα δεν κινδυνεύεις να ζήσεις ξανά το μαρτύριο της κατάρρευσης της επιχείρησης και της απόλυσης. Δεν έχεις στο κεφάλι σου κανέναν, ακόμη κι αν το αμάξι ανήκει σε άλλον. Περνάς ώρες οδηγώντας, αλλά γνωρίζεις και ανθρώπους –δεν πλήττεις. Κυρίως, όποιος ήθελε να μπει στο επάγγελμα πίστευε ότι μπορεί να κάνει τη διαφορά: είχε να ανταγωνιστεί κάτι τύπους που διαρκώς φλυαρούσαν, δεν ήταν και τα πιο ευγενικά παιδιά του κόσμου, έπαιρναν διπλές κούρσες χωρίς να ρωτούν, κάπνιζαν. Οποιος άρχισε να δουλεύει σε ταξί τον καιρό της κρίσης ήθελε να γίνει καλός ταξιτζής. Οχι ταρίφας.
Η φιλοδοξία υπήρξε απλή και έντιμη –πλην όμως, όπως σε πολλές ανάλογες περιπτώσεις, δεν αρκεί η απόφαση για να τα καταφέρεις: χρειάζεται κάτι πολύ σημαντικό, δηλαδή να ξέρεις τους δρόμους. Στο μυαλό του καλού υποψήφιου πετυχημένου ταξιτζή υπάρχει η λύση του GPS, αλλά ο πελάτης του ταξί είναι συνήθως ένας βιαστικός και ανυπόμονος τύπος που σπάνια δίνει στον οδηγό το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την τεχνολογία –άσε που σε πολλά ταξί δεν υπάρχει GPS γιατί ο ιδιοκτήτης, που είναι διαφορετικός από τον οδηγό, το θεωρεί πολυτέλεια.
Ετσι, όλο και συχνότερα μπαίνεις σε ένα ταξί όπου υπάρχει ένας καλόβολος κύριος, ευγενέστατος και συναινετικός, με μεγάλη διάθεση να σε εξυπηρετήσει, ο οποίος όμως αγνοεί τους δρόμους. Του ζητάς να σε πάει κάπου, και όχι μόνο δεν γνωρίζει την κοντινότερη διαδρομή, αλλά σε ρωτάει και αν εσύ ξέρεις τον δρόμο. Αν δεν τον ξέρεις, υπάρχει ένα πρόβλημα τεράστιο: το είδος του προβλήματος που με τον ταρίφα δεν υπήρχε ποτέ. Διότι ο ταρίφας μπορεί να σου έλεγε του κόσμου τις υπερβολές, μπορεί να σου εξηγούσε πόσο εύκολα θα έλυνε τα προβλήματα της Ελλάδας σε ένα βράδυ, μπορεί να είχε πάντα μια ιστορία της νύχτας να σου διηγηθεί με την αφεντιά του πρωταγωνιστή, μπορεί να έφτυνε έξω από το παράθυρο, αλλά ήξερε τον δρόμο. Και μπορεί να είχε πειράξει λίγο το ταξίμετρο, αλλά σε πήγαινε όπου ήθελες, αποφεύγοντας την κίνηση, ακόμη κι αν έπρεπε να βρει διαδρομές που ούτε είχες φανταστεί πως υπάρχουν. Ενώ ο νέος, καλός ταξιτζής είναι γεμάτος καλές προθέσεις, αλλά δεν ξέρει τον δρόμο.
Στη ζωή μας έχουμε γνωρίσει πολλούς νέους, καλούς ταξιτζήδες και πολλούς ταρίφες. Τους συναντάμε παντού: στη δουλειά μας ως προϊστάμενους ή υφιστάμενους, στις δημόσιες υπηρεσίες, στην πολιτική, παντού. Κατά περιόδους νομίζουμε ότι πρέπει να επιβραβεύουμε τους καλούς που προσπαθούν ή άλλοτε μας πιάνουν τα νεύρα μας με την ανικανότητά τους και ψάχνουμε τους ταρίφες, που είναι η σταθερή λύση. Παρασυρόμαστε καμιά φορά τόσο πολύ από την ανάγκη μας ή την αγανάκτησή μας, που παθιαζόμαστε από την επιλογή μας και την υπερασπιζόμαστε καβγαδίζοντας: είναι απλά μια κατάσταση της ζωής –θα υπάρχει πάντα και ο νέος, καλός ταξιτζής και ο ταρίφας.
Ο πρώτος προσπαθεί να κρύψει την άγνοιά του πίσω από τους καλούς τρόπους του και δύσκολα θα βελτιωθεί γιατί κατά βάθος θα πιστεύει πάντα πως έπρεπε να κάνει κάτι άλλο –ίσως στήριξε την επιλογή του επαγγέλματός του και σε λάθος υπολογισμούς. Ο δεύτερος δεν έχει καν επίγνωση του πόσο ενοχλητικός είναι –πιστεύει πως επειδή σου κάνει τη δουλειά οφείλεις να τον ανέχεσαι με τα πολλά του ελαττώματα. Ιδανικά, θα ήταν ένας καλότροπος ταρίφας ή ένας νέος ευγενέστατος ταξιτζής με γνώση της δουλειάς, αλλά αυτά είναι σπάνια και δεν μπορείς να τα περιμένεις. Είναι ορθότερο γνωρίζοντας τις δικές σου ανάγκες να πράττεις αναλόγως.
Είναι εύκολο πια να πέσεις σε έναν νέο, καλόβολο οδηγό. Αν δεν θες να σε γυρνάει γύρω-γύρω, πρέπει να τον παρακαλέσεις να χρησιμοποιήσει το GPS –προσευχήσου να έχει. Αν δεν έχει και εσύ θες να πας γρήγορα στη δουλειά, εάν σε ρωτήσει μήπως γνωρίζεις τον δρόμο, κατέβα από το ταξί. Και ψάξε έναν ταρίφα…
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Μαϊου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ