Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διαπιστώσει ότι η στρόφιγγα άντλησης ψήφων για αυτόν είναι ανοιχτή μόνο από την πλευρά των κεντροαριστερών ψηφοφόρων. Γι’ αυτό το τελευταίο διάστημα είναι εμφανής μια εκ μέρους του επιχείρηση επακούμβησης με διαθέσεις εμβολισμού του Κινήματος Αλλαγής. Η πρωτοβουλία της επικεφαλής του ΚΙΝΑΛ Φώφης Γεννηματά να ζητήσει άμεσα εκλογές –τις οποίες βεβαίως δεν μπορεί να επιβάλει –αποτελεί μια σοβαρή απάντηση του κόμματος σε αυτή την επιχείρηση. Το αίτημα για εκλογές κινείται στην κατεύθυνση της λογικής και της βούλησης της πλειοψηφίας των μελών, φίλων και ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ. Δεν έχουμε εδώ μια αντι-ΣΥΡΙΖΑ αλλά επιτέλους μια φιλο-ΚΙΝΑΛ κίνηση.
Αυτό το αίτημα έκοψε τον βήχα σε εκείνους που εντός του ΚΙΝΑΛ αλληθωρίζουν προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Βεβαίως δεν διαπράττει «προδοσία» όποιος διαφωνεί. Ούτε όμως διαπράττουν προδοσία και όσοι ζητούν συνεργασία με τη ΝΔ. Αν ήταν έτσι, τότε το SPD θα ήταν το πιο προδοτικό κόμμα της τελευταίας εικοσαετίας. Δεν αποτελεί πολιτικό αδίκημα να διαφωνείς, αν αυτό οφείλεται σε ιδεολογικούς λόγους και όχι γιατί αλληθωρίζεις προς την όποια κοινοβουλευτική στέγη μπορεί να σου «εγγυάται» ο ένας ή ο άλλος. Μάλλον χθες ο ένας (ΔΗΣΥ – Ποτάμι) και σήμερα ο άλλος (ΣΥΡΙΖΑ).
Θεωρώ εντελώς άλλης βαθμίδας τις επιστημονικές φωνές που μιλούν για την ανάγκη σύγκλισης Σοσιαλδημοκρατίας και ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτές αξίζουν μια επιστημονική απάντηση και συζήτηση σε ένα επίπεδο ήθους που θα τιμά και θα σέβεται την επιστημονική διαφωνία. Κρίνω όμως την άποψη περί «σοσιαλδημοκρατικοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ ως μηχανιστική μεταφορά στη χώρα μας άλλων ευρωπαϊκών καταστάσεων. Αυτή η μεταφορά δεν λαμβάνει υπόψη της τις ειδοποιούς διαφορές των δύο περιπτώσεων. Ενδεικτικά αναφέρω μόνο τρεις, αν και υπάρχουν πολλές. Πρώτον, η ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά γεννήθηκε ως δύναμη αμφισβήτησης του σοβιετικού κομμουνισμού, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κομμουνιστογενής δύναμη. Δεύτερον, κανένα κόμμα της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν διανοήθηκε ούτε καν να κοιτάξει την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά, όχι και να συγκυβερνήσει, όπως κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Και, τρίτον, η ριζοσπαστική Αριστερά ήταν πάντοτε ο μικρός εταίρος στην όποια συνεργασία του με τη Σοσιαλδημοκρατία.
Παρ’ όλες αυτές τις ενστάσεις, διάβασα αναρτήσεις, από «παντελώς άσχετους» –θα μου συγχωρήσετε εδώ αυτόν τον χαρακτηρισμό -, οι οποίες αμφισβητούν την επιστημονική επάρκεια των Ν. Μαραντζίδη και Ν. Μουζέλη. Δεν ενδιαφέρουν αυτοί οι αντισυριζαίοι συριζαίοι, αλλά αυτό δείχνει ότι ο επιστημονικός λόγος χρειάζεται οπωσδήποτε να επικοινωνήσει με έναν δικό του συλλογικό τρόπο, κάτι σαν μια λέσχη συζητήσεων ή όμιλο, που θα υπερβαίνει τόσο τους «συγγραφείς» και «αρθρογράφους» του Facebook όσο και τις κομματικές «δουλείες».
Οσον αφορά τη «θεωρία» περί σύγκλισης των «προοδευτικών» δυνάμεων, προκύπτει ένα ερώτημα. Τι είναι και τι δεν είναι προοδευτικό σήμερα; Τα περισσότερα από όσα κάνει και λέει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι προοδευτικά. Μάλλον περί «αντιδραστικού προοδευτισμού» πρέπει να μιλάμε. Βεβαίως και στην πλευρά του ΚΙΝΑΛ δεν είναι προοδευτικά όλα όσα λέγονται και γίνονται. Αλλά ούτε όλα όσα λέει και κάνει η ΝΔ είναι φιλελεύθερα. Την ίδια στιγμή η συνέχιση των πολιτικών του «ούτε-ούτε», των «ίσων αποστάσεων», του «πρόοδος ή συντήρηση» δεν καλύπτουν τις ανησυχίες των ελλήνων πολιτών να μάθουν το αν, πώς και από ποιον θα κυβερνηθεί η χώρα. Οι πολίτες δεν θέλουν να ξέρουν με ποιον δεν είσαι, αλλά ποιος είσαι. Δεν ενδιαφέρονται να μάθουν με ποιον είσαι πιο κοντά και με ποιον μακριά. Είναι καχύποπτοι έναντι των φωνών για «προοδευτικές συμμαχίες» που τώρα θυμήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, βλέποντας τα αδιέξοδα των πολιτικών του. Είναι εξίσου καχύποπτοι και προς τη ΝΔ που αρνείται να αποδεχθεί τις ιστορικές της ευθύνες στη δημιουργία των ελλειμμάτων, τη ΝΔ του Ζαππείου ή τη σημερινή ΝΔ που υποκύπτοντας σε συντηρητικές φωνές επιχειρεί να εκμεταλλευθεί ένα διάχυτο κλίμα κοινωνικού αυτοματισμού που «παράγουν» οι πολιτικές του «προοδευτικού» ΣΥΡΙΖΑ.
Οσον αφορά συγκεκριμένα το ΚΙΝΑΛ, οι πολίτες θέλουν απαντήσεις στο γιατί να επιλέξουν αυτό και όχι τους άλλους. Αν δεν απαντά σε αυτό το ερώτημα, τότε θα το ρωτούν με ποιους είναι και με ποιους δεν είναι. Ετσι όμως τίθεται από μόνο του στο περιθώριο του «τρίτου πόλου». Ενα κόμμα μπορεί να γίνει ηγεμονικό μόνο αν πείθει ότι αποτελεί αυτόνομο συνασπισμό εξουσίας και όχι συμπλήρωμα τους ενός ή του άλλου. Γι’ αυτό όμως δεν αρκεί να κλείνει τη λέξη «αυτονομία» σε όλες τις κλίσεις και τους αριθμούς. Το ΚΙΝΑΛ θα πείσει όταν αποδείξει ότι η αυτονομία του είναι στρατηγική και όχι τακτική κίνηση. Αντιθέτως, στρατηγική αυτών που σήμερα ανακαλύπτουν την «κρυφή γοητεία του ΣΥΡΙΖΑ» είναι ο τακτικισμός. Μερικοί δε εξ αυτών είχαν ανακαλύψει αυτή τη «γοητεία» και το 2014, αλλά τότε δεν τους «έκατσε».
Ενδιαφέρονται όμως οι πολίτες αν το ΚΙΝΑΛ την επόμενη μέρα θα εγγυάται τη κυβερνησιμότητα, τη σταθερότητα και την ασφάλεια της χώρας. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να είναι προσεκτικοί στο Κίνημα, όταν ακόμη και μετά το αίτημα για εκλογές εξακολουθούν να μιλούν για εθνική συνεννόηση. Γιατί άλλο εννοούν αυτοί και άλλο ο ΣΥΡΙΖΑ. Εχω εδώ υπόψη μου αυτούς που όντως εννοούν άλλο, γιατί υπάρχουν και ορισμένοι που εννοούν το ίδιο με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί αντιλαμβάνονται μια «εθνική συνεννόηση» που θα κρατά στο κάδρο εξουσίας τον ΣΥΡΙΖΑ και αν είναι δυνατόν και τους ιδίους.
Εχω υποστηρίξει πως μόνο οι πρακτικές του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση θα δείξουν αν αυτός κανονικοποιείται ή όχι. Η ύπουλη όμως τακτική διεμβολισμού του ΚΙΝΑΛ, οι επιθέσεις του κατά των ΜΜΕ τα οποία δεν τον υμνούν, η προσπάθειά του να ξεγελάσει τους πολίτες σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που ο ίδιος έχει ψηφίσει, η τακτική που φαίνεται ότι θα ακολουθήσει προεκλογικά με επιθέσεις μίσους, αλαζονείας και απαξίωσης των αντιπάλων του απομακρύνουν αυτή την κανονικοποίηση. Πόσω μάλλον τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι πρώην επιστημονικός διευθυντής στο ΙΣΤΑΜΕ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ